Τόμας Γουλφ, Χαμογελώντας με απόγνωση: ένα μυθιστόρημα, μια μετάφραση (της Στ.Τσούπρου)

0
7239

Της Σταυρούλας Τσούπρου.

 

«Ο Τόμας Γουλφ καταπιανόταν με απεγνωσμένη και δαιμονική μανία αυτό που αποκαλούσε  «το παράξενο και πικρό θαύμα της ζωής», ένα θαύμα που το ’βλεπε σε διαγράμματα από αντιθέσεις. Τα στοιχεία τής ζωής και της τέχνης φαίνεται να είταν  γι’ αυτόν μια συσσώρευση από αντιφάσεις, και δεν μπορούσε να κατανοήσει κάτι αν δεν προβαλλόταν το αρνητικό στοιχείο του. Η παράθεση αυτών των αντιθέσεων είναι το προφανέστερο χαρακτηριστικό τού έργου του, που τα σημαντικά του μέρη είναι τέσσερα μεγάλα μυθιστορήματα, δυο συλλογές διηγήματα και ένα κριτικό δοκίμιο – όλα τμήματα από ένα σύνολο ατελές, που μονάχα τον πολύ σκοτεινό περίγυρό του μπορεί κανείς να ξεχωρίσει».

Έτσι ξεκινάει το δοκίμιό του, με τίτλο το ίδιο το όνομα του συγγραφέα, Thomas Wolfe (1960), ο C. Hugh Holman (1914-1981), καθηγητής τού Πανεπιστημίου τής Βόρειας Καρολίνας επί 30 έτη, έγκριτος συγγραφέας πολλών φιλολογικών μελετημάτων και πρωτοστάτης στην ίδρυση του Εθνικού Κέντρου Ανθρωπιστικών Σπουδών. Το δοκίμιό του, μάλιστα, ενταγμένο στην (εκδοτική) Σειρά «Paphlets on American Writers» του Πανεπιστημίου τής Minnessota, μεταφράστηκε σύντομα στα ελληνικά, και πάλι από τον Κοσμά Πολίτη, και κυκλοφόρησε σχεδόν ταυτόχρονα με το μυθιστόρημα Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου· το πρώτο από τις εκδόσεις «Πεχλιβανίδης» και το δεύτερο από τις εκδόσεις «Καραβίας», αμφότερα, πάντως, εντός τής διετίας 1968-1969.

Τις αντιθέσεις για τις οποίες κάνει λόγο εξαρχής, ο C. Hugh Holman τις αναλύει στην συνέχεια περαιτέρω, κατηγοριοποιώντας τες, μάλιστα, κατά έναν τρόπο, όπως θα δούμε και εδώ εν μέρει, ως: αντιθέσεις μέσα στην ίδια την ύπαρξη του Γουλφ, αντιθέσεις στα θέματά του, αντιθέσεις στο ύφος αλλά και στην δομή τού έργου του.

«Ακόμα και οι τίτλοι των βιβλίων του – Γύρνα Σπίτι, Άγγελέ μου (Look Homeward, Angel), με την υποβολή τού «πλησίον» και του «μακράν»· Περί Χρόνου και Ποταμού (Of Time and the RiverΑπό τον Θάνατο στο Ξημέρωμα (From Death to MorningΤο Νήμα και η Ρόκα (The Web and the RockΔεν μπορείς να ξαναγυρίσεις (You Can’t go Home Again), με την ιδέα τής πατρίδας και της εξορίας· Οι Μακρυνοί Λόφοι (The Hills Beyond), με την υποβολή τής κίνησης, της προέκτασης – αντανακλούν αυτήν την άποψη περί εμπειρίας. Το ίδιο συμβαίνει και με τις γεωγραφικές αντιθέσεις: Νότος και Βοράς, εξοχή και πόλη, πραγματική και παραμυθένια ρόκα, Αμερική και Ευρώπη – καθώς και με την αντίθεση στα ζευγάρια, σ’ αυτά που κατατάσσει τα πρόσωπα των μυθιστορημάτων του: πατέρας και μητέρα, Εβραίος και Εθνικός, κάτοικος της Βόρειας και της Νότιας Καρολίνας, πλούσιος και φτωχός, πραγματικός καλλιτέχνης και αισθητικός. Ο Γουλφ βλέπει τον εαυτό του με το ίδιο σχέδιο από αντιθέσεις· στο Το Νήμα και η Ρόκα, η Έστερ Τζακ συνοψίζει την αυτοβιογραφία τού ήρωα μ’ αυτές τις λέξεις: «Έχει το πρόσωπο τρελλού αγγέλου… και στο μυαλό του υπάρχει κάτι το τρελλό, το σκοτεινό και το διαβολικό. Είναι σκληρότερος από τον θάνατο και τρυφερότερος από λουλούδι. Η καρδιά του είταν φτιαγμένη για αγάπη, και είναι γεμάτη μίσος και σκοτάδια».

