Λίγο πριν την καταιγίδα της χειμερινής εκδοτικής παραγωγής δέκα βιβλία, ανάμικτης θεματολογίας αλλά τη γνώμη μου αρκετά προκλητικής. Καλά βιβλία, ελλήνων και ξένων που εντρυφούν σε ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης με διαφορετικές οπτικές, σε διαφορετικές εποχές, με καθημερινούς και άλλοτε περίεργους ήρωες και ηρωίδες, τροφή για σκέψεις και απολαυστικά στο διάβασμα.
του Γιάννη Ν. Μπασκοζου
Βιτσέντζο Λατρόνικο, Η τελειότητα, μτφρ. Δήμητρα Δότση, Loggia
Ένα βιβλίο για την απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας των μιλλένιαλς ή των «φασαίων» αν θέλετε να το προσγειώσουμε πιο κοντά στο σήμερα. Οι δύο κεντρικοί ήρωες είναι η Άννα και ο Τομ , ένα ζευγάρι που αφήνει την Ιταλία για να ζήσουν ως “ψηφιακοί νομάδες” στο Βερολίνο. Το Βερολίνο είναι πια η Μητρόπολη της Ευρώπης, χάνει την παλιά του φυσιογνωμία και υπάρχει ως σύμβολο μιας «πόλης – εικόνας». Το ζευγάρι αναζητά ένα τρόπο ζωής , αυτό που λέμε «ψαγμένο», εναλλακτικό, μίνιμαλ. Εργάζεται ψηφιακά στο χώρο των media και της διαφήμισης, παρακολουθεί εναλλακτικά event, συμμετέχει σε εναλλακτικά πάρτι. Παράλληλα δοκιμάζει τον έρωτα και το σεξ , αργότερα όταν τελειώνει ο πρώτος έρωτας δοκιμάζει ουσίες και εναλλακτικές εκδρομές. Ζουν ή νομίζουν ότι ζουν υπέροχα, λίγη εργασία, καλές σχέσεις, λίγη τέχνη και χρόνος για ξόδεμα. Μια προσπάθεια να μπουν στον επιχειρηματικό κόσμο αποτυγχάνει. Έχουν την αίσθηση ότι ζουν «τέλεια», «εναλλακτικά», «γαμάτα». Όμως ο συγγραφέας καθώς παρουσιάζει αυτή την ακύμαντη στην επιφάνεια ζωή, τρυπώνει με το λόγο του σιγά σιγά στις αμφιβολίες, στις μικρές αποτυχίες, στην όποια αυθεντικότητα επικαλείται το ζευγάρι.
Η ιστορία μοιάζει πολύ με το ζευγάρι που πρωταγωνιστεί στο «Μια ιστορία της δεκαετίας του ΄60» του Ζωρζ Περέκ. Και εκεί όπως και στο βιβλίο του Λατρόνικο το ζευγάρι θέλει να δημιουργήσει μια ποιότητα ζωής που βασίζεται στην αισθητικοποίηση της κάθε πράξης του αλλά και των αντικειμένων που το περιβάλλουν, το γραφείο που δουλεύουν, τα design έπιπλα, οι πίνακες στο σπίτι ώστε αυτά να συνεισφέρουν και να νοηματοδοτούν την καθημερινότητά τους. Θέλουν να είναι καταναλωτές αλλά στην κατεύθυνση «small is beautiful», δεν επιζητούν τον πλούτο αλλά μια ήρεμη χωρίς έγνοιες ζωή. Ο συγγραφέας τους παρακολουθεί, ο λόγος του μπαίνει στο δικό τους ήρεμο ρυθμό αλλά φροντίζει να «νυχιάζει» την πραγματικότητα τους βάζοντας τον αναγνώστη να κρίνει πολύ περισσότερα από ΄τι φανερώνει.
