Τρεις γυναίκες συγγραφείς

0
1461

 

Της Έλενας Χουζούρη. (Π.Παμπούδη, Ζ.Κουντούρη, Μ.Πάουελ).

Η  γυναικεία λογοτεχνική  παρουσία είναι έντονη και ισχυρή στις μέρες μας και δεν αναφέρομαι στην πλημμυρίδα των γυναικείων ονομάτων που κατακλύζουν τα ράφια των μεγαλοκαταστημάτων και των σούπερ μάρκετ –ενίοτε και των αμιγώς βιβλιοπωλείων-με τα εύπεπτα και ψυχαγωγικά τους μυθιστορήματα. Αναφέρομαι σε εκείνες τις γυναίκες συγγραφείς που διακονούν απαιτητικά και δημιουργικά  την λογοτεχνία και στην περίπτωσή μας ο λόγος για τις συγγραφείς,  Παυλίνα Παμπούδη, Ζέτα Κουντούρη και Μαρία Πάουελ.

Εκ της ποιήσεως ορμώμενη η Παυλίνα Παμπούδη –από τις ισχυρότερες φωνές της λεγόμενης «Γενιάς του ΄’70- με θητεία και στις εικαστικές τέχνες, αναμετρήθηκε με την πεζογραφία για πρώτη φορά το 2003 με το βιβλίο της Χάρτινη Ζωή[εκδ. Ροές]. Στο βιβλίο αυτό, με το έντονο άρωμα της μετανεωτερικότητας , η Παμπούδη ανασυστήνει το παρασκήνιο του ιστορικού γίγνεσθαι με ποικίλα αφηγηματικά υλικά, επιστολές, δημοσιεύματα του Τύπου, αποσπάσματα από μαθητικά τετράδια, τηλεγραφήματα, ανακοινώσεις του ΕΛΑΣ, συν εμβόλιμες τριτροπρόσωπες αφηγήσεις. Ένας ολόκληρος κόσμος αναπαριστώμενος με τα «χάρτινα» υλικά του. Από την πρώτη εκείνη επιτυχή συνομιλία της Παμπούδη με την τέχνη του πεζού λόγου  πέρασε μια δεκαετία κατά την οποία η ποίηση είχε και πάλι την  πρώτη θέση στην δημιουργική πορεία της ποιήτριας. Να όμως που η πεζογραφία εμφανίστηκε και πάλι πίσω από τις ποιητικές λέξεις της Παμπούδη, με έντονο όμως το άρωμα της ποίησης αυτή τη φορά, τουλάχιστον όσον αφορά τη διάθεση και την θερμοκρασία του κειμένου. Αλλά και ο τίτλος- καθόλα ποιητικός-  προιδεάζει για ό,τι μας επιφυλάσσει το δεύτερο πεζογραφικό εγχείρημα της Παμπούδη: «Το χεράκι στον ιστό». Η μικρή Ξένη προσπαθώντας να λύσει το μυστήριο του θανάτου που συμπυκνώνεται στο ρήμα «έφυγε», το οποίο  χρησιμοποιούν οι μεγάλοι για κάποιον που πεθαίνει, κατεβαίνει στο υπόγειο όπου ανάμεσα στις ξεχασμένες παλιατσαρίες ανακαλύπτει μια ζωγραφιά. Σ’ αυτήν,    «μέσα σε μια μελανή, φουσκωμένη  θάλασσα παράδερνε στην αιωνιότητα ένα φασματικό  τρικάταρτο που έγραφε στα πλευρά του «Ο ΠΑΡΩΝ». Η μικρή Ξένη βάζει το χεράκι της στο Ω και αμέσως αρχίζει να περιδινίζεται στο χάος του χρόνου. Είχε-κατά τη συγγραφέα- πιαστεί στο δίχτυ του χάους. Από κει και πέρα,  μ ένα θαυμαστό τρόπο,  και μια εξαιρετικά υψηλή αισθαντικότητα, η Παμπούδη μας κάνει συμμέτοχους σ ένα εναλλασσόμενο, ανάμεσα στο φανταστικό και στο ρεαλιστικό, παιχνίδι με τον χρόνο. Τον δικό της  βιωμένο χρόνο,  ο οποίος από μια ηλικία και μετά ανακαλείται στη μνήμη μας  ως ένα ασυνεχές ρευστό, σαν μία σχεδόν χαοτική κατάσταση που προσομοιάζει με εκείνη των ονείρων. Αξιοποιώντας αυτό το, κατά βάση και διάθεση ποιητικό εύρημα, η Παμπούδη  αρχίζει ένα παιχνίδι με το χρόνο, τον δικό της χρόνο, όμοιο με το άναρχο πέταγμα μιας πολύχρωμης πεταλούδας όπως αυτή που ταριχεύει η μικρή Ξένη. Προβάλλουν εικόνες, εμφανίζονται τόποι, εναλλάσσονται πρόσωπα, ζώντα και τεθνεώτα,  ακούγονται φωνές, λέξεις αναπαριστούν   μικρής διάρκειας διαλόγους,  ανοίγουν κλείνουν περιστατικά ενός μνημειωμένου, σχεδόν αθώου, καθημερινού βίου, όπου ακόμα και οι γάτες αποκτούν την πραγματική τους διάσταση που είναι αναμφισβήτητα ποιητική και μυστηριακή.  Τα πρόσωπα αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο σαν να τα βλέπουμε πίσω από διαφάνειες οι οποίες φωτίζονται ανάλογα σε ποιο χρόνο βρίσκονται.  Από το 1960 πετάμε στο 1978 και μ ένα παφ γυρίζουμε πίσω στη δεκαετία του 1950 για να βρεθούμε με μια βουτιά στο 1984.  Σαν να βλέπουμε πρόσωπα και πράγματα μέσα από αντικατοπτρισμούς, σε μια άλλη διάσταση, πέραν του υλικού και απτά αναγνωρίσιμου. Αυτή η ατμόσφαιρα που αναδύεται μου θύμισε  τον «Καθρέφτη» του Ταρκόφσκι.  Στο μεταξύ κάπου ανάμεσα στα συνεχή χρονικά πετάγματα εμφανίζονται μηνύματα από την επόμενη χιλιετία, που  προοιωνίζονται  μια σχεδόν απειλητική,  ασφυκτικά  προσγειωμένη και μονοσήμαντη  διάσταση ζωής, αντίθετη  με την πολυχρωμία και το πολυδιάστατο του «ονειρικού» βίου της μικρής Ξένης.