Λίγες γραμμές παρακάτω ο Holman διαπιστώνει το, ούτως ή άλλως, καταφανές σχετικά με τον Γουλφ: «Κατά μείζονα έννοια, θέμα τής ύλης του είναι ο εαυτός του, η ανακάλυψη του εαυτού του και η ψηλαφητή πορεία προς το «γνώθι σ’ αυτόν»· το δυνατό σημείο του είναι η λυρική έκφραση προσωπικής συγκίνησης και η ρητορική έκφραση προσωπικής στάσης.[1] Με μόνη εξαίρεση τον Ουΐτμαν, κανένας άλλος αμερικανός συγγραφέας δεν έχει εξυμνήσει τον εαυτό του με τόση μακρηγορία, τόσο εντατικά, ή με τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του όσο ο Γουλφ. Ο ιδιωτικός εαυτός του και ο δημόσιος οραματιστής, είταν δυο ρόλοι που δεν μπόρεσε ποτέ να τους εναρμονίσει απόλυτα, και ωστόσο επέμενε να παίζει και τους δυο».

Οπότε δεν φαντάζει περίεργο το γεγονός ότι: «Η δομή των έργων του, επιφανειακά τουλάχιστον, φαίνεται να ’ναι το απλό χρονολογικό σχέδιο της δικής του ζωής, και τα επεισόδιά τους να τα ’χει ζήσει ο ίδιος ή να είταν αυτόπτης μάρτυρας. Φιλόλογοι και κριτικοί εξερεύνησαν τη στενή σχέση τού έργου τού Γουλφ με τη ζωή του […] Ο Φλόυντ Σ. Γουώτκινς […] καταλήγει: «Υπάρχουν περισσότερα από 300 πρόσωπα και μέρη, που αναφέρονται ονομαστικά ή περιγράφονται στο Γύρνα σπίτι,  Άγγελέ μου, και πιθανόν να μην υπάρχει ούτε ένα εντελώς φανταστικό πρόσωπο σε ολόκληρο το μυθιστόρημα».

Ανάμεσα σε αυτά τα πραγματικά πρόσωπα είναι και η Μάργκαρετ Ρόμπερτς, η οποία υπήρξε επί τέσσερα χρόνια καθηγήτριά του σ’ ένα γυμνάσιο αρρένων στην γενέτειρά του και η οποία «του άφησε μια ανεξάλειπτη εντύπωση με την αγάπη της για τους άγγλους ποιητές· η Κα Ρόμπερτς, που την παρουσιάζει σαν Μάργκαρετ Λέοναρντ στο Γύρνα σπίτι, Άγγελέ μου, του μετάδωσε την αγάπη της για τους Γουόρντσγουορθ, Μπωρνς, Κόλριτζ, Χέρρικ, Κάριον, Τζόνσον, Σαίξπηρ, Πόου, Χώθορν, Μέλβιλ και Σκωτ». Προς το τέλος τού μυθιστορήματος εμφανίζεται και ο καθηγητής φιλοσοφίας, στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας, Οράτιος Γουΐλλιαμς «που τον αναφέρει με τ’ όνομα Βιργίλιος Γουέλντον και τον αποκαλεί «Χέγκελ τής Ζώνης με τις Βαμβακοφυτείες». Ο Γουΐλλιαμς, που είταν μυστικιστής, του δίδαξε μια μάλλον χαλαρή μορφή τής Χεγκελιανής διαλεχτικής, όπου μια γενική ιδέα ή «θέση» παράγει αναπόφευχτα την αντίθεσή της, και η αλληλεπίδραση των δυο παράγει μια καινούργια έννοια ή σύνθεση». Ο C. H. Holman, μάλιστα, υποθέτει ότι την τάση που είχε ο Γουλφ να βλέπει και να εκφράζεται με αντιθέσεις «ίσως να την έμαθε κοντά στον Οράτιο Γουΐλλιαμς».

Ο Τόμας Γουλφ γεννήθηκε στο Asheville της Βόρειας Καρολίνας – που γίνεται Άλταμοντ και Λύμπια Χιλ στα μυθιστορήματά του – στις 3 Οκτωβρίου 1900. Ήταν, λοιπόν, νότιος, «αν και η γενέτειρά του Πολιτεία ενστερνίστηκε, το 1900, το Λαϊκό κίνημα, που άφησε μια κληρονομιά φιλελευθερισμού στα εκπαιδευτικά, κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα, αντίθετα προς το μεγαλύτερο μέρος τού υπόλοιπου Νότου». Το Άσβιλ ήταν μια βουνίσια πόλη «που γρήγορα  θα την έπιανε ο πυρετός τής χτηματικής περιουσίας και θα παραδινόταν σ’ ένα όργιο κερδοσκοπικό, κουρδισμένη, όπως θρηνούσε ο Γουλφ, πάνω στον αμερικανικό υλισμό και την απληστία για δολλάρια».