Herman Essse, Γερτρούδη, μτφρ.Ειρήνη Γεούργα, Διόπτρα
Είναι περίεργο αλλά ενθαρρυντικό που τα βιβλία του νομπελίστα Έσσε επανεκδίδονται. Αν και τα φιλοσοφικά του αφορούν σε ένα συγκεκριμένο κοινό πιστεύω ότι η Γερτρούδη απευθύνεται σε πλατύτερο κοινό/ αναγνώστες που ψάχνουν. Γραμμένο του 1910 είναι ένα από τα λιγότερο γνωστά αλλά σημαντικά έργα του, που συχνά θεωρείται ως ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στα πρώιμα μυθιστορήματά του (Πέτερ Καμένατς) και τα πιο ώριμα (Νάρκισσος, Σιντάρτα, Λύκος της Στέπας).
Είναι ένα κλασικό ρομαντικό αφήγημα πάνω στο μοτίβο μιας τριαδικής ερωτικής σχέσης. Ο αφηγητής, Κούν Χίλερ, είναι μουσικός με σωματική αναπηρία. Η ζωή του βρίσκει νόημα στη μουσική και στις σχέσεις του με δύο πρόσωπα: τον χαρισματικό και εξωστρεφή τενόρο Χάινριχ Μιούτερ και την αέρινη και αισθαντική Γερτρούδη, κόρη ενός μεγάλου μαέστρου. Μέσα από το τρίγωνο αυτό, ο Έσσε διερευνά την αγάπη, τη φιλία, την τέχνη και τη θυσία, την νεότητα και το γήρας. Το κύριο όμως θέμα του, ο πυρήνας του, είναι το πώς μέσα από την τέχνη προσπερνάς και υπερβαίνεις τον πόνο.
Η αναπηρία του Κουν λειτουργεί ως αλληγορία: παρόλο που είναι “περιορισμένος” σωματικά, βρίσκει υπέρβαση μέσα από την τέχνη και όχι τυχαία μέσα από την όπερα , καθώς θέλει να απευθυνθεί στο πλατύ κοινό, να βγει από τα στενά εσωτερικά του δεσμά. Ο ανολοκλήρωτος έρωτας του με την Γερτρούδη- κλασικό ρομαντικό, ίσως και αιώνιο θέμα, είναι το όραμα που τον οδηγεί. Η μορφή της Γερτρούδης δεν είναι τόσο ένα ολοκληρωμένο ψυχολογικό/ρεαλιστικό πορτρέτο όσο μια ιδεατή, σχεδόν πλατωνική παρουσία, που κινεί τις ψυχικές διεργασίες των ανδρών γύρω της. Ο Κουν είναι η τραγική φιγούρα του καλλιτέχνη που καίγεται από τα ίδια του τα πάθη και δεν βρίσκει ισορροπία. Είναι φανερή η εκλεκτική συγγένεια του έργου με το έργο του Γκαίτε «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου» , αλλά αν θέλετε να το προεκτείνουμε στο σήμερα και με τη νουβέλα «Τα δύο δώρα» του Γιώργου Μητά. Παρά κάποιες «κοιλιές στοχασμού» η ιστορία είναι ελκυστική και διατηρεί και σήμερα τη ζωντάνια της. Η γλώσσα του δανείζεται στοιχεία, μελωδίες και ρυθμούς από τη μουσική και με αυτή την έννοια διαβάζεται ακούγοντας Μπραμς μ Τσαικόφκσι ή Μάλερ.