Εκκινώντας από το ισχυρό ποιητικό της υπόβαθρο –αλλά και το εικαστικό- ακουμπώντας στα βιώματα μιας ζωής που ήδη μετράει πάνω από έξη δεκαετίες, η Παμπούδη δεν επέλεξε ούτε στο δεύτερο μυθιστόρημά της πεπατημένους αφηγηματικούς τρόπους για να μιλήσει για τον χρόνο, τη ρευστότητα, τη ματαιότητα,   το φευγαλέο του βίου, τη φθαρτότητα, το θάνατο αλλά και  την μέγιστη ανάγκη του ανθρώπου να αναστοχαστεί, να «μετεμψυχώσει», όσα συνιστούν τον δικό του βίο, τους προσωπικούς του θησαυρούς. Η Παμπούδη, και με τη  δεύτερη πεζογραφική της κατάθεση, αποδεικνύει πόσο βαθιά κατέχει τους λογοτεχνικούς κανόνες, πόσο τους σέβεται και πόσο εύστοχα τους αναδημιουργεί είτε μέσω της ποίησης- κυρίως- είτε μέσω της πεζογραφίας της. «Το χεράκι στον ιστό» είναι ένα πολυπρισματικό, ανοιχτό σε αναγνώσεις, σε ονειρικά πετάγματα, σε αναστοχασμούς, σε ποιητικές διαδρομές, σε εικαστικά ταξίδια, μέσα στο χρόνο και τον χώρο,  ξεχωριστό μυθιστόρημα.

