του Θωμά Κοροβίνη
Φλεβάρης του 1963. Παρά το ψοφόκρυο, μια ομάδα μαθητών, οχτώ αγόρια και δυο κορίτσια, παίζαμε κρυφτό στην παραλία της Μηχανιώνας. Κρυβόμασταν πίσω από ένα καφενείο, απ’ το εκκλησάκι του Αι Νικόλα, από κάτι χαλάσματα, λουφάζαμε κάτω από αναποδογυρισμένες, παροπλισμένες βάρκες. Κανείς δε μας λογάριασε.
Ακούστηκε ένα εκκωφαντικό «μπαμ» πολύ κοντά στις κρυψώνες μας. Είχαν ανατινάξει την παλιά ξύλινη ψαρόσκαλα. Την πιο αγαπημένη αδυναμία των αθώων μας χρόνων.
Απ’ το κεφαλόσκαλο κάναμε μακροβούτια το καλοκαίρι και ψαρεύαμε όλοχρονίς μουρμούρες, σπάρους, κι άλλα θαλασσινά αγαθά που ήταν τότε σε αφθονία στο Θερμαϊκό, πιο γλυκό αλμυρό κόλπο της χώρας, όπως έλεγαν, γιατί ποτιζόταν από το «ΓΑΛΑ» των τεσσάρων ποταμών που χύνονταν στις ακτές του, Γαλλικό, Αξιό, Λουδία, Αλιάκμονα (εξ ου και το «ΓΑΛΑ»).
Πήραμε πολύ τρόμο και πολύ πόνο. Ήμουνα δέκα χρονών. (Είκοσι χρόνια αργότερα, στην Πόλη, επέπρωτο να νιώσω τα ίδια έντονα αισθήματα, όταν άκουσα το πατατράκ απ’ την ανατίναξη της ιστορικής Γέφυρας του Γαλατά που θυσιάστηκε στο βωμό των μαφιόζικων συμφερόντων).