της Κλεοπάτρας Δίγκα (*)
Διαβάσματα. Δε θέλω πολλά, λίγα θέλω, για τ’ άλλα δεν προλαβαίνω πια κι ούτε ποτέ ήθελα τα πολλά. Μόνο αυτά που μου άρεσαν, που τα χρειαζόμουν, αυτά ήθελα κοντά μου. Που βοηθούν να ζήσεις. Αυτά που δείχνουν πως μπλέκονται όλα τα νήματα μαζί , αξεδιάλυτα και κάνουν το Ένα. Ποτέ δεν αξιώθηκα άλλωστε το μεθοδευμένο διάβασμα. Μόνο τελειώνοντας το σχολείο, στα δεκαοκτώ, εκείνο το πρώτο καλοκαίρι κι ενώ οι φίλοι μου κανόνιζαν εξόδους βράδυνες, παρατώντας τους, με δίψα αληθινή και θαυμασμό ρίχτηκα και διάβασα όλους τους αρχαίους τραγικούς μαζί , τον Αριστοφάνη και τον Όμηρο, με σημειώσεις δίπλα που σήμερα με συγκινούν σαν μια φωτογραφία της νεότητας. Η σχέση μου με την ανάγνωση είναι λοιπόν σχέση ηδονιστική. Όχι δημοσιοϋπαλληλική.
Τα τελευταία χρόνια με το κλείσιμο της πανδημίας έχω επιδοθεί στο ψάξιμο της βιβλιοθήκης μου όπως κι οι περισσότεροι. Μεγάλη χαρά να ξαναπιάνω βιβλία που με σφραγίσανε, που τ’ αγάπησα, που πλαισιώσανε κομμάτια της ζωής μου, κουβεντιάζοντας μαζί τους, υπογραμμίζοντας, σημειώνοντας. Να τα βάλω σε χωριστή μεριά. Έτσι σκόρπια, πολλές φορές όταν κάπως μου έρχονται στο νου, τα ψάχνω κι ο χρόνος να τα βρω πελαγώνει την επιθυμία.
Ανακαλύπτω και κάποια, αδιάβαστα. Τα ξεχωρίζω να προηγηθούν και χαίρομαι σαν να τα πήρα τώρα. Κάτι άλλα μικρά, λεπτά, που στη ράχη δεν έχουν τίτλο και δεν φαίνονται τί είναι, τα ανασύρω και με έκπληξη ανακαλύπτω μικρούς θησαυρούς γεμάτους υπογραμμίσεις και σχολιάκια δίπλα με μολύβι. Μοιάζει αυτό όλο όπως το κοίταγμα σε παλιές φωτογραφίες. Ψάχνεις μέσα απ’ αυτά την κατάσταση του νου σου εκείνη την εποχή.
Τα βιβλία που μου αρέσουν δεν είναι αυτά που έχουν αναγκαστικά μιαν υπόθεση, μια ιστορία με χαρακτήρες, χωρίς να το αποκλείω. Είναι αυτά όπου ο άνθρωπος που γράφει, εκμυστηρεύεται παρατηρήσεις του που μάζεψε με το χρόνο, κάποιες αισθήσεις της πραγματικότητας που του αποκαλύφθηκαν κοιτάζοντας και ζώντας. Κάποια κρυσταλλώματα σκέψης, αυτά που σου δίνουν τον αέρα εκείνης της εξομολογητικής συνομωσίας που πρέπει να έχει η επαφή δυο ανθρώπων- γιατί τί άλλο είναι ένα βιβλίο για μένα. Αυτό αφορά στο περιεχόμενο και όχι στη μορφή της απόδοσής του, που είναι το άλλο μισό του στοιχήματος -για να λειτουργήσει μέσα μου το πρώτο.
Μερικοί τα θεωρούν αυτά βαρετά. Θέλουν την υπόθεση και ανατρέχουν πολλές φορές, διαβάζοντας το τέλος όπως δεν κάνεις ποτέ στα αστυνομικά. Κάθε είδος έχει το κοινό του. Αυτά τα βιβλία δεν με αφορούν, κι ούτε μου αφήνουν κάτι. Βέβαια δεν συζητώ το Μεγάλο Μυθιστόρημα-Ρώσικο, Γαλλικό, που έχει τα πάντα μέσα, ούτε και τα άλλα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας.