Όψεις και φαινόμενα της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας απασχολούν τόσο την Ζέτα Κουντούρη στο μυθιστόρημά της «Πίστωση χρόνου»[εκδ. Κέδρος] όσο και την Μαρία Πάουελ στο μυθιστόρημά της «Όξινη βροχή» [εκδ. Κέδρος].  Σε όλα τα έως σήμερα μυθιστορήματα και διηγήματά της η Ζέτα Κουντούρη ενδιαφέρεται περισσότερο για τη μικροκλίμακα των ανθώπινων συναισθημάτων και αντιδράσεων αλλά και την τραγικότητά τους όταν εκπορεύονται από άτομα που δεν εμπίπτουν στον κανόνα αυτής της μικροκλίμακας και διεκδικούν την ανατροπή τoυ. Δεν είναι τυχαίο ότι συνηθίζει να τοποθετεί τους ήρωες και τις ηρωίδες της σε κλειστά, συντηρητικά, ασφυκτικά περιβάλλοντα τα οποία δεν κατονομάζει αλλά από τα περιρρέοντα συμφραζόμενα γίνεται φανερό ότι αναφέρονται σε  κάποια ελληνική επαρχία. Συνήθως δεν δηλώνεται ρητά ο χρόνος αλλά και πάλι γίνεται αντιληπτό ότι δεν πρόκειται για το απώτερο παρελθόν. Στο τελευταίο μάλιστα μυθιστόρημά της, -χωρίς και πάλι να έχουμε κάποια ρητή χρονολογική δήλωση- τα  κοινωνικά φαινόμενα τα οποία αναδύονται πίσω από την μυθιστορηματική πλοκή αφορούν το εγγύτατο, δυσοίωνο παρελθόν μας. Πριν γίνω πιο συγκεκριμένη, θα πρέπει να τονίσω ότι σε καμιά περίπτωση η Κουντούρη δεν μένει σ΄ αυτά, ούτε   ότι αυτά  κυρίως υπογραμμίζει. Όπως σε όλα της τα μυθιστορήματα, ο στόχος της είναι και εδώ ανθρωποκεντρικός. Την ενδιαφέρουν δηλαδή το πώς οι άνθρωποι φτιάχνουν η καταστρέφουν τις ζωές τους. Το πόσο τις κανοναρχούν η άγονται και φέρονται από τις  έξωθεν περιστάσεις. Τέλος, το τι πίστωση χρόνου δίνουν σ αυτές και στον εαυτό τους.

Στην προκειμένη περίπτωση, τα βασικά  πρόσωπα του μυθιστορήματος της Κουντούρη, ο Τζόνυ ο αίλουρας, ένας κακοποιός – πιόνι του υπόκοσμου μιας ελληνικής επαρχιακής πόλης που κρύβεται πίσω από πολλά ονόματα, οι δύο αδελφές του, Χρυσάνθη και Ελισσάβετ που δεν γνωρίζουν πού βρίσκεται, τι κάνει, η Νίκη Χριστοφή, πρώην κονσοματρίς που την παντρεύτηκε ο πρώην  εύπορος επιχειρηματίας της πόλης  Πέτρος Χριστοφής ο οποίος, σήμερα,  εκβιάζεται από το  τοπικό τοκογλυφικό κύκλωμα και τέλος αυτοκτονεί, μπλέκονται σε μια υπόθεση που τους αναγκάζει να έρθουν αντιμέτωποι με όλα τα μυστικά και τα ψέματα πάνω στα οποία έχτισαν τη ζωή τους, την οικογενειακή και την προσωπική. Σ΄ένα κοινωνικό περιβάλλον που επίσης βάσισε τη ζωή του σε παραπλανήσεις και σε ψέματα και που βρίσκεται πλέον υπό κατάρρευση, – η οικονομική κρίση δηλώνεται εμμέσως- η απόπειρα δολοφονίας της Νίκης Χριστοφή από τον κακοποιό με τα πολλά πρόσωπα και  τις …οχτώ πλαστές ταυτότητες, γίνεται η αφορμή για να ξεκινήσει ένα τσουνάμι ανατροπών που θα ξεσκεπάσει τόσο τα κακώς κείμενα της οικογένειας του Τζόνυ του αίλουρα, όσο και τις παθογένειες της ίδιας της ελληνικής επαρχιακής πόλης, μικρογραφία της χώρας μας. Η   Κουντούρη επιλέγει με ικανοποιητική δεξιοτεχνία  την αφηγηματική τεχνική των πολλαπλών πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων των ηρώων έτσι ώστε ο αναγνώστης να «ακούει» τις διαφορετικές εκδοχές τους τόσο για την  υπόθεση όσο και  για  τα πρόσωπα τα οποία εμπλέκονται σ αυτήν. Με τον τρόπο αυτό φωτίζονται και οι πιο κρυφές και σκοτεινές πλευρές   του χαρακτήρα των ηρώων,   των οικογενειακών, κακοφορμισμένων, μυστικών τους, αλλά και των ζοφερών καταστάσεων που επικρατούν στην πόλη.  Ένα ενδιαφέρον, από κάθε άποψη, μυθιστόρημα .