Simenon, Η περίπτωση ατυχήματος, μτφρ. Αργυρώ Μακάρωφ, Άγρα
Ίσως ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του Σιμενόν. Ανήκει στην κατηγορία των «σκληρών» έργων του χωρίς Μαιγκρέ, έχει τη μορφή ημερολογίου που σε έχει συνεχώς σε εγρήγορση. Ο κεντρικός του χαρακτήρας, Λυσιέν Γκομπιγιό εξιστορεί τον περίεργο έρωτα του την Υβέτ, μια μικρή αλλά αθώα όπως μοιάζει, πόρνη. Στην ταινία που γυρίστηκε το 1958 σε σκηνοθεσία Κλωντ Ωτάν- Λαρά την Υβέτ ενσαρκώνει τη νεαρά τότε Μπριζίτ Μπαρντό και αν έχεις δει την ταινία την προσωποποιείς αμέσως. Ο Λυσιέν είναι παντρεμένος με την Βιβιάν , μεγαλύτερη του και πρώην γυναίκα του αφεντικού του στο δικηγορικό γραφείο. Ο Λυσιέν είναι πια μεγαλοδικηγόρος με τη φήμη ότι σπανίως χάνει δίκες, κυκλοφορεί με άνεση ανάμεσα στους κύκλους, της πολιτικής, της μόδας και των πλουσίων αστών της πόλης. Κάποια στιγμή γνωρίζει μέσα στο αστυνομικό τμήμα την Υβέτ όταν αυτή τον εκλιπαρεί να την σώσει. Θα συρθεί αργά και βασανιστικά πίσω της, θα γίνει ερωμένη του, θα την αγκαταστήσει σε ένα διαμέρισμα σχετικά κοντά με το δικό του ώστε να πετάγεται να βγαίνει. Η γυναίκα του ανέχεται αυτό τον δεσμό για δικούς της λόγους. Την Υβέτ ενοχλεί φορτικά ένας νεαρός φοιτητής, ο οποίος γίνεται το τέταρτο πρόσωπο στο ερωτικό γαϊτανάκι και καταλύτης στην εξέλιξη της ιστορίας.
Το μυθιστόρημα παρόλο που είναι γραμμένο με τη μορφή ημερολογίου του Λυσιέν εντούτοις έχει την αίσθηση ότι παρακολουθεί τα γεγονότα στην εξέλιξη τους, μια τεχνική του Σιμενόν που δίνει άλλη ποιότητα στο κείμενό του. Για όλους και όχι μόνον για τους θιασώτες του Σιμενόν.
Patrick Modiano, Η χορεύτρια, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Πόλις
Ο ολιγοσέλιδος συνήθως Πατρίκ Μοντιανό στα τελευταία βιβλία του γίνεται ακόμα πιο μινιμαλιστής. Κυρίαρχο θέμα που τον απασχολεί είναι η μνήμη. Οι ιστορίες του χάνονται στην αχλή των αναμνήσεων μέσα από τις οποίες αναπηδούν πρόσωπα που δεν αναγνωρίζει, σκηνές χωρίς αρχή και τέλος, αισθήματα που αγνοείται η κατάληξή τους. Κάπως έτσι αρχίζει περίπου και αυτή νουβέλα. Ο αφηγητής μεγάλος πια συναντά έναν Σερζ Βερζινι, νομίζει ότι αναγνωρίζει κάποιον παλιό γνωστό του αλλά αυτός αρνείται κατηγορηματικά ότι τον ξέρει. Αυτό δεν τους εμποδίζει να πάνε για καφέ με τη σύμβαση «δεν σε αναγνωρίζω – δεν με αναγνωρίζεις» αλλά σίγουρα σε κάποιο παλιό χρόνο θα έχουμε βρεθεί και πορευτεί μαζί. Τους ενώνει μια χορεύτρια, ο Σερζ ήταν φίλος που την στήριζε, ο αφηγητής ένας νεαρός που είχε προσκολληθεί στην παρέα και κρυφά ερωτευμένος μαζί της. Η χορεύτρια είναι μια ανάερη φιγούρα, αινιγματική, αισθαντική και άλλοτε απόμακρη. Έχει ένα παιδί τον Πιερ και ο αναγνώστης δεν μαθαίνει ποτέ τον πατέρα του.
Ο αφηγητής προσπαθεί να ανασυνθέσει την εποχή εκείνη και τους ανθρώπους που περιτριγύριζαν την χορεύτρια. Κάποιος από αυτούς φαίνεται ότι την απειλεί, κάτι που αγχώνει την χορεύτρια. Τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται ο αφηγητής αφορούν το Παρίσι της δεκαετίας του ΄80 πριν ακόμα γίνει μια απρόσωπη τουριστική πόλη με χιλιάδες ανθρώπους να κυκλοφορούν σέρνοντας πίσω τους μια τροχήλατη βαλίτσα.
Ο μακρινός έρωτας χαμένος στη αχλή της λήθης, η φιλία, η αίσθηση των αλλαγών, η νοσταλγία για ότι δεν ξανακερδίζεται πια είναι το μουσικό μοτίβο πάνω στο οποίο οι ήρωες του Μοντιανό χορεύουν σε μια αδειανή σκηνή δίνοντας φευγαλέα νοήματα στις κινήσεις τους και αδιαφορώντας για το επερχόμενο μέλλον.
