του Φαίδωνα Ταμβακάκη
Στην αρχή του καλοκαιριού πριν κλείσω τα δέκα, δεν φανταζόμουν πόσο θα μεγάλωνα σε λίγους μήνες. Βέβαια, είχα μόλις αποκτήσει το πρώτο μου όχημα, μισό-μισό με την αδελφή μου, ένα Πεζώ σπαστό, με ωραία χοντρά λάστιχα, ό,τι έπρεπε για τις αλάνες της Γλυφάδας, κι οι μέρες μου είχαν γεμίσει ταξίδια ανακάλυψης, πάντα πάνω από την λεωφόρο, εκεί άρχιζε η απαγόρευση. Η σχετική ελευθερία της ποδηλασίας κόπηκε όταν τσακωθήκαμε με τα γειτονόπουλα, δέκα αδέλφια με πατέρα στρατιωτικό στην αμερικανική βάση. Ζητούσαν ίσα δικαιώματα στο ποδήλατο μας, όμως όταν ξεκινούσαν το ένα μετά το άλλο μέχρι να χορτάσουν μας φώναζαν οι γονείς για φαί. Οταν αρνηθήκαμε πια την μοιρασιά μου έστησαν καρτέρι ένα σούρουπο και γλύτωσα με λίγες ψιλές χάρη στο γρήγορο πεντάλ. Η γιαγιά τρομαγμένη, θυμόταν ζοφερές ιστορίες για να μας τρομάξει κι εμάς.
Μέσα στο σκοτάδι του φόβου για άλλα αντίποινα και των νέων περιορισμών από το σπίτι, ήρθε ένας καλός φίλος των γονιών να μας ανακοινώσει ότι στον Άγιο Κοσμά λειτουργούσε μια αναβίωση του περίφημου Ναυτικού Ομίλου Αλεξανδρείας. Γονείς και παιδιά σπεύσαμε στην όαση νοσταλγίας κι ελπίδας, οι μεγάλοι συναντούσαν παλιούς φίλους, συμμαθητές, συναδέλφους και οι μικροί νέους φίλους που μιλούσαν την ίδια γλώσσα, δηλαδή περιποιημένα ελληνικά με σκόρπιες λέξεις ή φράσεις στα αραβικά, τα σμυρνέικα, τα γαλλικά και τα ιταλικά.
Αμέσως ξεπέζεψα από την κατάθλιψη του ποδηλάτου, και αφού σκαρφάλωσα στην ιστιοφόρα μπανιέρα με το σημαδιακό όνομα όπτιμιστ, πήρα τη σκότα και το άτι ζωντάνεψε. Ο προπονητής, μέχρι τη μέση στο νερό, δεν πρόλαβε να μου δώσει τις οδηγίες και είχα πετάξει μακρυά από τον κόσμο των μικρών παντοτινά. Δεν ήμουν πιά κοντός και κοκκαλιάρης, κανείς δεν έφτανε να μου ρίξει φάπες ή να με κοροιδέψει, κανείς να μου δίνει εντολές. Πάνω η καρένα, μέσα η σκότα και γειά σας.
Έτσι νόμιζα για μερικές βδομάδες ώσπου ήρθε άλλος προπονητής, νέος και τουρκολιμανιώτης, δε σήκωνε την άγνοια, αλλά εμένα με σήκωνε από το αυτί στον ουρανό και με βούλιαζε στο βυθό με τις πατούσες του για να έχω ανάσα όταν θα τούμπαρε το σκάφος.
Ευτυχώς ήταν τα κορίτσια στο υπόστεγο και στην προπόνηση, να θυμίζουν ότι μεγαλώσαμε. Με τα μυτερά στηθη και την ντροπαλή ήβη να ξεμυτάει, όταν δεν προφταιναν να την ξυρίσουν, και το ένα κεφάλι μεγαλύτερο μπόι, είχαν μάτια μόνο για αγόρια με τρίχες στα πόδια και σχηματισμένα μούσκουλα, αλλά έβρισκαν παρηγοριά σε μας κι εμείς σε αυτά. Μαζί σκουπίζαμε την άμμο από το τσιμέντο, πλέναμε πανιά, βερνικώναμε κατάρτια και τιμόνια κι ελπίζαμε.