 

Ένα δυστοπικό μυθιστόρημα που ξετυλίγεται σε μια δυστοπική, καταρρέουσα Αθήνα στήνει η  Μαρία Πάουελ στην «Όξινη βροχή» (εκδ. Κέδρος). Σε όλα τα έως σήμερα, τρία κατά σειρά, μυθιστορήματά της η Πάουελ  εστιάζει σε παθογένειες της σύγχρονης ελληνικής ζωής ρίχνοντας το φακό της – η συγγραφέας προέρχεται εν πολλοίς από τον κόσμο του κινηματογράφου- στις περισσότερο απόκρυφες πλευρές τους, που είναι και οι πιο καθοριστικές εντέλει. Αυτός ο τρόπος θέασης των πραγμάτων συντελεί στο να την απομακρύνει από έναν προσχηματικό ρεαλισμό ο οποίος συνήθως ενεδρεύει όταν σύγχρονα ζητήματα διεκδικούν τη λογοτεχνική τους μετάπλαση. Αποφεύγοντας αυτήν την κακόγουστη παγίδα η Πάουελ δημιουργεί μυθιστορήματα εντόνως ατμοσφαιρικά, που βασίζονται περισσότερο στις σκιές και στα περιγράμματα, στις σιωπές παρά στις φωνασκίες, στις αποχρώσεις παρά στα καθαρά χρώματα. Ως προς αυτό η Πάουελ έρχεται κοντά στον ιδιότυπο ατμοσφαιρικό ρεαλισμό του Μένη Κουμανταρέα και στην ελλειπτικότητα και πυκνότητα της Έρσης Σωτηροπούλου. Τα στοιχεία αυτά βρίσκονται σε πλήρη ανάπτυξη στο τελευταίο της μυθιστόρημα. Στην «Όξινη βροχή» παρακολουθούμε δυο παράλληλες πορείες παρακμής και διάλυσης, του μεσήλικα ώρομίσθιου καθηγητή Ιστορίας Άρη Βλασόπουλου και της πόλης των Αθηνών, μιας πόλης φάντασμα φτιαγμένης από φτηνά υλικά που όπου να’ ναι θα κατέρρεαν, σαν τη ζωή του, όπως θα σκεφτεί σε κάποια σελίδα του μυθιστορήματος ο ήρωας. Πιο συγκεκριμένα, ο Άρης Βλασόπουλος  είναι ένας άβουλος,  αναποφάσιστος, άτολμος άνθρωπος, που διακατέχεται από συνεχή συναισθήματα μετεωρισμού και προσωρινότητας. Η προσπάθειά του να ξεφύγει από τη μίζερη ζωή του καθηγητή σε μια επαρχιακή πόλη είχε πέσει  στο κενό γιατί τα «ζεστά» χρήματα που του άφησε η μητέρα του- είχε να τη δει τριάντα χρόνια- φαγώθηκαν από έναν επιτήδειο χρηματιστή τον καιρό της κατάρρευσης του χρηματιστηρίου, κι αμέσως μετά τον  εγκατέλειψε και η γυναίκα του ως αποτυχημένο. Η έλευσή του στην Αθήνα έγινε για έναν και μοναδικό σκοπό: Να ανακαλύψει τον εξαφανισμένο χρηματιστή του,  να του ζητήσει τα διαφυγόντα κέρδη κι έτσι να μπορέσει επιτέλους να αναβαθμίσει την αδιάφορη και μίζερη ζωή του.  