Patricia Highsmithm, Τα χρόνια της Ν.Υόρκης , 1941-1950, μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, Άγρα
Η πιο ευρωπαία κατά τη γνώμη μου αμερικανή μυθιστοριογράφος, μαζί με τον Σιμενόν θα έφταναν για να απογειώσουν το αστυνομικό μυθιστόρημα στον αιώνιο ουρανό της λογοτεχνίας. Εδώ διαβάζουμε τα προσωπικά της ημερολόγια όταν ήταν 20 χρονών και προσπαθούσε- και το κατάφερε- να κερδίσει τη Ν.Υόρκη. Εργάστηκε στα κόμικ , σε διάσημα περιοδικά όπως Harper΄s Bazaar, και παράλληλα άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα. Τη συστήσανε ως το νέο αστέρι μαζί με τον Τρούμαν Καπότε. Τα ημερολόγια της είναι ασκήσεις ζωής, γραμμένα σε πέντε γλώσσες. Το μότο της ήταν «Πώς θέλω να ζω και να ερωτεύομαι; Πώς θέλω να γράφω;». Φανερά ομοφυλόφιλη σε μια δύσκολη εποχή , ειδικά μετά το ΄40 , την εποχή του μακαρθισμού , διεκδίκησε την αυτονομία και αυτεξουσιότητα για τη ζωή της. Η σεξουαλικότητά της είναι ένα πρόβλημα: «Τραβήξαμε φωτογραφίες στον κήπο. Εγώ με παντελόνι…δεν εξελίσσομαι αρκετά και συχνά νομίζω πως το θέμα είναι σεξουαλικό». Η σχέση της με τις γυναίκες την απορροφά και την απασχολεί. «Η Κορνέλ μου τηλεφώνησε στις 10.40, την ώρα που έγραφα ένα ποίημα και είχα μόλις αρχίσει τον Πύργο του Κάφκα. Ένοιωσα σαν λευκό, αφράτο χιόνι- ανάλαφρο, καθαρό, λεπτό». Τα ημερολόγια της είναι γεμάτα από ζωή και αγωνία- για το αύριο, το γράψιμο, τον έρωτα. Ταξίδια στην Ευρώπη, Μαρτίνι, πάρτι και γυναίκες ή κορίτσια που περνάνε, την αναστατώνου , φεύγουν, την ρίχνουν στα τάρταρα και πάλι από την αρχή. Όπως σημειώνει κάπου η επιμελήτρια του τόμου δεν είναι αυτοβιογραφία αλλά δύο αντικριστοί καθρέφτες που αντανακλούν την αλληλεπίδραση της ζωής και της εργασίας της από διαφορετικές πλευρές.
Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, Μεσούγκα, μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Δώμα
Αυτός ο αμερικανο-εβραίος νομπελίστας είναι μια περίπτωση από μόνος του. Γεννήθηκε στην Πολωνία και μετανάστευσε στις ΗΠΑ όταν φάνηκαν τα σύννεφα του πολέμου στον ορίζοντα. Η ιδιαιτερότητά του είναι ότι έγραψε τα έργα του στη γλώσσα των Ασκενάζι εβραίων, τα γίντις. Οι αφηγήσεις του είναι γεμάτες με αναφορές στην εβραϊκή ορθοδοξία και τον χασιδισμό, κουλτούρα που τον στοίχειωσε από μικρό. Παρόλα αυτά αν κάτι ξεχωρίζει είναι ο διαρκής σαρκασμός της εβραϊκής ορθοδοξίας, η υπονόμευση του πανίσχυρου Θεού, η αμφισβήτηση των ηθικών επιταγών της εβραϊκής θρησκείας. Είναι θα λέγαμε ένας αναρχικός θρησκευόμενος.
