10 χρόνια “Α”: Γραφικός χαρακτήρας (του Γιώργου Συμπάρδη)

0
358

 

του Γιώργου Συμπάρδη

Στην ηλικία των δέκα ετών, το 1955, θαύμαζα την τριανταοκτάχρονη μητέρα μου και φοβόμουνα τον σαράντα ενός ετών πατέρα μου. Εκείνη –για εκείνην θα μιλήσω- ήταν όμορφη και γλυκιά, ενδιαφερόταν για το καλό ντύσιμο και την εμφάνισή της, για τις ραδιοφωνικές εκπομπές και το θέατρο τη Τετάρτης, για τα μυθιστορήματα που δημοσιεύονταν σε συνέχειες στις εφημερίδες και τα γυναικεία περιοδικά ποικίλης ύλης, τον Θησαυρό και το Ρομάντζο.

Στην Ελευσίνα, όπου και η κατοικία της οικογένειας, «ραβόταν» στην ίδια πάντα μοδίστρα, αλλά τα πιο «καλά» ενδύματα, κάτι ανθισμένα καλοκαιρινά φορέματα, κοντά για την εποχή και τον συντηρητικό περίγυρο, που της έφταναν στο μέσο της γάμπας, και κάποια ακόμα πιο ακριβά ρούχα, τα παλτά στα οποία είχε μιαν αδυναμία, τα αγόραζε στην Αθήνα. Το  ίδιο και τα παπούτσια της, το ίδιο και τα δικά μου, από τον Μουριάδη και τον Μούγερ αντίστοιχα. Μαζί της, κάνοντας αυτές τις αγορές πρωτοείδα, αλλά σε  μικρότερη ηλικία, και την Αθήνα. Η μετάβαση με το λεωφορείο που τερμάτιζε στην πλατεία Κουμουνδούρου, και η περιδιάβαση στους δρόμους με τα εμπορικά καταστήματα, πιασμένος, για να μη χαθώ, σφικτά από το χέρι της

Η μεγάλη πόλη ήταν εντυπωσιακή, αλλά η βόλτα στις βιτρίνες μόνον στην αρχή είχε, αν είχε, κάποιο ενδιαφέρον, κι όταν παρατεινόταν καθόλου δεν με ενθουσίαζε. Μετά από λίγη ώρα ο ποδαρόδρομος στην οδό Πατησίων, στην Πανεπιστημίου και στις άλλες κεντρικές οδούς, όπου εκείνη εκινείτο με ταχύτητα και ευχέρεια, γινόταν κουραστικός και η αναμονή μπροστά στα εκθέματα των πάγκων ή έξω από τα δοκιμαστήρια των καταστημάτων, βαρετή. Για την υπομονή μου, με αποζημίωνε, επιστρέφοντας, στον Κρίνο της οδού Αιόλου με μια γλυκιά μπουγάτσα ή με μια μερίδα λουκουμάδες.

Το κέρασμα μία μόνο φορά το παρέλειψε. Βρισκόμαστε, ίσως, απ’ όσο μπορώ σήμερα να υποθέσω, κάπου ψηλά στο Εμπορικό Τρίγωνο κι ενώ είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, ψιχάλιζε -σε λίγο έβρεχε κανονικά- κι έκανε κρύο. Με τα ψώνια είχαμε τελειώσει κι επιστρέφαμε αλλά η ώρα περνούσε κι εμείς εξακολουθούσαμε να καθυστερούμε και να στριφογυρίζουμε στην περιοχή, περνώντας και ξαναπερνώντας, με τις σακούλες στα χέρια, από τα ίδια σημεία και τις ίδιες οδούς, χαμένοι σ’ έναν λαβύρινθο από τον οποίο η μητέρα μου αδυνατούσε να βγει. Κατάλαβα ότι είχε χάσει τον προσανατολισμό όταν στάθηκε σε μια προστατευμένη εσοχή κι έβαλε τα κλάματα. «Χάθηκα», είπε.

Κάτι ψέλλισα, να ρωτήσουμε κάποιον πρότεινα, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Μ’ έπιασε από το χέρι, ξαναβγήκε στο δρόμο και συνέχισε, κάτω από τη βροχή, την αναζήτηση. Δεν τολμούσα να σηκώσω τα μάτια, να τη δω στο πρόσωπο, κάτω κοιτούσα. Κατάλαβα ότι τα είχε καταφέρει, χωρίς τη βοήθεια κανενός, όταν φτάσαμε και προσπεράσαμε το ζαχαροπλαστείο με τους λουκουμάδες. Κι όταν, νύχτα, μπήκαμε στο λεωφορείο και μου ζήτησε να μην πω τίποτα σε κανέναν για το πάθημα, της το υποσχέθηκα.

Ήξερε, άλλωστε, πως το περιστατικό θα έμενε, όπως και τόσα άλλα, μεταξύ μας, πως ποτέ δεν θα την εξέθετα, κι ήταν ανέκαθεν έτοιμη να μου το ανταποδώσει. Στην Τετάρτη του Δημοτικού σχολείου που πήγαινα τότε, είχε πάψει να με βοηθάει με τα μαθήματα, αλλά στις τρεις προηγούμενες τάξεις συμμετείχε ενεργά στις πράξεις της αριθμητικής και κυρίως, όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, στην Αντιγραφή. Η κυρία Αντωνία, η δασκάλα μας στα πέντε από τα έξι χρόνια του Δημοτικού, ήταν γειτόνισσα και φίλη της αλλά ποτέ δεν κατάλαβε ότι τα περιποιημένα και πολύ όμορφα γράμματα στο τετράδιο της Αντιγραφής ήταν τα δικά της. Για εκείνην εκτός από πράξη μητρικής αρωγής πιθανόν να ήταν και μία τρόπον τινα  επιστροφή στα θρανία, που όμως σε εμένα πρόσφερε σπουδαία υπηρεσία. Ήμουν και εξακολουθώ να είμαι εξαιρετικά κακογράφος και χρειάζεται να ξοδέψω χρόνο και να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να στρογγυλέψω σε βαθμό που να διαβάζονται τα ορνιθοσκαλίσματά μου.

Δεν της έμοιασα σ’ αυτό κι αργότερα, σε ώριμη πια ηλικία, ανασκαλεύοντας παλιές επιστολές και διάφορα άλλα χαρτιά του πατέρα μου, μου δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσω ότι ο ακατάληπτος γραφικός χαρακτήρας μου, με τα λειψά φωνήεντα και τις βίαιες απολήξεις στα σύμφωνα, είναι ολόιδιος με τον δικό του.-

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΝικόλας Σάπο: Ο Επίμονος Κηπουρός των Μπονσάι (συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Σαμοθράκη)
Επόμενο άρθροΟ Κάλβος μετά τον Κάλβο (του Βασίλη Μακρυδήμα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