Τελικά ο χρηματιστής μετατρέπεται σε μία έμμονη ιδέα για τον Βλασόπουλο η οποία παραμερίζει οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του  όσο σοβαρό κι αν είναι. Η εμφάνιση της  ηλικιωμένης διαχειρίστριας της πολυκατοικίας, όπου διαμένει, πυροδοτεί μια σειρά ανατροπών στη ζωή του ήρωα που αδυνατεί να ελέγξει, ενώ ταυτόχρονα αναζωπυρώνει μέσα του τα τραύματα της παιδικής και εφηβικής  του ηλικίας- παιδί εγκαταλελειμμένο από τη μετανάστρια, στη Γερμανία, μάννα του, μεγαλωμένο σε, εθνικοφρόνων αξιών,  οικοτροφείο.  Και όσο συμβαίνουν αυτά αρχίζει η βροχή. Σιγανή στην αρχή, δυνατή αργότερα, καταρρακτώδης στη συνέχεια, δεν λέει να σταματήσει. Σταδιακά η πόλη των Αθηνών τυλίγεται σ ένα υδάτινο πέπλο που αρχίζει να την κατατρώει. Ο ήρωας παρά την ασταμάτητη βροχή συνεχίζει,  αφενός να προσπαθεί να ανακαλύψει τον χρηματιστή και αφετέρου να παρακολουθεί με την ίδια αβουλία και αναποφασιστικότητα  τα  γεγονότα που του συμβαίνουν, όπως η εισαγωγή στο νοσοκομείο της ηλικιωμένης διαχειρίστριας, η εισβολή στη ζωή του της νοσοκόμας που την φροντίζει, ο θάνατος της πρώτης. Η μόνη του διέξοδος από το άγχος της εξεύρεσης του χρηματιστή και της θλιβερής του πραγματικότητας είναι οι επισκέψεις του στο μπαρ SALAMANDRA [sic] για να συνευρεθεί με τη φανταχτερή Ζέλντα. Και η βροχή συνεχίζεται, οι συνταξιούχοι του καφενείου της γειτονιάς του ενημερώνονται από την τηλεόραση για τις  καταστροφές που έγιναν, για τις καταστροφές που επίκεινται, ότι η πόλη οσονούπω βουλιάζει στο νερό, ότι γκρεμίζονται σπίτια, ότι…ότι…ότι… Η όξινη βροχή δεν αφήνει τίποτα όρθιο, ακόμα και το μπαρ SALAMANDRA  καταρρέει,  η καταστροφή είναι σχεδόν βιβλική. Και ο ήρωας μας τι κάνει;, Εν μέσω χαλασμάτων κατορθώνει να φτάσει στον μοναδικό του στόχο; Τον χρηματιστή; Η συνέχεια στο μυθιστόρημα… Το αρτιότερο  της Πάουελ, η οποία προσεγγίζει και αναδεικνύει με εξαιρετική  ενάργεια και ευαισθησία πολλαπλές πλευρές της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας χωρίς να υποπέσει ούτε στο ελάχιστο σε προσχηματική ρητορεία και κοινότοπα κλισέ. Ένα μυθιστόρημα με διάχυτο το  άρωμα ατμοσφαιρικής  ταινίας πολλαπλών φωτοσκιάσεων.

INFO:

Παυλίνα Παμπούδη, Χάρτινη Ζωή(εκδ. Ροές).

Ζέτα Κουντούρη, «Πίστωση χρόνου»(εκδ. Κέδρος)

Μαρία Πάουελ στην «Όξινη βροχή» ( εκδ. Κέδρος)

Προηγούμενο άρθρο«Αβελάρδος και Ελοΐζα»: Μια γοτθική σκηνική σύνθεση
Επόμενο άρθροΙστός μεταφραστών στην Πόλη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