Στο Μεσούγκα (τρέλα), το τελευταίο έργο της ζωής του, κυριαρχεί ένα αμαρτωλό τρίο. Ο Ααρόν είναι ένας σαραντάρης μποέμ συγγραφέας, χαοτικός, γνωστός από την αρθρογραφία του σε μια εφημερίδα γίντις, απομονωμένος που ψάχνει να τα βρει με τον εαυτό του. Θα συναντήσει τον Μαξ έναν ευτραφή, έξω καρδιά, καλοπερασάκια, που ζει κάνοντας χρηματοπιστωτικές εκδουλεύσεις σε συμπατριώτες του εβραίους. Ο Μαξ έχει μια μικρή ερωμένη, την Μίριαμ, την οποία θα γνωρίσει στον Άαρον. Ο τελευταίος θα την ερωτευτεί ακαριαία, θα τσακωθεί αργότερα μαζί της όταν μάθει ότι έγινε πόρνη για να σωθεί στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Βαρσοβία αλλά θα τα ξαναβρεί μαζί της για να αποτελέσουν μαζί με τον Μαξ ένα εκρηκτικό ερωτικό τρίγωνο. Ο ρυθμός της αφήγησης είναι γρήγορος όσο γρήγορη και έξαλλη είναι η ζωή του τρίο. Ο Σίνγκερ γράφει ένα αφήγημα για τη σεξουαλικότητα, τον καλλιτεχνικό αναρχισμό, τον σαρκασμό της θρησκείας και των επιταγών της. Ο ρυθμός της αφήγησης είναι ιλιγγιώδης, σαγηνευτικός, απρόσμενος σε κάθε νέα παράγραφο. Ανακαλύψτε τον Σίνγκερ – αξίζει.
Πάνος Θεοδωρίδης, Η δεξιά ερωμένη, Κείμενα
“Δεν γράφονται πια τέτοια βιβλία”, παρατήρησε μια πολύ φίλη μου. Γεγονός. Γνωστός από τα ψευδο-ιστορικά έργα του και τους γλωσσικούς πειραματισμούς στη Δεξιά ερωμένη ο Πάνος Θεοδωρίδης γράφει ένα εν μέρει αυτοβιογραφικό αλλά αρκούντως μυθοπλαστικό κείμενο, εντελώς ιδιοσυγκρασιακό, που δεν νομίζω θα μπορούσε κάποιος άλλος έλληνας συγγραφέας να γράψει. Ο ήρως του, ο Πάνος/ Νόννος, συναντά την περίοπτη καλλονή Δυναμό. Εποχή λίγο μετά τη Χούντα, μεταπολίτευση με ότι αυτή φέρνει μαζί της, απελευθέρωση πολιτική, σεξουαλική, ιδεολογική, αισθητική. Η Δυναμό προτείνει στον απόφοιτο αρχιτέκτονα Πάνο να τον συνοδέψει σε μια αρχαιολογική έξοδο προς την Χαλκιδική μαζί με ένα φιλικό του ζευγάρι. Οι τέσσερις θα μεθύσουν και η Δυναμό θα υποκύψει στα θέλγητρα του Πάνου. Μνημιακή η σκηνή που συναντώνται οι δυο τους πριν την εκδρομή σε ένα ξενέρωτο εστιατόριο, δεν αγγίζουν το φαγητό αλλά πίνουν ακατάπαυστα, και αυτό είναι το πρελούδιο του έρωτά τους. Ο Πάνος είναι ενοχικός, πιστεύει ότι δεν του αξίζει μια τέτοια γυναίκα. Βέβαια, η αφήγηση γίνεται σε παρόντα χρόνο, οπότε ο αφηγητής συγκρίνει συνεχώς τον ευσταλή φοιτητή με τον εύσωμο μεσήλικα που διηγείται τις ιστορίες με την Δυναμό και κάθε τόσο παρεμβαίνει στην ιστορία αυτοσαρκαστικά.
