Του Αλέξιου Μάινα.
Γνωριστήκαμε σε μια συναυλία της ΕΡΤ. Ήταν ένα είδος χαβαλέ και γιορτής, μια καλοκαιρινή αγανάκτηση. Είχε πίρσινγκ στ’ αφτιά. Ένα μικρό καφέ στίγμα στη μύτη το πρόσεξα την πρώτη φορά που κοιμηθήκαμε μαζί. Ήταν ωραίο το βράδυ και δε σήμαινε τίποτα. Είχα φέρει σοκολατάκια απ’ τις Βρυξέλλες, είχα ανοιχτό το πουκάμισο στο στήθος κι έμπαινε φως. Ήταν άνετα. Ήπιε και είπε θες να με πηδήξεις;
Βγαίνοντας σταμάτησα σ’ ένα μπαρ που υπήρχε δίπλα στην πολυκατοικία της για να κεράσω τον εαυτό μου ένα ποτό. Ένα δυο ποτά. Το αμάξι ήταν τόσο κοντά που ξεκλείδωνε απ’ το σκαμπό. Είσαι ωραίος είπα στον εαυτό μου για να ειπωθεί η αλήθεια.
Τη δεύτερη φορά που πήγα έφερα ανανά και σταφύλια και ροζέ αφρώδη, γιατί δεν είχε κατακτηθεί τίποτα. Τσιμπούσι σε ριγέ ξαπλώστρες με ανοιχτό φεγγάρι. Ήταν τέλη Ιουλίου και συζητούσαμε γυμνοί στο μπαλκόνι της. Ήταν σαν να υπήρχε γύρω μας μια έρημη θάλασσα, χωρίς μαγιό, χωρίς τους υπαλλήλους της ΕΡΤ. Αυτή η αίσθηση ότι δε μετράει το μετά. Ότι νέα μέρα, νέα ταινία. Είχε μόλις χωρίσει και χάσει τη δουλειά της και δε θες πολλά πολλά. Έκανα μια ανόητη πρόποση στον Έρωτα υψώνοντας το κολονάτο με τον αφρώδη για ν’ απαγγείλω δυο φράσεις απ’ το Συμπόσιο (στη γερμανική μετάφραση του Σλάιερμαχερ).
Την τρίτη φορά απέσπασα συγχαρητήρια για το σακουλάκι καίριου καφέ που της έφερα. Το φεγγάρι του μπαλκονιού έριχνε τις σκιές των λουλουδιών από τις γλάστρες. Ήταν χάδια με υπέροχα ψέματα. Ο πλαϊνός τοίχος είχε πλακάκια με εικόνες όπως στο μπάνιο. Στην απλώστρα κρέμονταν στεγνά εσώρουχα, κάποια ήταν ασημένια. Όταν πήγε να δει τι είχε στο ψυγείο βούτηξα ένα σλιπάκι και το ’βαλα στην τσάντα μου. Άλλωστε εγώ είχα φέρει τον καφέ.
Είχα αρχίσει να ερωτεύομαι χωρίς σοβαρό λόγο. Όπως πάντα. Μου άρεσαν 1. οι γωνίες των ματιών, 2. το δέρμα παντού, 3. παντού το δέρμα. Και το χαμόγελο με τα χείλη. Δεν είχε διαβάσει Ντοστογιέφσκι, Κάφκα. Η βιβλιοθήκη της ήταν ένα έπιπλο που του αλλάζεις θέση.
Δεν είχα αναφέρει σχεδόν τίποτα για μένα, ούτε εκείνη για κείνη. Ξέραμε τα ονόματα, αλλά με έλεγε Ιβάλ κι εγώ Ναάτι. Μετρούσε η στιγμή. Το καλοκαίρι. Τα χρώματα. Τα ονόματα είναι για να σε αναγνωρίζουν στο δρόμο, έλεγε.
Το βράδυ του τέταρτου ραντεβού στο μπαλκόνι θ’ αγόραζα βότκα. Αλλά πήρε τηλέφωνο και είπε Θύμιο σε γκούγκλαρα νομίζω το αφήνουμε ρε φίλε δε θα σε πάει κάπου αυτό έχει έρθει κι ένας ξάδερφος.
“Έλα παλιάτσο κάνε κωλοτούμπες”
Αλέξιος Μάινας
© 30.7.2013