Μητέρα τού Τόμας Γουλφ ήταν η Ιρλανδοσκωτσέζα Julia Elizabeth Westall, δασκάλα και πλασιέ βιβλίων, πριν παντρευτεί τον Πενσυλβανογερμανό Wiiliam Oliver Wolfe, λιθοξόο. Από τον πατέρα του, που είχε καταπληκτική μνήμη, πήρε ο Γουλφ την πρώτη γεύση τής λογοτεχνίας. Από εκείνον πρωτάκουσε τον μονόλογο του Άμλετ και άλλα διαλεχτά κομμάτια, τα οποία αποστήθιζε και ο ίδιος. Από τον πατέρα του πήρε τον πλούτο και την ηχηρότητα της πρόζας του – ακόμα και «το μεγάλο γούστο τής ζωής», τα γερά του νεύρα. Από την μητέρα του πήρε τον μυστικισμό του και την επίμονη θέληση για μακρόχρονη, εξοντωτική δουλειά. Η «αναπαράσταση» της μητέρας και του πατέρα του με τα ονόματα Ελίζα και Γ. Ο. Γκαντ, είναι, σύμφωνα και με τον Holman, «ανάμεσα στα περιφημότερα πορτραίτα που δίνει ο Γουλφ […] Είδε τον Ευγένιο Γκαντ, τον ήρωα αυτού του μυθιστορήματος, σαν «την συγχώνεψη δυο ισχυρών εγωισμών, της Ελίζας συγκεντρωμένον εσωτερικά, και του Γκαντ ν’ απλώνεται εξωτερικά».

Τρία μεγάλα γεγονότα τής ζωής τού συγγραφέα συνδέονται με το ανά χείρας μυθιστόρημα. Τα δύο περιγράφονται μέσα σε αυτό· πρόκειται, αφ’ ενός, για τον έρωτά του, τον οποίο ποτέ δεν ξεπέρασε πραγματικά, στα 16 του χρόνια, με την Κλάρα (Λάουρα, στο βιβλίο), μια αρραβωνιασμένη κοπέλα 22 ετών, και, αφ’ ετέρου, για την απώλεια του αδερφού του Μπεν. Η περιγραφή τού θανάτου τού Μπεν στο Γύρνα σπίτι,  Άγγελέ μου είναι, κατά πολλούς, το καλύτερο ίσως κομμάτι που έγραψε ο Γουλφ. Στην περιγραφή, εκτός από την τραγωδία μιας χαμένης ζωής, δίνεται και η εικόνα ολόκληρης της οικογένειας, σε όλη την σύνθετη σχέση της, τονισμένη από την ένταση της αγωνίας, κατά «το τελευταίο τρομερό κογκρέσσο μπροστά στον θάνατο».

Ως τρίτο γεγονός, μη υπάρχον, ωστόσο, εντός τού συγκεκριμένου έργου, θα αναφέρουμε εδώ τον δεσμό του με την, κατά 17 χρόνια μεγαλύτερή του, Αλίν Μπέρνσταϊν, σκηνογράφο και σχεδιάστρια κοστουμιών, χωρίς την ενίσχυση και την πίστη τής οποίας, κάποιοι θεωρούν ότι ο Γουλφ δεν θα είχε γράψει ποτέ το εν λόγω αριστούργημά του, το οποίο εκδόθηκε το 1929. Στο μεταξύ, ο Γουλφ, με το πτυχίο τού διδάκτορος αγγλικής φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, δίδαξε κατά διαστήματα στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, από το 1924 έως το 1930. Για τα επόμενα, δε, οκτώ, και τελευταία, χρόνια τής ζωής του αφιερώθηκε αποκλειστικά στην συγγραφή.

Από την ταινία Genius, η οποία αναφέρεται στην ταραγμένη σχέση του συγγραφεά Γουλφ με τον επιμελητή του Πέρκινς.

Η πρώτη γραφή τού Γύρνα σπίτι,  Άγγελέ μου διήρκεσε από το 1926 έως το 1928. Όταν ο εκδοτικός οίκος Scribner έδειξε ενδιαφέρον για το χειρόγραφο, ο συγγραφέας κλήθηκε, από τον βασικό επιμελητή των εκδόσεων, Μάξγουελ Ε. Πέρκινς να το επανεπεξεργαστεί. Η ταραχώδης σχέση συγγραφέα – επιμελητή αποτέλεσε, μάλιστα, πρόσφατα το αντικείμενο της, βασισμένης στο σχετικό βιβλίο, ταινίας Genius (2015). Όταν εκδόθηκε το μυθιστόρημα, στις 18 Οκτωβρίου 1929, σημειώνει ο C. H. Holman, είχε υποστεί περισσότερες μεταβολές «απ’ ό,τι συμβαίνει συνήθως με τα μακροσέλιδα χειρόγραφα αρχάριων αλλά με ταλέντο μυθιστοριογράφων. Έτσι που θα καταντούσε το Γύρνα σπίτι,  Άγγελέ μου να είταν το λιγότερο αντιπροσωπευτικό μυθιστόρημα της εργασίας τού Γουλφ, τόσο σε σύλληψη όσο και σε συγγραφή, διευθέτηση και εκτέλεση».

Πάντως, στην επέτειο των εκατό χρόνων από την γέννηση του Thomas Wolfe (3.10.1900), οι Arlyn και Matthew J. Bruccoli έκαναν ένα μεγάλο (και στην κυριολεξία) δώρο, τόσο στους αναγνώστες όσο και στους ερευνητές τής Λογοτεχνίας, με την δημοσίευση του πλήρους, αρχικού, κειμένου τού μυθιστορήματος, υπό τον τίτλο O Lost. A Story of the Buried Life, την έκδοση του οποίου ανέλαβε το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας, δίνοντας, με αυτήν την εμπεριστατωμένη, φιλολογική έκδοση και ένα οριστικό τέλος στους ποικίλους μύθους που περιέβαλλαν τα σχετικά με τον όγκο τού χειρογράφου και τις περικοπές που είχαν γίνει κατά την έκδοση του 1929.

