Σκηνικά για μια ανώφελη παράσταση

1
186

του Παντελή Τσαλουχίδη.  

κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ξεφύγει, τί νὰ τὴν κάνεις τὴ δύναμη, δὲν μπορεῖς
νὰ ξεφύγεις τὴ θάλασσα ποὺ σὲ λίκνισε καὶ ποὺ γυρεύεις
τούτη τὴν ὥρα τῆς ἀμάχης, μέσα στὴν ἀλογίσια ἀνάσα,
μὲ τὰ καλάμια ποὺ τραγουδοῦσαν τὸ φθινόπωρο σὲ τρόπο λυδικό,
τὴ θάλασσα ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ βρεῖς ὅσο κι ἂν τρέχεις
ὅσο κι ἂν γυρίζεις μπροστὰ στὶς μαῦρες Εὐμενίδες ποὺ βαριοῦνται,
χωρὶς συχώρεση.
(Γ. Σεφέρης Μυθιστόρημα, ΙΣΤ΄, στιχ. 18-24)

Έγραφα για την παρουσίαση της προηγούμενης ποιητικής συλλογής της Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου «Όροφος μείον ένα» ότι πρόκειται για μια βίαιη ενηλικίωση, όπου ο θάνατος του πατέρα εκβιάζει, επιταχύνει και δραματοποιεί την αργή και λιγότερο επώδυνη ενηλικίωση – προσωπική και ποιητική – της ποιήτριας. Από την άλλη, μια τέτοια συλλογή όπου το βίωμα του θανάτου καλύπτει καθ’ ολοκληρία τη θεματολογία της είναι σαφώς δύσκολο να επαναληφθεί. Παρέμεναν ωστόσο ανοιχτά μια σειρά από ζητήματα ποιητικής σχετικά με το «Όροφος μείον ένα», όπως ποια στοιχεία της θεματικής του θα διατηρηθούν, αν θα επιμείνει η ποιήτρια στο οξύ και σκληρό – συχνά επιθετικό λεξιλόγιό – του και τέλος αν θα κεφαλαιοποιηθούν τα εκφραστικά του επιτεύγματα: ακρίβεια, οργάνωση, ρεαλισμός, χιούμορ πικρό κάποτε στα όρια της σάτιρας. Θα προσπαθήσω να απαντήσω στα προηγούμενα ερωτήματα ιχνογραφώντας το περίγραμμα της νέας συλλογής και επιχειρώντας προσεκτικές, ελπίζω, τομές στο ανοιχτό τραύμα του ποιητικού λόγου.

Διόλου αμελητέα ποσοτικά, η ποιητική παραγωγή της ποιήτριας συγκεντρώνεται σε έξι ποιητικές συλλογές που καλύπτουν διάστημα είκοσι έξι χρόνων και είναι οι εξής:
Λυπημένες μαργαρίτες, εκδ. Εγνατία, Θεσσαλονίκη, 1986
Το τρίπτυχο του φέγγους,
Ιδιωτική έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1993
Εν τη ρύμη του νόστου,
εκδ. Αρμός, Αθήνα, 1999
Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα,
εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2004
Όροφος μείον ένα,
εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2008
Το Επιδόρπιο, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 2012

 

Επαναλαμβάνω εδώ τρία συμπεράσματα για το σύνολο του ποιητικού έργου της Ε.Α. Λουκίδου, τα οποία κατέγραψα για την προηγούμενη συλλογή της και που επιβεβαιώνονται και στην τελευταία. Πρώτα απ’ όλα, η χρονική διαφορά ανάμεσα σε κάθε συλλογή σε σχέση με την προηγούμενή της μειώνεται συνεχώς έως το «Όροφος μείον ένα» και παραμένει σταθερή (τέσσερα χρόνια) ανάμεσα στις δυο τελευταίες. Πράγμα που πιθανότατα σημαίνει πως η ποίηση διαρκώς κερδίζει έδαφος και επεκτείνει το χώρο της ανάμεσα στο σύνολο των δραστηριοτήτων της ποιήτριας. Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι οι εκφραστικοί τρόποι έχουν παγιωθεί και ωριμάσει, ώστε να επιτρέπουν την ανετότερη παραγωγή ποιητικού λόγου, κάτι που μπορεί κανείς να το διαπιστώσει συγκρίνοντας τα ποιήματα των τριών τελευταίων συλλογών με αυτά της δεύτερης ή και της τρίτης συλλογής. Και ένα τρίτο συμπέρασμα που σχετίζεται με τους τίτλους των συλλογών: από το διάφανο νοηματικά τίτλο της πρώτης συλλογής «Λυπημένες μαργαρίτες» (1986) έως τον δυσπρόσιτο και κρυπτικό τίτλο της προτελευταίας «Όροφος μείον ένα» ή τον αόριστο της τελευταίας «Το Επιδόρπιο» η διαδρομή μοιάζει και μεγάλη και ενδιαφέρουσα αλλά οι αλλαγές συντελούνται αργά και κλιμακωτά. Επιπλέον, ό,τι οι τίτλοι δεικτοδοτούν ως μια συνεχή υποχώρηση σε έναν πιο εσωτερικό /ατομικό χώρο θα μπορούσε ταυτόχρονα ή εναλλακτικά να είναι σημάδι ενηλικίωσης· δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αποφασίσει αν η σταδιακή ενηλικίωση, αυτή που μπορεί να δει κανείς ακόμη και στα ποιήματα της προτελευταίας συλλογής «Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα», είναι λιγότερο ψυχοφθόρα από την εξ’ ορισμού βίαιη ενηλικίωση στον «Όροφο μείον ένα» και την κυριαρχία της ματαιότητας στο «Επιδόρπιο».
Αξιοπρόσεκτο επίσης είναι ότι οι τίτλοι των συλλογών από την «Εν τη ρύμη του νόστου» και μετά έχουν και ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό: είτε προβάλλεται είτε λανθάνει μια εσωτερική αντίθεση, καθώς ένα κομμάτι του τίτλου κινείται προς τα εμπρός και ένα άλλο προς τα πίσω (ρύμη ≠ νόστος, ανθίζω ≠ τίποτα, όροφος ≠ μείον ένα). Ο τίτλος «Το Επιδόρπιο» δεν ξεφεύγει επίσης από αυτή τη λογική, αν και μονολεκτικός: το επιδόρπιο ολοκληρώνει και κλείνει το γεύμα, δεν προτάσσεται ούτε κυριαρχεί, όπως προτείνει η ποιήτρια να κάνουμε με τον πρώτο κιόλας στίχο του ποιήματος, εμφανίζοντας για άλλη μια φορά το αντιθετικό ανατρεπτικό στοιχείο. «Προτείνω, αγαπητοί μου, για αλλαγή / να ξεκινήσει η βραδιά με το επιδόρπιο.»

Ό,τι και να προηγήθηκε λοιπόν έχει τώρα τελειώσει, ολοκληρωθεί. Μένει μόνο το ποίημα να φωτίσει μέσα από το τέλος το τι προηγήθηκε.
Το «Επιδόρπιο» αποτελείται από 37 ανεξάρτητα ποιήματα (μόνο το «Όροφος μείον ένα» άλλωστε ακολούθησε μια κάποια χρονική σειρά εξαιτίας του ημερολογιακού του χαρακτήρα) τα οποία χωρίζονται σε δυο ενότητες (21+16 ποιήματα) με βάση τα αποσπάσματα από τον Edgar Allan Poe που χρησιμοποιούνται ως μότο. Στο δεύτερο μέρος υπάρχει και το μοναδικό τρίπτυχο της «Επίσκεψης» (Επίσκεψη Ι, ΙΙ, ΙΙΙ). Εκφραστικά η συλλογή ακολουθεί τη γραμμή που ξεκινά από το «Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα» και μοιάζει να διαμορφώνεται στο «Όροφος μείον ένα». Κυριαρχεί συνεπώς η λιτότητα, αποφεύγονται οι διασκελισμοί -χαρακτηριστικό των τριών πρώτων συλλογών- η μουσικότητα και ο ρυθμός τελειοποιούνται. Μερικά παραδείγματα: «Πονάνε οι ταγμένοι να ημερέψουν /τη φωνή τής μέσα χορωδίας…» ή