Κείμενο, ύμνος στη σεξουαλικότητα και στο απύθμενο του ανδρικού εγώ. Ο έρωτας εκείνη την εποχή είχε σώμα αλλά και όραμα, πόθο αλλά και γήινες παραισθήσεις. Η γλώσσα του κειμένου είναι ίσως το κυρίαρχο στοιχείο, το θέμα του, θα έλεγα. Με απόηχους Παπαδιαμάντη, Βιζυηνού, Ροΐδη, βυζαντινών και άλλων μεσαιωνικών κειμένων διαμορφώνεται ένα κώδικας επικοινωνίας με τον αναγνώστη που παραπέμπει στη μεγάλη γκάμα της κουλτούρας και των προσωπικών ενδιαφερόντων του Πάνου Θεοδωρίδη από τους πετρόκτιστους διάσπαρτους πύργους στη Μακεδονία και τις σλαβικές παραλλαγές ονομάτων έως τους στίχους των Ρόλινγκ Στόουνς και του Μάρκου Βαμβακάρη. Ένα παλίμψηστο παλαιών και νεότερων πολιτιστικών δεδομένων που αποτελούν τους αρμούς της προσωπικότητας του αφηγητή- συγγραφέα. Εξαιρετικό!
Νίκος Δαββέτας, Η δεσμοφύλακας, Πατάκης
Το λες αυτοβιογραφικό ή μαρτυρία αλλά ο Δαββέτας είναι πολύ ικανός συγγραφέας και το απογειώνει σε μυθοπλασία. Το διαβάζεις χωρίς να σε νοιάζει αν ό,τι αφηγείται έχει συμβεί πραγματικά. Ο ήρωας- συγγραφέας ζει με τη μητέρα του -89 ετών που έχει αλτσχάιμερ. Μια συνθήκη δύσκολη για όσους την έχουν ζήσει. Πιο δύσκολη όμως είναι η συνθήκη να μπορέσει ο αφηγητής να καταλάβει εκ των υστέρων, τη μητέρα του ξεπερνώντας κοινωνικές προκαταλήψεις λόγω της ιδιαίτερης δουλειάς της : δεσμοφύλακας στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ. Τα συναισθήματα είναι ανάμικτα: οίκτος, λύπη, αγάπη, ντροπή σε κάποιες στιγμές. Ο Δαββέτας ισορροπεί ανάμεσα σε αυτά τα αισθήματα χωρίς να ολισθαίνει σε μελοδραματισμούς. Η γλώσσα της νουβέλας είναι λιτή και το ύφος απέριττο- όσο χρειάζεται. Ο αφηγητής προσπαθεί να ισορροπήσει απέναντι στο πρόσωπο Ιανού της μητέρας του, το πρωί «εξουσία» – δεσμοφύλακας, στο σπίτι μητέρα πονετική. Γι αυτό και η αφήγηση εξελίσσεται με μικρές εικόνες, λίγες στιγμές, καθοριστικά λιτά στιγμιότυπα. Πιο δυνατό/συγκλονιστικό γεγονός όταν ο ίδιος οργανωμένος σε αριστερή οργάνωση θα αντιμετωπίσει την ερώτηση της καθοδηγήτριας του αν έχει σχέση με μία δεσμοφύλακα που είχε γνωρίσει στις φυλακές και έχει το ίδιο επώνυμο με αυτήν. Θα την αρνηθεί. Ο συγγραφέας κινεί σοφά τον χρόνο μεταξύ παρελθόντος παρόντος δίνοντας ρυθμό στην αφήγησή του. Από τα καλύτερα που διάβασα φέτος.
Λίλα Κονομάρα, Μια τρίχα που γίνεται άλογο, Καστανιώτης
Άλλο ένα βιβλίο με δύσκολο θέμα, αυτό της ψυχικής νόσου σε μια οικογένεια και το πως το βιώνουν τα μέλη της. Ο ήρωας της συγγραφέως είναι ο Νίκος, ο οποίος τρέχει στο νοσοκομείο όταν μαθαίνει ότι ο αδελφός του Λευτέρης βρίσκεται σε κώμα μετά από μια αγνώστου αιτίας πυρκαγιά που ξέσπασε στο διαμέρισμα του. Ο Λευτέρης έχει μεγάλο ιστορικό, αρκετές νοσηλείες, πράξεις δυσκολονόητες, αγωγές κ.ά. Η αφήγηση παρακολουθεί τον Νίκο, την εσωτερική διαπάλη με τον εαυτό του και την προσπάθεια κατανόησης του αδελφού του, τις ισορροπίες στην οικογένεια, σε τελική ανάλυση βιώνει την έλξη και την απώθηση με ένα προβληματικό μέλος της οικογένειας. Η νόσος δεν αφορά μόνο τον Λευτέρη αλλά διαπερνά όλα τα μέλη της οικογένειας, θέτει όλους μπροστά σε διλήμματα και δύσκολες καταστάσεις που καλούνται να διαχειριστούν.
