της Μαρίζας Ντεκάστρο
Όταν ήμουνα 10 χρονών, τα βιβλία μου, βαλμένα στη σειρά, δεν έπιαναν ούτε πενήντα πόντους. Η Διάπλασις των Παίδων, ο Μικρός Ήρως και τα Κλασικά Εικονογραφημένα δεν πιάνονταν για βιβλία.
Ούτε ήξερα τι είναι το έπιπλο βιβλιοθήκη. Σε δυο ράφια μιας βιτρίνας με μπιμπελό ξεσκονίζονταν καθημερινά η δεκάτομη Εγκυκλοπαίδεια της Γυναίκας αγορασμένη από έναν πλασιέ, γνωστό αριστερό όπως έμαθα αργότερα, παλιά βιβλία του παππού – δυο Pouqueville, μια Sacra Biblia, δύο τεραστίων διαστάσεων πεντάγλωσσα λεξικά ξαπλωμένα πλάι σ’ ένα μικρούλι με γιατροσόφια, που ατυχώς πετάχτηκε στα σκουπίδια από την κοπέλα του σπιτιού. Συνολικά καμιά δεκαριά βιβλία.
Εννοείται πως στο σχολείο δεν υπήρχε τίποτα. Όποτε γινόταν λόγος στο μάθημα για τους Δασκάλους του Γένους, έπαιρνα από τη βιτρίνα τη χειρόγραφη Γεωγραφία του Αθανασίου Ψαλλίδα, «διακοσμημένη» με τις ζωγραφικές του άταχτου μπαμπά μου, και την περιέφερα καμαρωτή στην τάξη. Το εμπορικό μου δαιμόνιο οδήγησε τον Ψαλλίδα στην Ακαδημία Αθηνών. Τον πλήρωσαν 11000 δρχ. για μια θέση στο βιβλιοστάσιο του Ιδρύματος. Ευτυχήσαμε και αυτός και εγώ.
Κάτι από δω κάτι από κει, άρχισαν να μαζεύονται οι Βερν, η Άλκοττ, ο Κρόνιν, η Περλ Μπακ. Η Χάιντι και η Πολυάννα αποκτήθηκαν πρόσφατα, προσφορά κυριακάτικης εφημερίδας.
Στο γυμνάσιο, ο Ματθαίος Μουντές αδιαφορούσε για την ύλη των θρησκευτικών και αποφάσισε ότι άξιζε περισσότερο η λογοτεχνία. Έτσι έμαθα τη Γενιά του ’30, από τη μικρή σειρά της Εστίας. Στα Κείμενα του γοητευτικού Φίλιππου Βλάχου και στο δώμα της οδού Μαυρομιχάλη βρήκα Σκαρίμπα, Κακναβάτο, Θεοτόκη, Μπρεχτ, Μάρκαρη, όσους έβγαζε.
Τελικά, μού μπήκε το σκουλήκι της ανάγνωσης.
Αποφάσισα λοιπόν ότι οι καινούριες επιμορφωτικές αναζητήσεις μου όφειλαν να στεγαστούν. Πατέρας και κόρη πήγαμε σ’ ένα συνοικιακό επιπλάδικο για να παραγγείλουμε δύο βιβλιοθήκες από καπλαμά, μαύρες. Με ντουλάπια και συρτάρια για βάζω προγράμματα από θέατρα, αφίσες του Φεστιβάλ Αθηνών, περιοδικά, ντοσιέ με αποκόμματα εφημερίδων περί τα πολιτιστικά- με τον καιρό, στα αποκόμματα των ΝΕΩΝ προστέθηκαν του ΒΗΜΑΤΟΣ επειδή ήταν δικτατορία και μαζεύαμε καθετί που μας φαινόταν αντιχουντικό, και δεσμίδες χαρτιού που αγόραζα από του Διονυσόπουλου στην πλατεία Κλαυθμώνος. Άγνωστο γιατί μου χρειαζόταν τόσο πολύ χαρτί!
Ενθουσιασμένη, χώρεσα τα κατάμαυρα αποκτήματα στο δωμάτιό μου και ξεκίνησα να αγοράζω βιβλία παντός θέματος, από την Ενδοχώρα του Μάνου Μοσχονά, στη Σόλωνος, συστημένα από πιο διαβασμένους φίλους.
Το σχέδιο ήταν να φτιάξω μια βασική βιβλιοθήκη με λίγο απ’ όλα.
Τώρα, εκ των υστέρων, λέω ότι δεν ήταν κακή ιδέα. Αν η βιβλιοθήκη έμενε όλα αυτά τα χρόνια ως είχε, οποιοσδήποτε θα καταλάβαινε τις νεανικές αναγνωστικές περιπλανήσεις της δεκαετίας του ’70.
Αρχές του ’80, τα PUF, οι Maspero, οι Gallimard, η Pleiade, τα 10/18, μετακόμισαν στην Αθήνα, συνενώθηκαν με γάμο και αργότερα μετοίκησαν λόγω διαζυγίου.
Η τωρινή κατάσταση έχει ως εξής: βιβλία και βιβλιοθήκες πολλαπλασιάζονται. Από τις ιδιοκατασκευές με τις τάβλες και τα τούβλα, κατέληξα στις ξύλινες ή μεταλλικές που αντέχουν το βάρος των ταξινομημένων βιβλίων. Ενίοτε, κάποια επανεμφανίζονται σε άλλη θέση ανάλογα με τις εμπνεύσεις μου.
ΥΓ.
- Κατάλαβες, λοιπόν, μαμά;
- Πορτρέτο του 1958. Ο ζωγράφος με έφτιαξε όπως θα ήμουνα στα 10.