«Ο ύπνος μου καμιά φορά τινάζεται ψηλά. /Μισός να ξεφλουδίζει ραγισμένες προσωπίδες /κι άλλος μισός να τρέχει να κρυφτεί /απ’  τους τελωνοφύλακες» ή ακόμα «Σωριάζεται κάποτε η σκιά /κι αλλάζει σχήμα ο καιρός. /Μια μοίρα ξένη αντηχεί /στα βήματα, στα πράγματα /στις ενοχές μας…» Το ίδιο ισχύει και για τους τίτλους των ποιημάτων που παραμένουν σύντομοι, αν και ξεφεύγουν κάπως από τον μονολεκτικό σχεδόν χαρακτήρα που είχαν στο «Όροφος μείον ένα». Ενδεικτικά και πάλι: (Καθ’ έξιν εξάρθρημα), (Σχήμα πρωθύστερο), (Εγώ το λέω δειλία), (Παλιές αμηχανίες), (Γιατί ποτέ δε φύγαμε). Να σημειώσω εδώ με ικανοποίηση τη συνεχή βελτίωση στη διαχείριση του γλωσσικού υλικού καθώς, όπως παρατηρούσα ήδη για το «Όροφος μείον ένα», η ποιήτρια έχει μετασχηματίσει τη διάθεση για βερμπαλισμό των τριών πρώτων συλλογών σε γλωσσικό πλούτο στις τρεις τελευταίες. Ο έλεγχος της ποιήτριας πάνω στα εκφραστικά της μέσα έχει προχωρήσει πάρα πολύ και οι αστοχίες έχουν πια ελαχιστοποιηθεί. Το επίτευγμα αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε μια ποίηση όπου η όποια απόπειρα αφήγησης διαρκώς ακυρώνεται και το νόημα γίνεται – χαρακτηριστικό κυρίαρχο της νεώτερης ποίησης – από λίγο έως πολύ σχετική υπόθεση.

«Σκοτείνιασε μέσα μου ξαφνικά η λεμονιά /αναίρεση διεκδικούν τα ειπωμένα /και τα μελλούμενα /δε μου ζητούν καμιά συμμετοχή…»
Στο «Επιδόρπιο» συναντά κανείς όλα τα γραμματικά πρόσωπα πέρα από το πρώτο πρόσωπο του λυρικού «εγώ». Συνήθως, το πρώτο και δεύτερο πρόσωπο εκφράζουν το «εγώ» του ποιητικού υποκειμένου, ενώ το τρίτο ενικό και πληθυντικό τους άλλους – συνήθως εχθρικούς ή ουδέτερους, σπάνια φίλους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο που σε αρκετές περιπτώσεις, όπως συνέβαινε και στις συλλογές πριν το «Όροφος μείον ένα», εκφράζει περισσότερο δυικό αριθμό παρά πληθυντικό: χαρακτηριστικό μιας ποίησης ερωτικής που όμως, στην περίπτωση της Λουκίδου, αποφεύγει να τονίσει – συχνά να αποκαλύψει καν – αυτόν τον χαρακτήρα της. Βέβαια, πολλές φορές οι προεκτάσεις του ποιήματος υπερβαίνουν τον ερωτικό χαρακτήρα, όπως στο ποίημα (Το Επιδόρπιο) που ονοματοδοτεί και τη συλλογή:

«Κι αν σταθήκαμε ως τώρα τυχεροί /και πλαγιάζαμε καμιά φορά /δίχως συγχώρεση / ήταν γιατί πιστεύαμε /πως οι αιφνίδιοι αποχωρισμοί /δε θα μας αφορούσαν…»
Σχολιάστηκε παραπάνω ότι ο τίτλος της συλλογής αποδίδει μια κατάσταση ολοκληρωμένη και δεδομένη. Η εικόνα αυτή δε σχετίζεται μόνο με το ομώνυμο ποίημα αλλά διατρέχει ολόκληρη τη συλλογή. Τα ποιήματα ξεκινούν όντως από το επιδόρπιο, από το τέλος και είτε κινούνται στα μετά το γεύμα γεγονότα είτε – και αυτό εντείνει τη νοηματική αοριστία – επιχειρούν να φωτίσουν, αποσπασματικά όμως και σχεδόν συνειρμικά, τα προγενέστερα γεγονότα. Η τεχνική αυτή δεν είναι κάτι καινοφανές στην ποιητική της Λουκίδου. Θυμίζω ότι σποραδικά είχε εμφανιστεί στο «Εν τη ρύμη του νόστου» και στο «Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα» αλλά πιο καθαρά μπορεί να φανεί στο «Όροφος μείον ένα», όπου ο ημερολογιακός χαρακτήρας των ποιημάτων υπονομεύεται από τη συνεχή υπόμνηση της τελικής κατάληξης. Ενώ τα ποιήματα προσπαθούν φαινομενικά να καταγράψουν με χρονική σειρά την εξέλιξη της ασθένειας του προσφιλούς προσώπου, ουσιαστικά δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να εστιάζουν πάνω στα πρόσωπα και πράγματα του δράματος ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Η ίδια αυτή τεχνική βρίσκει ευρύτερη εφαρμογή στην ανά χείρας συλλογή. Η αίσθηση του τέλους κυριαρχεί στα ποιήματα σχεδόν βασανιστικά και χωρίς να φαίνεται κάποια οδός διαφυγής, καθώς είτε ρητά είτε έμμεσα το ποίημα έχει προδιαγράψει τόσο το τέλος όσο και τα όρια δράσης των προσώπων. Η όποια αφήγηση καταλήγει συνήθως να γίνεται ανάδρομη αντί να κινείται προς τα εμπρός· συχνά παίρνει τη μορφή απολογίας ή επίπληξης:

«Ουδέποτε προσέξατε τόσον καιρό /πως συστηματικά αποφεύγαμε /- και στα κουρεία ακόμη – /τους καθρέφτες /ότι μονίμως λείπαμε /πάντα από το ίδιο μάθημα /και με την πλάτη /στον κρύο τοίχο κολλημένη /σφιχτά στην τσέπη μας /το βότσαλο κρατούσαμε...»
Υπάρχει λοιπόν διάχυτο ένα αίσθημα φόβου, ενός υπαρξιακού φόβου. Δεν συγκεκριμενοποιείται ούτε έχει συνήθως την οξύτητα και την ένταση που παρατηρείται στο «Όροφος μείον ένα». Όμως, υπάρχει και ας μην είναι μια «…απειλή κανονική /με αρχή, μέση και τέλος /όπως αυτές που διεκδικούν τον χρόνο μας /μες στην αδράνεια του απογεύματος. Ξεκινά συχνά αόριστα και υποτονικά σαν μια «αποτυχία της φωνής /να θυμηθεί απ’ την αρχή /τι έπρεπε να συναρμολογήσει» και εξελίσσεται σαν «…για να απλωθεί / στους κήπους του καλοκαιριού /σούρουπο και μολύβι.» Μπορεί κανείς να το δει σε ποιήματα όπως το (Καθ’ έξιν εξάρθρημα) ως μια «διαγνωσμένη αστάθεια στην επιγονατίδα» που καταλήγει «σπασμένη ραχοκοκαλιά /στην ακτινογραφία.» Αλλά και πολύ πιο αόριστα, με λιγότερο επιθετικό λεξιλόγιο σαν «…μια σκόνη κι ένα μούδιασμα /και βήματα που υποχωρούν και παραλύουν /κι αφόρετα σακάκια στην ντουλάπα.» Άλλοτε πάλι έχει τη μορφή της ενοχής και της συνεπακόλουθης τιμωρίας: «το φταίξιμο που μας αναλογεί / θα αποδοθεί μέχρι δεκάρας». Συχνά, τέλος, προϋποθέτει μια καταστροφή που έχει ήδη συντελεστεί αφήνοντας στα πρόσωπα τα σημάδια της που μάταια προσπαθούν να τα αγνοήσουν: «Ούτε σαλεύει ούτε ξαγρυπνά/ ούτε να θυμηθεί μπορεί / τους λόγους / που κάθε απόγευμα κουτσαίνει». Το αίσθημα της απειλής διατυπώνεται ανοιχτά στο κομβικό για τη συλλογή ποίημα (Το επιδόρπιο) «Μα η απειλή ήταν εδώ /και είναι τώρα» και κάνει αισθητή την παρουσία του ήδη από το εξώφυλλο, όπου ένα γιγάντιο χέρι απλώνεται να πιάσει έναν τυμπανιστή. Σαν για να τον μετατοπίσει σε μιαν αόρατη σκακιέρα – και ο ίδιος ο τυμπανιστής άλλωστε μοιάζει με φιγούρα, με διακοσμητικό ή πιόνι παιγνιδιού. Ο φόβος, η απειλή της συντριβής και το αίσθημα ότι όλα είναι ένα παιγνίδι όπου οι κανόνες έχουν έξωθεν τεθεί και τα πρόσωπα απλώς εκτελούν τις προκαθορισμένες τους κινήσεις συνιστούν τη ραχοκοκαλιά της συλλογής. Η Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου έχει την καλή συνήθεια να επιλέγει προσεκτικά τα εξώφυλλα των συλλογών της που ουσιαστικά είναι από μόνα τους σχόλια του περιεχομένου των ποιημάτων και κατευθυντήριες γραμμές για τον