Αναφερόμενος στην υποδοχή τής πρώτης έκδοσης του μυθιστορήματος του Γουλφ, που αυτομάτως και τον καθιέρωσε, ο C. H. Holman γράφει: «Η λυρική του ένταση και η δραματική του δύναμη αναγνωρίστηκαν αμέσως και επαινέθηκαν· ακόμα πριν να τον εγκωμιάσει ο Σίνκλαιρ Λιούις, με την ευκαιρία τής απονομής τού βραβείου Νόμπελ το 1930, ο Γουλφ είχε αναγνωριστεί σαν προσωπικότητα που λογαριαζότανε στον λογοτεχνικό κόσμο. Η γενέτειρά του Άσβιλ τού έκανε την τιμή ν’ αγαναχτήσει συλλογικά για την απεικόνισή της στο μυθιστόρημά του. Μια σταδιοδρομία μυθιστοριογράφου με μεγάλες υποσχέσεις είχε αρχίσει, κι ο Γουλφ, που διψούσε πρωτύτερα για φήμη, ανακάλυψε ξαφνικά πως δεν την ήθελε. Όχι μονάχα τα μέλη τής οικογένειάς του είχαν δυσαρεστηθεί, όχι μονάχα οι κάτοικοι της Άσβιλ είχαν θυμώσει, αλλά κι ο ίδιος ένιωσε την υποχρέωση να γράψει ένα δεύτερο έργο, καλύτερο από το πρώτο». Λίγο αργότερα, ο Holman, αναφερόμενος τόσο στα χαρίσματα όσο και στις αδυναμίες τού Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου, για το οποίο ο ίδιος ο Γουλφ ομολογούσε ότι είχε το σημάδι τού Οδυσσέα τού Τζόυς, σημείωνε:  «Το Γύρνα σπίτι,  Άγγελέ μου, αν και του λείπει η παραδοσιακή μυθιστορηματική δομή, έχει κάποια ενότητα με τη συγκέντρωσή του πάνω σε μια οικογένεια, σε μια βουνίσια πόλη και σ’ έναν τρόπο ζωής. Διαβάζοντάς το, συναρπάζεσαι με τις ζωηρές νεανικές εντυπώσεις, και κάπως ανυπομονείς να φτάσεις στο τέλος, σ’ εκείνη τη στιγμή τής αυτοκατανόησης».

Όσο για την υπόσχεση ενός δεύτερου, καλύτερου, βιβλίου, πολλοί θεώρησαν ότι εκπληρώθηκε με το Περί Χρόνου και Ποταμού, το οποίο, πάντως, έγινε δεκτό με ανάμικτες αντιδράσεις, ενώ και οι πραγματικά σοβαρές κριτικές αμφισβητήσεις που έχουν διατυπωθεί από τότε για το έργο τού Γουλφ, είχαν πρωτοεκφραστεί ξεκάθαρα σχετικά με αυτό το μυθιστόρημα. Αυτές οι αμφισβητήσεις αφορούν, σύμφωνα και με την συμπύκνωση του C. H. Holman, τα ακόλουθα: «κατά πόσον είναι νόμιμο να υποκαθίσταται το μυθιστόρημα με την αυτοβιογραφία και να παρουσιάζεται σαν δημιουργία· κατά πόσον η ρητορεία, οσοδήποτε ποιητική, μπορεί να γίνει δεχτή σαν υποκατάστατο της δραματικής αναπαράστασης· κατά πόσον η αμεσότητα μπορεί ν’ αντικαταστήσει την αισθητική απόσταση· και, αναπόφευχτα, τι αποτελεί μορφή».[2]

«Η σταδιοδρομία τού Γουλφ, όπως και τα έργα του, έγιναν θέμα συζήτησης πριν από τον θάνατό του», γράφει ο C. H. Holman· «και η πρόωρη αποδημία του, όταν ο κόσμος φαινότανε να ’ναι μπροστά του, και το τεράστιο ταλέντο του ψαχούλευε ακόμα να βρει έναν κατάλληλο τρόπο έκφρασης, πλάτυνε τη συζήτηση, δίχως να δώσει αρκετό βάρος σε καμιά απάντηση. Παραμένει […] ένα «χρυσό αγόρι» που χάθηκε πάνω στην άνθιση του ταλέντου του, και το ερώτημα, αν είχε δώσει ήδη όλα όσα μπορούσε να δώσει – κι έτσι να τον γλύτωσε ο θάνατος από το να δοκιμάσει τους καρπούς κάποιας μείωσης – ή, αν ένα ανώτερο ταλέντο έμεινε απραγματοποίητο με τη σκληρή επέμβαση της μοίρας, θα μείνει αναπάντητο για αυτόν, όπως έχει μείνει αναπάντητο και για όλα τα άλλα «χρυσά αγόρια», που δοκίμασαν πολύ νωρίς «την πικρή συντομία της ζωής μας»».