Τελικά έχω καταλάβει πως υπάρχουν οι καλλιτέχνες συγγραφείς και οι συγγραφείς. Κανένας αφορισμός όμως για ότι δικαιώνεται από μόνο του.
Ξαναδιαβάζω συνεχώς τον Προυστ και περιπλανιέμαι μαζί του στην εξοχή του Κομπραί απ’ την μεριά της Μεζεγκλίζ μετά την καλοκαιρινή καταιγίδα . Περπατά δίπλα μου έφηβος, με την ριγέ αδιάβροχη κάπα του, που εκνεύριζε την Φρανσουάζ την καμαριέρα της θείας του Λεονί, γιατί δεν την εύρισκε αρκετά πρέπουσα ως πένθιμη μιας κι η κυρά της είχε φύγει πριν λίγες μέρες. Κρατούσε την κλειστή του ομπρέλα και με την μύτη της άγγιζε φυτά που του έκαναν εντύπωση. Μήπως κι εγώ δεν κάνω το ίδιο;
….« Ο ήλιος είχε μόλις ξαναβγεί και τα χρυσαφένια του στολίδια γυάλιζαν σαν ολοκαίνουργια στον ουρανό, πάνω στα δέντρα, πάνω στον τοίχο του καλυβιού, πάνω στην κεραμιδένια στέγη του, υγρή ακόμα, που στην κορυφή της περπατούσε μια κότα. Καθώς φυσούσε ο αγέρας, παράσερνε οριζόντια τα’ αγριόχορτα που ‘χαν φυτρώσει στην πλευρά του τοίχου, και τα πουπουλένια φτερά της κότας, κι αφήνονταν να ξετυλιχτούν όπως ήθελε η πνοή του ανέμου, σ΄ όλο τους το μήκος τόσο τ΄ αγριόχορτα όσο και τα φτερά, με την εγκατάλειψη που χαρακτηρίζει τ΄ αδρανή κι ελαφρά πράγματα. Η κεραμιδένια στέγη προξενούσε μέσα στο βάλτο, που ο ήλιος τον έκανε πάλι να καθρεφτίζει, μια ρόδινη όμοια με μάρμαρο επιφάνεια που δεν την είχα ποτέ ως τότε προσέξει. Και βλέποντας πάνω στο νερό και στη όψη του τοίχου ένα αχνό χαμόγελο ν’ απαντά στο χαμόγελο του ουρανού, ξέσπασα μ΄ όλο μου τον ενθουσιασμό σηκώνοντας την κλειστή μου ομπρέλα: «Πω πω πω πω! ». Την ίδια όμως στιγμή πως χρέος μου θα ήταν να μη περιοριστώ σ΄ αυτές τις θαμπές λέξεις και να εξετάσω με πιο καθαρό μάτι την έκστασή μου»…
Αυτή τη βόλτα που μόλις κάναμε μαζί, αυτά που είδαμε- γιατί δεν τα είδε μόνο εκείνος, κι εγώ τα είδα, τα δικά μου μάτια τα είδαν- εκείνος τα κατέγραψε μόνο- ήμουν εκεί, αυτά θα με συγκινούσαν, πώς να πω ότι ήταν μόνο μια δική του βόλτα; Αυτός ο άνθρωπος που τώρα δα ήταν δίπλα μου πού πήγε; Έχει πεθάνει. Πόση θλίψη γεννά αυτή η σκέψη! Πως γίνεται να μην υπάρχει φυσικά, σωματικά; Ναι, όμως είναι εδώ. Αυτή είναι η μαγική δύναμη του έργου της τέχνης. Να μας ενώνει με το δημιουργό του, να κάνουμε δικές μας τις σκέψεις και το βλέμμα του να νικάει το χρόνο και τον θάνατο.
Οι μεγάλοι συγγραφείς έχουν το χάρισμα να σε κάνουν ν’ αντιστοιχείς την εμπειρία σου, το βίωμα σου, με αυτό που γράφουν. Να λες, κι εγώ το έχω ζήσει αυτό, ή, κι εγώ το έχω σκεφτεί.
(*) Η Κλεοπάτρα Διγκα είναι εικαστικός)