10 χρόνια “Α”: Ένα παρθένο δάσος τσακισμένων φύλλων (του Δημήτρη Αρβανιτάκη)

0
503

 

του Δημήτρη Αρβανιτάκη (*)

Ένα βράδυ. Τράβηξα από τη βιβλιοθήκη μου το Έγκλημα και τιμωρία. Χωρίς λόγο. Ήταν η μετάφραση του Σωτήρη Πατατζή στην τρίτομη έκδοση του Πάπυρου, «Κλασικά Παπύρου», του 1971. Την είχα αγοράσει, φοιτητής, από τα ωραία εκείνα υπαίθρια παλαιοβιβλιοπωλεία της οδού Μασσαλίας και θυμάμαι ότι την είχα διαβάσει χωρίς σταματημό: είχα αποφασίσει να τελειώσω το βιβλίο χωρίς να βγω από το σπίτι –όταν είσαι φοιτητής, κάτι τέτοια τα κάνεις – ή ίσως και να αποφάσισα να μη βγω από το σπίτι προτού το τελειώσω, αφού άρχισα να το διαβάζω. Αλλά, τι σημασία έχει αυτό, άραγε;

Πρώτα συνειδητοποίησα ότι θυμόμουν λάθος σπίτι: το σπίτι που για χρόνια είχα συνδέσει με την ανάγνωσή του, το σπίτι που έφερνα στο μυαλό μου κάθε φορά που ο νους μου πήγαινε σε αυτό το βιβλίο ήταν άλλο, πολύ μεταγενέστερο. Αλλά, τι σημασία έχει αυτό, άραγε;

Και ύστερα άρχισα να ανοίγω το βιβλίο στην τύχη – όχι ακριβώς στην τύχη: εκεί που έβρισκα τσακισμένα φύλλα. Ξαναδιάβασα σημεία, παραγράφους, σελίδες, ψάχνοντας να βρω τον λόγο, το γιατί, το τι ήθελα να κρατήσω στη μνήμη μου την ώρα που τσάκιζα εκείνα τα φύλλα. Κάποιες φορές μπόρεσα, νόμισα ότι μπόρεσα, να μαντέψω, να υποθέσω, να φανταστώ τη διαδρομή που με είχε φέρει από την ανάγνωση της σελίδας στην απόφαση να τσακίσω το φύλλο. Άλλες φορές, μάλλον τις περισσότερες, όχι. Αλλά, και στη μία και στην άλλη περίπτωση, αυτό που μπόρεσε να αναδυθεί από τον αχανή –μπορεί και ανύπαρκτο– χρόνο του παρελθόντος ήταν μονάχα η γνωστική εικόνα, ήταν μονάχα ο λόγος του νοήματος, όχι η δυναμική της διαδικασίας που είχε πυροδοτήσει την επιθυμία να καρφιτσωθεί η στιγμή στο φευγαλέο ρεύμα του χρόνου, που είχε γεννήσει το τσάκισμα του φύλλου, δηλαδή: αλλιώς, το αίτημα της μνήμης. Αυτό που είχε χαθεί διά παντός ήταν η δυναμική της στιγμής της ανάγνωσης· της ανάγνωσης, που μέσα και χάρη στις συντεταγμένες του δικού της χρόνου είχε δημιουργήσει έναν δικό της τόπο, έναν καινούργιο κόσμο, λίγο πιο έξω, λίγο πιο πέρα από εκείνον της «πραγματικής πραγματικότητας»· της ανάγνωσης, που είχε κατορθώσει να διατρήσει έναν ως-εκείνη-τη-στιγμή διαμορφωμένο κόσμο, που είχε κατορθώσει να αλλάξει τη ροή του χρονο-τόπου που ως-εκείνη-τη-στιγμή ήταν ο εαυτός και είχε σμιλέψει μιαν άλλη εικόνα του κόσμου, έναν άλλον εαυτό. Γιατί είναι πάντα η δυναμική της ανάγνωσης, σαν εκείνο το αίτημα που γέννησε την κατανυκτική προσταγή του Ρίλκε, εκεί στην άκρη των στίχων του «Αρχαϊκού κορμού Απόλλωνος»: «και τώρα η ζωή σου πρέπει ν’ αλλάξει».

Όχι, αυτούς τους δρόμους δεν τους ξαναβρήκα, αυτή τη δυναμική δεν μπόρεσα να την ξαναβρώ. Βουβές φωτογραφίες ο χρόνος πίσω μας. Αλλά, τι σημασία έχει αυτό, άραγε;

Ένα παρθένο δάσος τσακισμένων φύλλων το μυαλό μας: ο εαυτός μας, δηλαδή κι ο χρόνος του.

 

(*) Ιστορικός, επιστημονικός συνεργάτης και υπεύθυνος του Τμήματος Εκδόσεων του Μουσείου Μπενάκη

Προηγούμενο άρθροΗ αξεπέραστη γοητεία του κλασικού: Η Χώρα των Τεράτων του Maurice Sendak ( της Αγγελικής  Γιαννικοπούλου)
Επόμενο άρθροΧαμένοι παράδεισοι και χαμένες πατρίδες (θεατρική κριτική της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