Όλα τα παραπάνω, ωστόσο, αφήνουν άθιχτο το ζήτημα της δύναμης και της επιτυχίας τού Γουλφ, που συνεχίζεται και ολοένα μεγαλώνει, μέχρι και σήμερα. Αυτή η λογοτεχνική δύναμη, αυτή η ικανότητά του να μιλάει ως μια «ιδιαίτερη αυθεντία», τόσο στους νέους όσο και στους μεγαλύτερους σε ηλικία, ίσως να εξηγείται από το γεγονός ότι ένα από τα μείζονα θέματα του Γουλφ είναι η μοναξιά ως «πυρήνας τής κάθε ανθρώπινης εμπειρίας». «Είδε το κάθε άτομο στον κόσμο σα να ζει σ’ ένα διαμέρισμα, σε απομόνωση από τους συνανθρώπους του και ανίκανο να επικοινωνήσει τέλεια μαζί τους. Αυτή η τραγωδία τής μοναξιάς βρίσκεται στο κέντρο τής εμπειρίας τού Ευγένιου Γκαντ, και κάνει το Γύρνα σπίτι,  Άγγελέ μου ένα βιβλίο που θα μπορούσε να ’χει για ταιριαστό υπότιτλο: Μια ιστορία της Θαμμένης Ζωής[3]. […] Λίγοι άνθρωποι, στα μυθιστορήματα, είναι περισσότερο μοναχικοί από τον πατέρα Γκαντ και την Ελίζα Γκαντ […] και ο καθένας από μας μπορεί να πει μαζί με τον Γουλφ […]: «Γυμνοί και ολομόναχοι  ήρθαμε στην εξορία. Μέσα στη σκοτεινή της μήτρα δεν γνωρίζαμε το πρόσωπο της μητέρας μας: από τη φυλακή τής σάρκας της, ερχόμαστε στην ανείπωτη και αμετάδοτη φυλακή τής γης». Έτσι, όπως το βλέπει ο Γουλφ, όλη η ανθρώπινη εμπειρία αναζητάει τη «μεγάλη ξεχασμένη γλώσσα, το χαμένο τέλος τού μονοπατιού προς τον ουρανό». Ασφαλώς, όπως το έχουν τονίσει διάφοροι κριτικοί, υπάρχουν αυτού μέσα επιρροές τού Γουόρντσγουορθ. Από κάποια ένστιχτη περηφάνεια της παιδικής ηλικίας, κλεινόμαστε σιγά-σιγά σ’ ένα κελί μέσα στην ολοένα μεγεθυνόμενη φυλακή τού κόσμου, η λάμψη και το μεγαλείο τής ζωής θαμπώνουν ολοένα, και βρισκόμαστε αποκλεισμένοι από κάθε επικοινωνία. Αλλά υπάρχουν επίσης επιρροές από ένα βιβλίο που ο Γουλφ το ήξερε και το επαινούσε, […] το Τρίστραμ Σάντυ του Λώρενς Στερν. […] Στον πυρήνα τού Τρίστραμ Σάντυ βρίσκεται η τραγωδία τής απομόνωσης. Ο πατέρας Γκαντ είναι, κατά κάποιον τρόπο, ολοφάνερα ο πρόγονος του Γούωλτερ Σάντυ […], που μάταια έψαχνε για μια λέξη επικοινωνίας με τη γυναίκα του και τον αδελφό του. […] Επειδή, αφού ο ήρωας του Γουλφ δεν μπορεί να βρει μια γλώσσα για να μιλήσει, δεν μπορεί να βρει έναν δρόμο μέσ’ από «τη δίχως επικοινωνία φυλακή αυτής της γης», δεν είναι μονάχα το θύμα τής σιωπής και της έλλειψης γλώσσας – είναι επίσης το θύμα του χρόνου. Και η οντότητα χρόνος», γράφει ο  Holman, «είναι για τον Γουλφ ο μεγάλος συντελεστής στη ζωή και στα βιβλία του, και η μόνη πραγματικά σοβαρή φιλοσοφική ιδέα που χρησιμοποιεί στο μυθιστόρημά του».[4]

Ωστόσο, καταλήγει ο C. H. Holman, κατά κάποιον τρόπο, «τα πρόσωπα του Γουλφ υπερβάλλουν τα θέματά του. Το παράδοξο, σ’ αυτό το σημείο, είναι πολύ μεγάλο: ο Γουλφ, που διατείνεται πως κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να καταλάβει τον αδελφό του, περιγράφει τους συνανθρώπους του με βαθειά κατανόηση· ο Γουλφ, που θέμα του φαίνεται να ’ναι πάντα ο εαυτός του, που τα πρόσωπα μέσ’ στα βιβλία του είναι παρμένα, κατά το πλείστον, μάλλον από τη ζωή, παρά φανταστικά, και που παρουσιάζει τον κόσμο του κυρίως μέσω της αντίληψης ενός ήρωα αυτοβιογραφικού, δημιούργησε μια ομάδα προσώπων τόσο πολύ πραγματικών, ώστε να ζουν πολύ σθεναρά στον νου τού αναγνώστη. Το Γύρνα σπίτι, Άγγελέ μου είναι ίσως το πιο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που έχει γράψει ποτέ Αμερικανός, κι ωστόσο ο πρωταγωνιστής του, ο Ευγένιος Γκαντ, είν’ ένα πρόσωπο πολύ λιγότερο ζωντανό από τα άλλα μέλη τής οικογένειάς του. Ο πατέρας Γκαντ, η Ελίζα, η Έλεν, ο αδελφός του Μπεν, είναι τα πρόσωπα που φλογίζονται από ζωή και απορροφούν τη φαντασία μας. Ο Ευγένιος είναι μάλλον ένα μέσον επικοινωνίας παρά ένα πρόσωπο, ή ίσως να ’ναι επειδή μάς φαίνεται πιο κοντά σ’ εμάς, και λιγότερο σαν κάποιος που παρακολουθούμε».