προσεκτικό αναγνώστη. Το συγκεκριμένο μάλιστα φιλοξενεί ένα κολάζ, έργο του Κερκυραίου ζωγράφου Σπύρου Αλαμάνου(1947-2011). Μιλώντας για το εξώφυλλο και τις προεκτάσεις του έγινε αναφορά στη φιγούρα του τυμπανιστή η οποία μοιάζει να είναι κομμάτι μιας ευρύτερης σκηνοθεσίας ή καλύτερα μιας παλαιομοδίτικης θεατρικής παράστασης. Η αρχετυπική, κύρια παράσταση – γιατί στο δεύτερο μέρος της συλλογής υπάρχουν κάποιες μικρότερες – και αυτή που κατευθύνει τον αναγνώστη στο να προσεγγίσει τις υπόλοιπες, δίνεται από τα δύο μότο της συλλογής και τα δύο από το ποίημα του Edgar Allan Poe, «The Conqueror Worm». Στο πρώτο μέρος της συλλογής προτάσσονται μεταφρασμένοι από τον Γιώργο Μπλάνα οι στίχοι 1-8, δηλαδή η πρώτη στροφή του ποιήματος, όπου άγγελοι, με τη μορφή ευγενών συρρέουν δακρύβρεχτοι και κάθονται να παρακολουθήσουν κάποια παράσταση προσδοκιών και φόβων, ενώ μια ορχήστρα παίζει ασθμαίνουσα τη μουσική των ουρανίων σφαιρών. Προφανώς, ο τυμπανιστής είναι μέρος αυτής της ορχήστρας και το όλο απόσπασμα από το ποίημα του Πόε έχει ως σκοπό την εισαγωγή του αναγνώστη στο κλίμα μιας παράστασης προσδοκιών και φόβων. Πρόκειται ακριβώς για τις προσδοκίες και τον φόβο που κυριαρχούν στα ποιήματα της συλλογής: προσδοκίες που, σχεδόν εξ αρχής έχουν διαψευστεί και φόβος που διαπερνά, όπως είδαμε, το σύνολο των ποιημάτων. Το δεύτερο μέρος της συλλογής εισάγεται με τη συνέχεια του ποιήματος του Πόε, τους στίχους 9-24, τη δεύτερη και τρίτη δηλαδή στροφή του ποιήματος. Εκεί οι ηθοποιοί… μίμοι – υπερούσιοι θεοί μασκαρεμένοι – γκρινιάζουν, μουρμουρίζουν λόγια ακατάληπτα, πετάνε ακατάσχετα… Ανδρείκελα είναι· σπαστικά υπακούουν στις εντολές κάποιων πλασμάτων άμορφων, τεράστιων, που σέρνουν πότε αποδώ πότε αποκεί τα σκηνικάΜίμοι ανδρείκελα στα χέρια γιγάντιων πλασμάτων – παραπέμποντας στο γιγάντιο χέρι πάνω από τον τυμπανιστή – και σκηνικά που συνεχώς αλλάζουν. Κομμάτια της παράστασης αυτής διακρίνονται στο (Μια βαθιά υπόκλιση) όπου «Παλιά βαγόνια στις αλάνες / μεταμφιέζονται πυρετωδώς / σε καμαρίνια με χρωματιστά φτερά…», ενώ την ίδια ώρα κάπου αλλού «σε υγρό βάθος σκοτεινό / ήδη η Γκρέτα μακιγιάρεται / πανέτοιμη να κοιταχτεί στα δάκρυα / ενός ακόμη ανάξιου θαυμαστή / που θ’ αρνηθεί να την πυροβολήσει». Μια παράσταση που αναπαριστά «πασίγνωστους νεκρούς ηθοποιούς / του κλασικού ρεπερτορίου» σε μια προσπάθεια – μάταιη προφανώς – να αναστήσει μία ολόκληρη εποχή. Το κυρίαρχο σκουλήκι (The Conqueror Worm) έχει ήδη αφήσει τη σφραγίδα του. Άλλωστε, και τα πρόσωπα που μπορεί να αναγνωρίσει ο αναγνώστης όπως η Μίτσε και ο Φραντς από το Berlin Alexanderplatz, η Ρεζεντά -ηρωίδα στο ομώνυμο ταγκό του 1930-, η Γκρέτα Γκάρμπο, ο Λόρενς Ολιβιέ, η Όντρεϊ Χέρμπορν μάταια προσπαθούν να αναβιώσουν μια εποχή, σύμβολα της κυριαρχίας της λήθης και του θανάτου. Μπαίνει εν τέλει ο αναγνώστης στον πειρασμό να θεωρήσει ολόκληρη τη συλλογή ως μία παράσταση που προσπαθεί ανώφελα να ξεγελάσει την πλήξη, τη φθορά και τον θάνατο.
