10 χρόνια “Α”: Δυσλεξία «ακατάληπτος» (του Γιάννη Πάσχου)

0
2879

 

του Γιάννη Πάσχου

 

Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος, η μάνα  δασκάλα, η θείος μου δάσκαλος, η θεία δασκάλα, ο άλλος θείος δάσκαλος, ο παππούς από τη μάνα δάσκαλος, οι φίλοι τους δάσκαλοι, όλοι στον κόσμο ήταν δάσκαλοι κι όλοι έδιναν συμβουλές, παροτρύνσεις κι ευχές. Η πιο  συνήθης ήταν «άντε, να γίνεις σαν τον θείο Αγαθοκλή». Ο Αγαθοκλής ήταν ξενιτεμένος στον Καναδά. Ήταν πρύτανης σε ένα πανεπιστήμιο του Τορόντο και θεωρούνταν παράδειγμα προς μίμηση στην ευρύτερη οικογένεια, μέχρι που έγινε γνωστό ότι συζούσε με έναν κορεάτη, πρώην παίχτη του τένις και τότε αποκαθηλώθηκε αυτομάτως. Η θεία μου, βαθιά θρησκευόμενη, εξαφάνισε τις φωτογραφίες του από όλα τα οικογενειακά άλμπουμ, αλλά  εγώ, αγνοώντας τη στενοχώρια και την απογοήτευση των μεγάλων για την  αποκαθήλωση του οικογενειακού ινδάλματος, τους ρωτούσα ασταμάτητα όλους πότε θα έρθει ο θείος Αγαθοκλής για να δω σε ποιον ήθελαν να μοιάσω, κάνοντάς τους τα νεύρα τσατάλια.

Παντού στο σπίτι υπήρχαν βιβλία, παντού όλοι έλεγαν δασκαλίστικα πράγματα, πάντα όλοι κάτι έγραφαν, πάντα όλοι κάτι διάβαζαν. Όλοι εκτός από μένα. Όταν επιχειρούσα να συλλαβίσω μια λέξη, τα γράμματα σαν να χτυπούσαν με ορμή το ένα πάνω στο άλλο και να  διακτινίζονταν, να εξαφανίζονταν, δυο γράμματα μαζί ήταν ένα μικρό πρόβλημα για να τα συλλαβίσω, τρία μαζί μεγάλο πρόβλημα, πόλεμος, τέσσερα μαζί μαρτύριο. Εκείνη την εποχή η έννοια της δυσλεξίας ήταν άγνωστη. Αν και πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, είχα «τσιμπήσει», θυμάμαι, από σχετικά νωρίς το ερώτημα που αδιόρατα, μα μάλλον βασανιστικά πλανιόταν μέσα στο σπίτι, που ήταν «τι μέλλει γενέσθαι με αυτό το παιδί» και θυμάμαι καθαρά, την συχνότατα εκπεφρασμένη και άνευ αμφισβητήσεως γνώμη του πατέρα προς τη μητέρα μου: «Εσύ θα τον καταστρέψεις», πράγμα που στη συνέχεια έγινε «εσύ τον κατέστρεψες». Με τα χίλια ζόρια τέλειωσα την τρίτη δημοτικού.

Η τετάρτη δημοτικού ήταν η πρώτη πραγματικά μαρτυρική μου χρονιά. Σε όλα τα δευτερεύοντα, όπως τα λέγαμε, μαθήματα κάτι ψιλοκατάφερνα. Θρησκευτικά, γεωγραφία, ιστορία, ανθρωπολογία, οικιακή οικονομία.  Στα πρωτεύοντα, μαθηματικά, νέα ελληνικά κι έκθεση αυτό που περνούσα ήταν κάτι το τραγικό κι όσο με ζόριζε ο πατέρας, τόσο τα έχανα. Αργούσα χαρακτηριστικά να απαντήσω ή απαντούσα άλλα  αντ΄ άλλων, όλα δυστυχώς εξελισσόταν άσχημα. Το ξύλο, η πιο διαδομένη παιδαγωγική μέθοδος εκείνη την εποχή, έπεφτε βροχή. Είχα πάθει τέτοια ανοσία, όπως και όλοι οι μαθητές και οι μαθήτριες, που δεν με ένοιαζε όσο ξύλο κι αν έτρωγα. Ξύλο στο σπίτι,  ξύλο οι θείοι, ξύλο στο σχολείο, ξύλο με τους φίλους μου στο παιχνίδι, ξύλο τις αργίες, ξύλο τις καθημερινές, ξύλο παντού,  πάλι καλά που δεν μας έμεινε κανένα μεγάλο κουσούρι, γιατί τη ζημιά την πάθαμε, άλλος μεγαλύτερη άλλος μικρότερη, ανεξάρτητα αν δεν το ομολογούμε…