Οι παραπάνω παρατηρήσεις είναι ιδιαίτερα διεισδυτικές και πρωτότυπες, όσο και καθοριστικές προκειμένου για την απήχηση αλλά για και την κατανόηση του συγκεκριμένου λογοτεχνικού έργου και του συγγραφέα του.

 

Η παγκόσμια κριτική χαρακτηρίζει το Γύρνα σπίτι,  Άγγελέ μου ως ένα από τα μεγαλύτερα και δυνατότερα έργα τής αμερικανικής λογοτεχνίας τού 20ου  αιώνα, καθώς δίνει έναν συγκλονιστικό πίνακα της σύγχρονής του αμερικανικής ζωής και, παράλληλα, του επικού αγώνα ενός ευγενικού εφήβου, ο οποίος προσπαθεί, μέσα από το ασφυκτικό πλέγμα των σύνθετων σχέσεων μιας οικογένειας, να πραγματώσει το ιδανικό του ως πνευματικού ανθρώπου. Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, ένα τέτοιο έργο να μην συμπεριληφθεί στο “ελληνικό μεταφραστικό πρόγραμμα της δεκαετίας τού 1960” (η μετάφραση του Κοσμά πολίτη κυκλοφόρησε για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Καραβία το 1969);

Εξηγούμαι ως προς το τελευταίο:

Ο Κοσμάς Πολίτης, ο μοναδικός “επιζών”, κατά την επικρατούσα άποψη, από την περίφημη Γενιά τού ’30, σε ό,τι αφορά τις αισθητικές αναζητήσεις και επιτεύξεις τής πεζογραφίας εκείνης τής διάσημης “παρέας” (“παρέα” στην οποία, σημειωτέον, ο ίδιος είχε δείξει, άμεσα και έμμεσα, ότι δεν ήθελε αναγκαστικά να ανήκει), κατά την δεκαετία τού ’60, εκλήθη ως μεταφραστής από την American Library (διοικούμενη τότε από την Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών), τη μεσολαβήσει τής Ιώς Μαρμαρινού, η οποία εργαζόταν εκεί, προκειμένου, αρχικά, για την έκδοση στην ελληνική γλώσσα έργων τού Henry James (ο Κοσμάς Πολίτης είχε ήδη μεταφράσει Τα χαρτιά τού Άσπερν στον Ταχυδρόμο, Μάρτιος – Απρίλιος 1964). Σημειωτέον ότι η εν λόγω Υπηρεσία, ήδη από τα τέλη τής δεκαετίας τού 1940, και μέχρι και τις δεκαετίες 1960 και 1970 (τουλάχιστον μέχρι το 1974), είχε πρόγραμμα (και προϋπολογισμό βεβαίως) να μεταφρασθούν στην ελληνική έργα Αμερικανών κυρίως συγγραφέων, πεζογράφων, δοκιμιογράφων, στοχαστών. Ο Κοσμάς Πολίτης, τελικά, έλαβε μεγάλο αριθμό παραγγελιών, ενώ, παράλληλα, δόθηκε η αντίστοιχη επιδότηση σε συγκεκριμένους εκδοτικούς οίκους, μεταξύ των οποίων και οι: Φέξης, Κακουλίδης, Ίκαρος, Παπαδημητρίου, Πεχλιβανίδης, Καραβίας, Συρόπουλος κ.ά. Μάλιστα, ως προς τον Τόμας Γουλφ, η μεταφραστική παραγωγή τού Πολίτη κάλυψε και τον λογοτεχνικό και τον δοκιμιακό χώρο, όπως είδαμε, από τις εκδόσεις Καραβία και από τις εκδόσεις Πεχλιβανίδη αντίστοιχα.

