10 χρόνια “Α” : bambi boy (του Κυριάκου Χαρίτου)

0
218

 

του Κυριάκου Χαρίτου

αν είμαι τώρα δέκα χρόνων είναι τότε 1987. κι αν είναι τώρα 1987 τότε είμαι στην αυστραλία. εκεί μας πήγε ο πατέρας μου μετανάστες το 1985 για να έχουμε λέει άλογα και ελικόπτερα αλλά τελικά τίποτα από αυτά δεν είχαμε γιατί η μητέρα μου δούλευε σ’ ένα νοσοκομείο και ο πατέρας μου είχε πιτσαρία και τα μόνα άλογα που πλησιάσαμε ποτέ ήταν εκείνα πάνω στα οποία πόνταρε ο πατέρας μου τις εισπράξεις του σάββατου αλλά δυστυχώς έχανε. ο εθισμός του με τον ιππόδρομο ήταν και η τέλεια αφορμή για να φύγουμε σε τρία χρόνια τελικά από την αυστραλία κάτι που έσωσε την μητέρα από την κατάθλιψη και τον μαρασμό γιατί κάτι χειρότερο δεν θα ήθελα να σκεφτώ τώρα εδώ ενώπιόν σας. όμως αυτή εδώ δεν είναι μια συγκινητική ιστορία αυτολύπησης παρά μια παραγγελία στον σερβιτόρο της μνήμης. αν λοιπόν είναι 1987 και γω παραγγέλνω κάτι ο σερβιτόρος που φέρνει το ακόλουθο θραύσμα. είναι σάββατο απόγευμα και έχω πάει με τη μητέρα μου στην  απογευματινή προβολή της ταινίας bambi του ντίσνεϊ που τότε παιζόταν στο εμπορικό κέντρο waverley gardens που ήταν άλλωστε και η εδέμ των παιδικών μας χρόνων και ο στάνταρ προορισμός κάθε σαββατοκύριακου. η ταινία κατά τη διάρκεια της οποίας σίγουρα είχα κλάψει όταν πέθανε η μαμά του bambi γιατί κάθε θάνατος μαμάς ήταν τότε -και για πολλά χρόνια ακόμα- θάνατος της δικής μου τελείωσε προφανώς αισιόδοξα και εμείς εξήλθαμε του σκοταδιού για να επιστρέψουμε στη μικρή προαστιακή ζωή μιας σχεδόν λειτουργικής ελληνικής οικογένειας μεταναστών στη δεκαετία του ογδόντα. ο θεός όμως των τραυμάτων και των προεφηβικών σημαδεύσεων είχε άλλα σχέδια καθώς βγαίνοντας από την αίθουσα πέσαμε πάνω σε μια ομάδα συμμαθητών μου που περίμεναν απ’ έξω να δούνε τον κροκοδειλάκια νούμερο 2(;) που παιζόταν μετά. τα αγόρια αυτά ήταν σκληρά αγόρια και ήταν κατά πως φαίνεται ασυνόδευτα. με το που με είδαν με τη μητέρα μου χέρι-χέρι να φέγγουμε προφανώς από όλο εκείνο το ντισνεϊκό  feel good φως ξέσπασαν σε ατιμωτικά γέλια τόσο συντονισμένα σαν να το είχαν προβάρει. ο παγωμένος κουβάς της κοροϊδίας του έπεσε πάνω μας και μας μούσκεψε και τους δύο.  Θυμάμαι πως ένιωσα εκείνο το ανάμεικτο κάψιμο φόβου και ντροπής στο στομάχι μα πιο πολύ στεναχωρήθηκα γιατί η μητέρα υπήρξε μάρτυρας αυτής της κατάφωρης απόρριψής μου από το κοινωνικό σύνολο που μου αναλογούσε. σαν να μην έφταναν τα γέλια άρχισαν όλα μαζί να φωνάζουν «bambi boy, bambi boy, bambi boy, bambi boy» ένα προσωνύμιο που με ακολούθησε τουλάχιστον για το υπόλοιπο σχολικό έτος και προφανώς κάπου και για πάντα. από τότε περάσανε τριανταπέντε χρόνια. στην αυστραλία δεν ξέρουμε αν πήγαμε τελικά ή αν το ονειρεύτηκαμε. πάντως όπως και να ‘χει εγώ στο τέλος τα κατάφερα.

έγινα το αγόρι ελάφι που προφήτευσαν.

 

Προηγούμενο άρθροΣυζήτηση: Τρύπες στο μπετόν. Η ελληνική λογοτεχνία στη Γερμανία (του Τομπίας Λέμκουλ)
Επόμενο άρθροΣυζήτηση: Ένα θέμα με πολλές παρενθέσεις (του Δημήτρη Αγγελή)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