Η επιθυμία του πατέρα μου να μάθω γράμματα  ήταν τόσο δυνατή και η απογοήτευσή του τόσο μεγάλη, που  θύμωνε μαζί μου με το παραμικρό κι εγώ, βέβαια, συνεχώς και ακαταπαύστως, συνεπής στην αντιδραστική τακτική μου, του έδινα όσες αφορμές χρειαζόταν και ακόμη περισσότερες, να έχει και να διαλέγει.  Κάποια στιγμή, δεν ξέρω πως το σκέφτηκε, μην ξέροντας πιθανόν τι να με κάνει, με έβαλε τιμωρία να πηγαίνω κάθε πρωί Κυριακή,  βρέξει-χιονίσει στην εκκλησία να βοηθάω τον παπά, αν και ο ίδιος δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις με τις θρησκείες και τα σχετικά. Η εκκλησία ήταν ακριβώς δίπλα από το σπίτι. Εκκλησία, σχολειό, νεκροταφείο όλα μαζί, όπως ήταν τότε σε όλα τα  σχεδόν τα χωριά.

Αυτή την τιμωρία πολύ την ευχαριστήθηκα. Πήγαινα, λοιπόν, αξημέρωτα στην εκκλησία, πρώτος απ΄ όλους και, πριν ακόμη εμφανιστεί κανείς, άναβα όλα τα καντήλια και τα κεριά στα μανουάλια -τότε δεν υπήρχε ακόμη ηλεκτρικό ρεύμα στην περιοχή- ανέβαινα στο στασίδι που καθόταν ο δεξιός ψάλτης και υποτίθεται ότι εκεί θα έπρεπε να διαβάζω για τιμωρία στο φως του κεριού,  το βιβλίο που είχε αφήσει ο παπάς στο αναλόγιο. Αργότερα ανακάλυψα ότι αυτό ήταν ο Όρθρος. Μια σειρά χαζοδιάβαζα, πότε συλλαβίζοντας, πότε ψιλοκανονικά, μετά σταματούσα, αφαιρούμουν και χάζευα τις εικόνες τριγύρω και τα κεριά και προσευχόμουν να γράφω και να διαβάζω σαν τ΄ άλλα παιδιά.  Ένιωθα ασφαλής από τα φαντάσματα  μέσα στην εκκλησία, οι σκοτεινές γωνιές δεν με φόβιζαν και  χαιρόμουν τις σκιές που περνούσαν μέσα από τα παράθυρα κι έλαμπαν τα φτερά τους, οι άγγελοι, μουρμούριζα, οι άγγελοι που μου έλεγε η γιαγιά μου, αυτοί είναι,  είναι αόρατοι αλλά είναι δίπλα μου, τα φαντάσματα είναι έξω και κρύβονται, τα κεριά είναι τα δάχτυλα των αγίων που καίγονται για να φωτίζουν τον χώρο, οι απόκοσμοι ήχοι που άκουγα, καθώς ζεσταίνονταν το τέμπλο από τα μανουάλια, ήταν από τα τάματα που ζωντάνευαν κρεμασμένα πάνω στις εικόνες του: Πόδια, χέρια, κεφάλια, καράβια,  απελευθερώνονταν και πετούσαν σαν πουλιά από την μια άκρη της εκκλησίας στην άλλη,  όλο τέτοια σκεφτόμουν.  Μέσα στο παχύ σκοτάδι,  πολλές φορές έμπαινα  μέσα στο ιερό, έκανα τον σταυρό μου και ψαχούλευα άφοβα όλα όσα ήταν πάνω στην αγία Τράπεζα, αν και απαγορευόταν.