«Ο πεζογράφος και μεταφραστής Κοσμάς Πολίτης (ψευδώνυμο του Παρασκευά ή Πάρι Ταβελούδη, Αθήνα 1888 – Αθήνα 1974), δεν υπήρξε μόνον ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς τής νεοτερικής γενιάς τού ’30», γράφει ο Στέφανος Μπεκατώρος, στο «Επίμετρο» του τόμου Έδγαρ Άλλαν Πόε, Αφηγήματα. Οι ιστορικές μεταφράσεις από τον Κοσμά Πολίτη, «αλλά όπως πλέον δείχνει η φιλολογική και κριτική αξιολόγησή του, ένας από τους σημαντικότερους τεχνίτες μας του λόγου στον 20ό αιώνα, με υψηλή καλλιτεχνική συνείδηση, όπως αποφαίνεται ο Γ.Π. Σαββίδης, ο οποίος τον θεωρεί «μεγάλο συγγραφέα». Με τον Πολίτη, όμως, συμβαίνει κάτι το παράδοξο, που τον κάνει (σε ένα τουλάχιστον σημείο) να μη μοιάζει με κανέναν Έλληνα λογοτέχνη, όπως διέκρινε από το 1936 ο Καραντώνης: ως πεζογράφο χαρακτηρίζει τον εαυτό του «το πολύ πολύ ερασιτέχνη», ενώ ως μεταφραστή «επαγγελματία»».[5] Ο Μπεκατώρος αναφέρεται, στην συνέχεια, πιο συγκεκριμένα στην μεταφραστική εργασία τού Κοσμά Πολίτη, την οποία χαρακτηρίζει ως «κατ’ οίκον βιοτεχνία» (διορθώνοντας τον σχετικό χαρακτηρισμό «βιομηχανία μεταφράσεων» από τον Στρατή Τσίρκα) και της οποίας την υποθετική αρχή τοποθετεί στο έτος 1943, ενώ το επίσημο τέλος στο έτος 1973, περίπου έναν χρόνο πριν τον θάνατο του συγγραφέα, τον Φεβρουάριο του 1974. Θεωρεί, δε, ο Μπεκατώρος ότι αυτή η τριακονταετούς διάρκειας μεταφραστική εργασία ενυπήρχε στην πνευματική συγκρότηση του Κοσμά Πολίτη ως «δημιουργική ροπή», ήδη από τα εφηβικά του χρόνια στην Σμύρνη.[6]

Την «μεταφραστική πληθωρικότητα» του Κοσμά Πολίτη (περισσότεροι από 113 διαφορετικοί τίτλοι εμφανίζονται στην οικεία λημματογραφική κατηγορία στο Σχεδίασμα Βιβλιογραφίας[7], χωρίς να συμπεριλαμβάνονται στον παραπάνω αριθμό οι ιδιαίτεροι τίτλοι, επί παραδείγματι, των διηγημάτων τα οποία συναποτελούν τις εκάστοτε συλλογές, ενώ και η ως άνω καταγραφή, ούτως ή άλλως, δεν είναι πλήρης) ο Στέφανος Μπεκατώρος την αποδίδει τόσο σε λόγους οικονομικούς όσο και σε λόγους ψυχικούς – πνευματικούς, ενώ την συνδυάζει με την μικρή, σε σύγκριση με άλλους συγγραφείς, παραγωγικότητα του Κοσμά Πολίτη όσον αφορά στο πρωτότυπο μυθοπλαστικό έργο του. Επιπλέον, ο Μπεκατώρος παραθέτει, μεταξύ άλλων, και την γνώμη τού Γ.Π. Σαββίδη, σύμφωνα με τον οποίον ο Κοσμάς Πολίτης «ήταν έμπειρος και ευσυνείδητος μεταφραστής».[8] Η μαρτυρία, εξάλλου, του Γ.Π. Σαββίδη είναι ιδιαιτέρως σημαντική και ως προς κάτι άλλο· ως προς το γεγονός ότι, όπως γράφει: «Η δική μας γενιά τον έβλεπε [τον Κοσμά Πολίτη] πια μονάχα σαν μεταφραστή [αναφέρεται στην περίοδο 1954-1955]. […] Η μετάφραση μάς συνέδεσε, πρώτα επαγγελματικά και σιγά-σιγά φιλικά. Έγινε ένας από τους κυριότερους λογοτέχνες – μεταφραστές τού Ταχυδρόμου (και του Βήματος κατόπι), μαζί με τον Γιάννη Μπεράτη και τον Σωτήρη Πατατζή».[9]

Θα τολμούσα εδώ να πω ότι πολλοί από εμάς έχουν γνωρίσει στο παρελθόν σημαντικά κείμενα της ξενόγλωσσης λογοτεχνίας (και όχι μόνον) μέσα από τις μεταφράσεις τού Κοσμά Πολίτη, αλλά το όνομα του μεταφραστή τείνουμε να το ξεχνάμε· γίνεται, ίσως, κάτι παρόμοιο με τους στιχουργούς κάποιων πολύ γνωστών τραγουδιών ή τα στενάκια κοντά στο σπίτι μας, στις πόλεις: δεν χρειάστηκε ποτέ να αποστηθίσουμε το όνομά τους, αρκεί το ότι γνωρίζουμε πού βρίσκονται.

Είναι, λοιπόν, διπλά σημαντική η παρούσα επανέκδοση από το Μεταίχμιο και η ένταξη του τόμου στην πολλά υποσχόμενη Σειρά «Μεγάλες Αφηγήσεις».

info: Τόμας Γουλφ, “Γύρνα σπίτι,  Άγγελέ μου”, μτφρ: Κοσμάς Πολίτης, Μεταίχμιο

Σημειώσεις

[1] Αυτά τα δύο «διαφορετικά και αντίθετα «στυλ»» τού έργου τού Γουλφ, από τη μια, την λυρική ένταση, ενισχυμένη από το σπάνιο σε ποιότητα «μνημονικό» που διέθετε, και, από την άλλη, την, όχι πάντοτε ευπρόσδεκτη, «ρητορική προτροπή» τής λογοτεχνικής έκφρασής του, ο C. H. Holman τα σχολιάζει εκτενέστερα στην συνέχεια.