Η αφήγηση είναι ένας εσωτερικός μονόλογος του Νίκου, γεμάτος αμφιβολίες, ερωτηματικά, αναδρομές στο παρελθόν αλλά υπάρχει πάντα μια κόκκινη γραμμή που τον συνδέει με τον αδελφό του. Όλος ο μονόλογος του δεν είναι παρά μια αυτοψυχανάλυση για να μπορέσει να ερμηνεύσει του τι συμβαίνει, να οργανώσει τα αισθήματά του, να ανταποκριθεί στις δυσκολίες της έκτακτης περίπτωσης. Παράλληλα η ανάμιξη τη αστυνομίας, τα ερωτήματα γύρω από τα χρήματα που είχε ο αδελφός του αλλά και το πως προέκυψε η φωτιά δίνουν ένα μικρό αστυνομικό σασπένς, σαν ιντερμέδιο στην αγωνία του κεντρικού αφηγητή. Η οικογένεια είναι ο δεύτερος αφανής πόλος της αφήγησης. Οι αποσιωπήσεις, η αδυναμία να μιλήσουν τα μέλη μεταξύ τους μετατρέπεται σε άχθος: λύπη, ευθύνη, τύψεις, φθορά. Ο λόγος του κειμένου είναι πλαστικός, εξαίσια δουλεμένος (ίσως με λίγο περισσότερες μεταφορές και παρομοιώσεις) αλλά δυνατός που σε κρατάει σε μια δύσκολη θεματική, ένα επιτυχημένο λογοτέχνημα.
Αμάντα Μιχαλοπούλου, Το μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη, Πατάκης
Η Αμάντα Μιχαλοπούλου έχει εγκαταλείψει τις γραμμικές ρεαλιστικές αφηγήσεις και συνεχίζει τις πειραματικές μορφές θέτοντας συνεχώς ερωτήματα προς τον αναγνώστη. Η ιστορία της αφορά γυναίκες, μαμάδες, αδελφές, κόρες σε σχέσεις ταραγμένες, λατρευτικές, αναπάντεχες. Αλλά παράλληλα θίγει θέματα για την ταυτότητα, τη μητρότητα, τη συνέχιση των γενεών, την διαλεκτική σχέση του χρόνου και της μνήμης. Η πρωταγωνίστρια, γυναίκα στην εμμηνόπαυση, βιώνει μια δύσκολη κατάσταση με αυπνίες και διαρκείς παραισθήσεις. Συναντά στα όνειρά της την Παναγία, την Ρόζα, τη μητέρα του Μουσολίνι, την Μέρυλιν Μονρόε, γυναίκες με ιστορία αλλά και την μητέρα της Τοπαλούδη ή μια μετανάστρια. Τα όνειρα γεμάτα συμβολισμούς εκφράζουν καταπιασμένες επιθυμίες, ανείπωτους φόβους, ατελή ερωτήματα. Δεν είναι η ιστορίας μιας ηρωίδας που κυριαρχεί αλλά πλήθος γυναικείων φωνών που θέτουν συνεχώς ζητήματα και που συμπλέουν σε ένα κρεσέντο γυναικείας προσμονής και απελπισίας. Η Αμάντα Μιχαλοπούλου χρησιμοποιεί μια γλώσσα ποιητική όσο και ονειρική με μια αφηγηματική τεχνική που προσπερνά την προφανή γραμμική αφήγηση χάρη της ψυχολογικής και συναισθηματικής αλήθειας. Η συχνή χρήση ονείρων και συμβόλων δίνει την αίσθηση μιας διαρκούς εκκρεμότητας και μιας παρατεταμένης αλήθειας που αργεί να αποκαλυφθεί. Μια λογοτεχνία που σκάβει και αναζητεί πίσω από τις λέξεις.


