Μιλώντας για τον θάνατο, το βασικό θέμα της προηγούμενης συλλογής, μπορεί κανείς να παρατηρήσει μια ποιοτική μεταβολή στην παρουσία του. Ενώ στο «Όροφος μείον ένα» είναι σαρωτική και εξόφθαλμη η κυριαρχία του, στο «Επιδόρπιο» κινείται πολύ πιο διακριτικά και υπόγεια. Προτάσσονται περισσότερο τα συγγενικά με αυτόν θέματα της φθοράς, της ματαιότητας, του φόβου και της ενοχής: ήπιοι μικροί θάνατοι μέσα από καθημερινές ήττες, χωρισμούς, ματαιωμένες προσδοκίες, μικρές ή μεγάλες προδοσίες. Στο ποίημα (Μία δοκιμασία περιττή) μπορεί ο αναγνώστης να δει συγκεντρωμένα τα περισσότερα από τα προηγούμενα θέματα. Αξιοσημείωτο είναι ότι το σύνολο των θεμάτων καλύπτεται κάτω από το πέπλο της απειλής που κάνει αρχικά την εμφάνισή της στα μισά του ποιήματος και ρίχνει στο τέλος δυσοίωνα την αυλαία:
«Το μόνο μας κοινό ήταν η ανυπομονησία / ένας σταθερός ήχος σταξίματος / μια τύψη ενοχλητική / όπως οι σπόροι στο καρπούζι / και μια επίμονη ανάγκη διευκρίνησης:/ τρέχαμε τελικά / για να προλάβουμε / ή / για να παραστούμε στο κακό;/ Βουλιάζουμε μέσα στα δεδικασμένα / και στη χλωμάδα των φωνών που σίγησαν / σάμπως δεν καίγονται επαρκώς τα σωθικά μας / από σταθμό σ’ άλλο σταθμό / συλλέκτες σκόνης παπουτσιών / και εισιτηρίων / μια μετανάστευση σκληρή / με όλους τους προβολείς/ επάνω μας στραμμένους/ και τ’ άγρια ποδοβολητά // ολοένα να πλησιάζουν.»
Να ξεχωρίσω τέλος το ποίημα (Η φωτεινή τσουλήθρα), καθώς είναι το μόνο της συλλογής που σχετίζεται άμεσα με τη νοσοκομειακή εμπειρία του «Όροφος μείον ένα» και αναπαράγει την ίδια διαλυτική εμπειρία (καροτσάκια, πράσινες ρόμπες, σύριγγες, μιλιγκράμ, νάρκωση, χειρουργείο). Η μοναδικότητά του φανερώνει ότι η ποιήτρια έχει κλείσει οριστικά τον προηγούμενο κύκλο ποιημάτων· κατά πάσα πιθανότητα το συγκεκριμένο ποίημα, αν και άρτιο τεχνικά, για κάποιο λόγο δε χώρεσε στην προηγούμενη συλλογή.