[2] «Ο Λούις Δ. Ράμπιν υιός, σε μια εξαιρετική μελέτη για τον Γουλφ», μας πληροφορεί ο C. H. Holman, «έχει προτείνει να γίνει δεχτή σαν σαφές γεγονός η αυτοβιογραφική ιδιότητα των μυθιστορημάτων, και έπειτα να εξεταστούν σαν μυθιστορήματα, σαν έργα τέχνης. Αφού γίνει αυτό – και ο κ. Ράμπιν το επιχειρεί με μεγάλη δεξιότητα – το Γύρνα σπίτι, Άγγελέ μου προβάλλει σαν το μόνο ικανοποιητικό βιβλίο τού Γουλφ».

[3] Φαίνεται πως ο C. H. Holman εισακούστηκε από τους επιμελητές τού O Lost. A Story of the Buried Life. «Η ανάγκη», γράφει, «που έχουν τα πρόσωπα του Γουλφ για μια γλώσσα, που να διαρρήξουν μ’ αυτή τους απομονωτικούς τοίχους, είναι πολύ μεγάλη. Σε μια σκηνή τού Περί Χρόνου και Ποταμού, η Έλεν, η αδελφή τού Ευγένιου Γκαντ, είναι πλαγιασμένη ξύπνια στα σκοτεινά: «Και ξαφνικά, μ’ ένα συναίσθημα τρομερής αποκάλυψης, είδε το παράδοξο και το μυστήριο της ανθρώπινης ζωής· ένιωσε γύρω της μέσ’ στο σκοτάδι την παρουσία δέκα χιλιάδων ανθρώπων, ο καθένας τους πλαγιασμένος στο κρεβάτι του, γυμνός και ολομόναχος, ενωμένος με την καρδιά τής νύχτας και του σκοταδιού, και ν’ αφουγκράζεται, όπως αυτή, τους ήχους τής σιωπής και του ύπνου… Και της φάνηκε, πως αν οι άνθρωποι αφουγκράζονταν μέσ’ στο σκοτάδι, κι έστελναν τη γλώσσα τής γυμνής μοναχικής ψυχής τους μέσ’ από τη σιγαλιά τής νύχτας θα εξαφανιζότανε το κάθε σφάλμα, η κάθε ψευτιά και αναταραχή τής ζωής τους, δεν θα ’τανε πια ξένοι, και ο καθένας θα ’βρισκε τη ζωή που αποζητούσε και ποτέ δεν είχε βρει έως τότε»».

[4] Κάποιοι θεωρούν πιθανή και την επίδραση του Μπεργκσόν στον Γουλφ.

[5] Βλ. στο Έδγαρ Άλλαν Πόε, Αφηγήματα. Οι ιστορικές μεταφράσεις από τον Κοσμά Πολίτη, Επιμέλεια – Επίμετρο: Στέφανος Μπεκατώρος, Ελληνικά Γράμματα, 2006, στο Επίμετρο εκεί με τον τίτλο: «Κοσμάς Πολίτης: Ο γνωστός και ο άγνωστος μεταφραστής τού Ε.Α. Πόε. Δύο ανόμοιοι: αποκλίσεις και “συναντήσεις”», σσ. 377-460/ εδώ, σσ. 379-380.

[6] Βλ. ό.π., σσ. 390-392.

[7] Γιώργος Καλλίνης, Σχεδίασμα Βιβλιογραφίας Κοσμά Πολίτη (1930-2006), University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2008.

[8] Παρατίθεται στο Έδγαρ Άλλαν Πόε, Αφηγήματα, ό.π., σ. 399. Πρέπει να σημειωθεί εδώ και η άποψη του Μένη Κουμανταρέα ότι στον Κοσμά Πολίτη «χρωστάμε πολλές και καλές μεταφράσεις»· βλ. στο Μένης Κουμανταρέας, «Ο Παρασκευάς που έγινε Κοσμάς», περ. Διαβάζω, τχ. 116, 10.4.’85/ Αφιέρωμα: Κοσμάς Πολίτης, σσ. 13-22/ εδώ, σ. 19.

[9] Βλ. στο Γ.Π. Σαββίδης, «Αντί Στεφάνου. Μαρτυρία για τα είκοσι τελευταία χρόνια τής ζωής τού Κοσμά Πολίτη», Εφήμερον Σπέρμα (1973-1978), Ερμής, Αθήνα, 1978, σσ. 64-68/ εδώ, σσ. 65-66.

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΑνοιχτή επιστολή στον Γιάννη Βαλτή για το βιβλίο του Εxtra Ball και ένα μικρό σχόλιο της Ελένης Χοντολίδου
Επόμενο άρθροΊαν Ράνκιν, Ακόμη και τα άγρια σκυλιά (του Γρηγόρη Αζαριάδη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