του Δαμιανού Κωνσταντινίδη (*)
- Ρήματα της μοναξιάς, του αποκλεισμού, του εγκλεισμού, του εγκλωβισμού, της αποπομπής, της διαπόμπευσης.
- Ημερολογιακή κατάθεση σε 103 αριθμημένες παραγράφους, χωρίς συγκεκριμένες ημερομηνίες έξω από τις πολύ γενικές, της εποχής, της χρονιάς, και έξω από δύο, που συνοδεύουν η πρώτη την 98η παράγραφο και η δεύτερη την 103η, τον επίλογο. Καταγραφή εν θερμώ της εποχής της πανδημίας. Και ταυτόχρονα ένας αποχαιρετισμός στη μυθοπλασία. Η ρητή αποκήρυξή της. Η πρόταξη της ανάγκης για περισσότερη πραγματικότητα. Για πραγματικά βιώματα πραγματικών ανθρώπων.
- Χρονικό μιας πολλαπλής φυλάκισης: σε ένα τόπο (Ελλάδα), σε ένα νησί (Κως), σε ένα σπίτι, σε μια οικογένεια (μία μητέρα, ένας αδελφός, τα ανίψια), σε μια αναγκαστική συγκατοίκηση (με τη μάνα), σε ένα σώμα, ομοφυλόφιλο, και τις επιθυμίες του, σε ένα μυαλό, εκείνο ενός συγγραφέα, υπό κατάρρευση ή σε αγωνιώδη αναζήτηση έμπνευσης, σε μία ψυχή πάσχουσα από μείζονα κατάθλιψη. Στα χρόνια του κορωνοϊού, της απαγορευμένης εξόδου, της απαγορευμένης συναναστροφής, της κατόπιν αδείας μετακίνησης, των άδειων δρόμων, των προστατευτικών προσωπίδων, των αντισηπτικών, των κλεισμένων μαγαζιών, των κατασταλμένων ζωών.
- Απόγνωση. Τάσεις αυτοκτονίας. Και εξέγερση. Ξεσπάσματα οργής εναντίον των «δεσμοφυλάκων» (της μάνας, κυρίως), του κορωνοϊού, των μέτρων αντιμετώπισής του, εναντίον της κυβέρνησης, των εγκληματούντων πάνω σε ΛΟΑΤΚΙ άτομα ή σε γυναίκες. Καταγγελία του συντηρητισμού και της ομοφοβίας της τοπικής κοινωνίας του νησιού, αλλά και του «συντηρητικού ηθικισμού» των ίδιων των ομοφυλόφιλων όταν τα δικαιώματα που διεκδικούν είναι «τα προνόμια της βαρετής ετεροκανονικότητας». Στηλίτευση του αυταρχισμού και της «κουλτούρας της ακύρωσης» που διακρίνει (ακόμη και) προοδευτικά κατά τα άλλα κινήματα όταν θέλουν να επιβάλουν «δια της βίας» τις θέσεις τους. Το «Δύο χρόνια στην κόλαση» θα μπορούσε να διαβαστεί και ως πολιτικό μανιφέστο.
- Ενίοτε μια «Δεύτερη Φωνή», ποσοτικά κατά πολύ υποδεέστερη από αυτήν που πρέπει να θεωρηθεί ως πρώτη και κυρίαρχη, παρεμβαίνει. Και περισσότερο ψύχραιμη. Άραγε είναι αυτή που δικαιολογεί τον υπότιτλο «φιλοσοφία», μια που σ’ αυτή φαίνεται να συμπυκνώνεται μια τέτοια θεώρηση, «φιλοσοφημένη», της ζωής; Αν δεν αναιρεί όσα λέει η πρώτη, έρχεται μάλλον να τη συμμαζέψει, να μαζέψει τα απόνερα από τις εκρήξεις της. Ή να προσδώσει σ’ αυτές μια ηπιότερη απόχρωση. Αλλά «Δεύτερη Φωνή» μπορεί να γίνει κι εκείνη της Κατερίνας Γώγου μέσα από το ποίημά της-ανεπούλωτο τραύμα «Εδώ που έφτασα».
- Ελάχιστες δυνατότητες διαφυγής. Η οποία, και όταν κάποια στιγμή συντελείται, (μια δουλειά σε e-shop στην οικογενειακή επιχείρηση, ένα ταξίδι στην Αθήνα…), αποδεικνύεται μάταιη. Αναζήτηση, σ’ έναν κόσμο άδειο από ανθρώπους, μιας επαφής, όποιας, έστω μόνο οπτικής, ακόμη κι ενός ποντικού ελλείψει άλλης. Ή του σκύλου, ως ικανότερου να εκδηλώσει αγάπη από τα πρόσωπα του άμεσου περίγυρου που είναι εκεί μόνο για να κατακρίνουν, για να περιορίζουν περισσότερο, για να καταδυναστεύουν.
- Και η διαφυγή που προσφέρει η μνήμη επικουρούμενη από τη φαντασία, όση άφησε η στέρηση εικόνων από τον εγκλεισμό: σκηνές ηδονής από παλιές συνευρέσεις, προβολές της επιθυμίας πάνω σε περαστικούς ξένους, Αλβανούς κατά προτίμηση, εξομολογήσεις ερωτικών φαντασιώσεων με ένστολους ή με σημαίνουσες προσωπικότητες, τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Χριστό. Διαφυγή και η γραφή. Ή μήπως μια ακόμη πληγή, μια παρόξυνση της έλλειψης. Να είσαι μόνος με τον εαυτό σου, η χειρότερη κόλαση.
- Ενοχικός και απενοχοποιημένος. Τολμηρός και φοβισμένος. Τρυφερός και σκληρός. Διεκδίκηση εκ μέρους του συγγραφέα μιας πληθυντικής και ρευστής ταυτότητας με αναγνωρισμένη την αντίφαση ως συστατικού της. Ταύτιση, δίκην προηγούμενων υπάρξεών του, με ποιητές, τον Ρεμπώ, τον Λωτρεαμόν, τον Τρακλ, τον Ρίλκε, ή με τον Βίνσεντ Βαν Γκόγκ, ήδη από την εναρκτήρια αφιέρωση στον αδελφό του.
- Αγάπη για τις μεταμορφώσεις. Μια κάποια εκζήτηση. Θεατρικότητα. Να διακρίνεται, να ξεχωρίζει και να αναγνωρίζεται αμέσως. Μια αποφασιστική κίνηση. Βαμμένα μπλε μαλλιά. Και ίδιου χρώματος μπουφάν. Να ταιριάζουν με το επίθετό του. Θαλασσινά.
- Ο συγγραφέας ζητάει την κατανόησή μας. Ο άνθρωπος τη ζητάει. Ή μήπως την αγάπη. Την αποδοχή του ως μυστηρίου ανερώτητου αλλά απολύτως «εραστού», ερωτικού. Η πρόκληση, αν υπάρχει, υπάρχει γιατί υπάρχει ειλικρίνεια. Στην εποχή της υποχρεωτικής μάσκας ο Φώτης Θαλασσινός αντιτάσσει, μέσα από την έκθεση των ποικίλων «ταυτοτήτων» του, την απόλυτη γύμνια του εαυτού του. Κι αυτό, αν το καλοσκεφτούμε, είναι μια μορφή αθωότητας.
(*) Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης είναι θεατρικός σκηνοθέτης, καθηγητής θεάτρου στο ΑΠΘ.