Οι λίγες στάσεις που απήχε ο όμιλος από την Γλυφάδα μας επέτρεπε να πηγαίνουμε μόνοι με το λεωφορείο, νέα κατάκτηση, και να μας μαζεύουν το βράδυ μετά τις δουλειές τους. Τα σάντουιτς που μας έφτειαχνε η γιαγιά τα αφήναμε κρυφά και παραγγέλναμε στο εστιατόριο ό,τι θέλαμε, όσα αναψυκτικά και παγωτά χωρίς περιορισμό, γιατί η σούμα έβγαινε με την βδομάδα. Στον υπόστεγο όταν έβραζε ο τόπος παίζαμε τάβλι στο υπόστεγο σα μεγάλοι λέγοντας «κωλόφαρδε» και «ρε» με κάθε ευκαιρία.
Οι μεγάλες στιγμές ήταν όταν έλειπε ο προπονητής και παίρναμε τα σκαφάκια για απόβαση σε διπλανούς κόλπους και βουτιές από την ξέρα. Όμως η μέγιστη στιγμή ήταν ένα μεσημέρι που βρεθήκαμε με την σχιστομάτα ψηλή ξανθιά στο ραντώ που πήγαιναν όλοι για ηλιοθεραπεία και βουτιές. Έπιασε μια φρέσκια μπουκαδούρα κι ένας ένας έφυγαν όλοι. Η σχεδία φτειαγμένη από άδεια βαρέλια και σανίδες, με ένα καναβάτσο για κάλυμα, κι όταν ξαπλώσαμε από κάτω του, προς το νοτιά, γίναμε αόρατοι από τη στεριά. Άρχισε ένα υπέροχο ταξίδι με τα λόγια, ο αέρας εχέμυθος, το κύμα να φουσκώνει ερεθιστικά και να λικνίζει τη σχεδία με τα πόδια στηλωμένα στο ίδιο σημείο.
Το ταξίδι διακόπηκε πριν φτάσουμε στο φιλί, από οργισμένο πατέρα άλλου παιδιού, που ήρθε κολυμπόντας να μας σώσει . Πόσο ανόητα ήμασταν να μας ψάχνουν οι πάντες μέχρι κάποιος να θυμηθεί ότι μας είδε να μένουμε πίσω στο ραντώ. Υπήρχε και μια ντροπή για το τι κάναμε κάτω από το καναβάτσο και πονηρά χαμόγελα από τα παιδιά που καμμιά διάψευση δεν τα έπειθε.
Το καλοκαίρι τελείωνε, είχα μεγαλώσει αρκετά, τέσσερις πόντους στον τοίχο που μας μετρούσαν κάθε μήνα, έδινα συμβουλές στα μικρά και μιλούσα με άνεση στα κορίτσια που εξακολουθούσαν δέκα πόντους ψηλότερα. Το πάρτυ του αποχαιρετισμού πριν ανοίξουν τα σχολεία έγινε σε μισοσκόταδο στην αμμουδιά, είχαν μεριμνήσει τα δεκαπεντάχρονα, δίχως επίβλεψη γονιών.
Ξαφνιάστηκα διπλά όταν αυτός που με ακούμπησε στον ώμο, ενώ χόρευα μπλούζ, ήταν ο πατέρας μου. Δεν θα ήταν στον Όμιλο εκείνο το βράδυ, θα ήταν στο νοσοκομείο με την γιαγιά.
– Φεύγουμε είπε κοφτά.
- Μετά, θα έρθω μετά, προσπάθησα να περισώσω τον ανδρισμό κου.
- Τώρα
Ήταν αυστηρός με ασυνήθιστο τρόπο. Δεν ήταν κόντρα, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να μου πει.
Στο αυτοκίνητο η μαμά έκλαιγε, η αδελφή μου έκλαιγε. Κατάλαβα.
Δεν επρόκειτο να ξανακούσω ανδριώτικες ιστορίες με καπετάνιους και ναυάγια. Ούτε το «Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά» όταν κάθε βράδυ με σταύρωνε η γιαγιά πριν κοιμηθώ. Με μιάς είχα μεγαλώσει πολύ πάνω από τους τέσσερις πόντους του καλοκαιριού. Ήξερα το μυστικό των μεγάλων ότι κανείς δε νικά τα κακά.