Όταν ερχόταν ο παπάς με καλημέριζε, έφτιαχνε καφέ μέσα στο ιερό και με το φλυτζάνι στο χέρι καθόταν  απέναντί μου  κι άναβε τσιγάρο. Ο καπνός ανέβαινε προς τον τρούλο και οι άγγελοι με τα φτερά τους τον απομάκραιναν,  κι εγώ  συγκεντρωνόμουν στο διάβασμα και προσπαθούσα να συλλαβίσω σωστά  τις λέξεις που δεν καταλάβαινα. Για έναν περίεργο λόγο μου άρεσαν αυτές οι άγνωστες λέξεις και η μουσικότητα που ανάβλυζαν, όταν τις έλεγα τραγουδιστά τις έλεγα πιο εύκολα και, δόξα τω θεώ, από τραγούδι άλλο τίποτε. Στεκόμουν όρθιος για να φτάνω το αναλόγιο και πολλές φορές κουραζόμουν ώσπου να έρθει ο παπάς, αλλά ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκα.  Όταν, λίγο αργότερα, έφτανε  αγουροξυπνημένος και ο ψάλτης, εγώ μετακινούμουν στο ιερό, ντυνόμουν παπαδάκι και βοηθούσα σε όλα. Είχα μάθει όλη τη θεία λειτουργία απέξω, τροπάρια, ευαγγέλια και τι έπρεπε να κάνω κάθε φορά σαν βοηθός του παπά. Στις γιορτές, τα βαφτίσια και τις κηδείες ήμουν  πρώτος, το πρώτο εξαπτέρυγο, το δικαιούμουν και το έπαιρνα, παρά τον ανταγωνισμό. Από τους πεθαμένους ήξερα ποιος θα γίνει φάντασμα και ποιον ζωντανό θα ακολουθεί. Τα έλεγα αυτά στους συμμαθητές μου και μερικοί από αυτούς φοβόνταν τόσο πολύ που δεν  ήθελαν να έρθουν στην εκκλησία κι έτρωγαν παραπάνω ξύλο, πέρα από το σύνηθες…

Αυτή  η κυριακάτικη τιμωρία με βοήθησε να καταλάβω πόσο εύκολα μπορούσα να κάνω εικόνα  τα πάντα και να τα θυμάμαι. Αν έκλεινα τα μάτια και αντιστοιχούσα τους ψαλμούς με τις κινήσεις και τις πράξεις του  παπά, θυμόμουν   όλη την κυριακάτικη θεία λειτουργία, τις ιερές ακολουθίες της Μεγάλης εβδομάδας, του Δεκαπενταύγουστου, τον Όρθρο των Χριστουγέννων, όλα τα ήξερα, τα πάντα. Κι εκτός αυτού, αγάπησα λέξεις και φράσεις που δεν ήξερα τι σημαίνουν, αλλά μου άρεσε να τις λέω, ακόμη  και σε άσχετες στιγμές: όταν τρώγαμε όλοι μαζί τα μεσημέρια, ψιθύριζα ψάλλοντας «ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν», όταν συναντούσα την γιαγιά μου της επαναλάμβανα συνήθως «ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου»,  στους συμμαθητές μου όταν τσακωνόμασταν ανάμεσα από τις γνωστές βρισιές έλεγα  «εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν» ή  «εὐφορίας τῶν καρπῶν»,   αυτές τις φράσεις τις διάβαζα και τις έλεγα με μεγάλη ευκολία, εναλλακτικά χρησιμοποιούσα το «Κύριε ελέησον», την «ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον», το «δόξα ἀκατάληπτος» και άλλα  ακατάληπτα.

Στα βασανιστικά γυμνασιακά χρόνια που ακολούθησαν μόνο στα θρησκευτικά δεν είχα κενά και πάντα είχα βαθμούς πάνω από τη βάση. Οι συμμαθητές μου με φώναζαν « πάτερ Ιωάννη», « Αρχιμανδρίτη  Ιωάννη», «Παπαπάσχο» και τα λοιπά.  Η αλήθεια είναι πως μου πέρασε από το μυαλό  να πάω σε καμιά Ιερατική Σχολή να γίνω παπάς, όπως ο άντρας της ξαδέρφης μου και ο Μίλτος ο σιδεράς, που έκλεισε το σιδεράδικο κι έγινε παπάς μέσα σε ένα καλοκαίρι για να εξασφαλίσει τα τέσσερα παιδιά του.   Προβληματίστηκα,  όμως, που θα φορούσα ράσα κι αυτό δεν θα άρεσε στη Στέλλα  που μόλις είχα γνωρίσει. Ήμουν ερωτευμένος και σκεφτόμουν να την παντρευτώ…

 

ΥΓ. Η δυσλεξία μου «διαγνώσθηκε» όταν ήμουν ήδη στα  σαράντα πέντε (!). Ως  τότε δεν το γνώριζα.

ΥΓ2  Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Γ.Πάσχου “Το χρονικό ενός δυσλεξικού”

Προηγούμενο άρθροΠαγκόσμιο αστυνομικό – 18 προτάσεις από την Ιταλία (του Μάρκου Κρητικού)
Επόμενο άρθροΠαιδικές αναγνώσεις, γλώσσα και αεροναυπηγική  (της Μαρίζας Ντεκάστρο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