Με αφορμή το παραπάνω ποίημα, ο αναγνώστης που έχει ήδη προσεγγίσει το προγενέστερο ποιητικό έργο της Λουκίδου θα παρατηρήσει ότι η οξύτητα στους τόνους της προηγούμενης συλλογής έχει εδώ υποχωρήσει, χωρίς ωστόσο να έχει εξαφανιστεί. Συγκριτικά πάντως με τις πρώτες ποιητικές συλλογές της Λουκίδου το «Επιδόρπιο» έχει αρκετή – αν και συχνά λανθάνουσα – ένταση και κάποτε το λεξιλόγιο γίνεται αιχμηρό· όχι με την έννοια του σαρκασμού ή της συσσωρευμένης οργής όπως στο «Όροφος μείον» ένα αλλά με τη διαπίστωση του ποιητικού υποκειμένου ότι του είναι αδύνατο να αποδράσει από τα δεσμά του. Περισσότερο ωστόσο μιλάμε για ανεβοκατεβάσματα της έντασης παρά για σταθερά αιχμηρούς τόνους: «Κανέναν πειθαναγκασμό/ δε θα καταδεχόταν/ κι ας έσφιγγε στα δόντια της/ ένα πελώριο δάσος ουρλιαχτών/ κι εκείνη τη μικρή κλωστή/ που συγκρατεί, πριν ξηλωθεί/ ένα πουλόβερ από χιόνι.» Σε κάθε περίπτωση πάντως μετά το Όροφος μείον ένα τίποτα δεν είναι όπως πριν, όσο και αν η νέα συλλογή δεν αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης. Το θέμα του έρωτα με σταθερή παρουσία στις τέσσερις πρώτες συλλογές και εμφανή απουσία στην προτελευταία (λογικό, αν αναλογιστούμε το βασικό θέμα της), επιστρέφει στο «Επιδόρπιο». Και μάλιστα είναι κυρίαρχο θέμα σε πολλά από τα ποιήματα της συλλογής. Ωστόσο και εδώ έχουν συντελεστεί σημαντικές μεταβολές. Είναι αλήθεια ότι ο έρωτας στην ποίηση της Λουκίδου ουδέποτε έμοιαζε ανέφελος ή ευφρόσυνος· τώρα όμως είναι σχεδόν πάντα ακυρωμένος, διαλυμένος, ανήμπορος να λειτουργήσει ενωτικά, κάποτε σχεδόν τραγικός. Ενδεικτικό παράδειγμα το ποίημα (Σχήμα πρωθύστερο) όπου η αδυναμία επανόρθωσης και διαφυγής καταδικάζει σε θάνατο τον έρωτα, θάνατο που καμιά συγνώμη ή απολογία δεν μπορεί ν’ αναιρέσει. Η ίδια η ανάμνηση του έρωτα, η δραματικά ανυποψίαστη μελανιά του βαραίνει τόσο πολύ ανάμεσα στο ζευγάρι, ώστε ματαιώνει την όποια προσπάθεια επανασύνδεσης:
«Και αν κάποιος τολμήσει ν’ απολογηθεί / για όλα τα απρόοπτα και τις παρανοήσεις / κι αν δείξει τη διάθεση /ακόμα και να επανορθώσει / που δεν προέβλεψε για εμάς / κανένα σχέδιο διαφυγής// εγώ και πάλι / θα επικαλεστώ τα λιόδεντρα / απ’ το παραθαλάσσιο σπίτι / όταν τη μελανιά του έρωτα / βουβά χρησμοδοτούσαν / – ανάγωγη, αισθησιακή / δραματικά ανυποψίαστη – // ολόιδια με τη μοναχή / εκείνου του πορτρέτου / που ούτε καν στη φαντασία / του Αλεξάντερ Ιβάνοβιτς υπήρξε / όμως υδράργυρος το σώμα της / και – δίχως όχθη ποταμός το πρόσωπό της -/ γλίστρησε / εισχώρησε / δε ρώτησε κανέναν// να απαντήσει σπεύδοντας / σε ερωτήσεις που / δεν έγιναν ποτέ.»
Εδώ το βάρος του έρωτα που προηγήθηκε είναι τέτοιο, που σαν υδράργυρος εισχωρεί παντού και καθιστά αδιέξοδη εκ των προτέρων την αναβίωσή του. Αλλού πάλι οι τόνοι χαμηλώνουν, χωρίς ωστόσο να αναιρείται το κλίμα φθοράς και διάλυσης που υπονομεύει εν τέλει την όποια ερωτική διάθεση. Η κυριαρχία της απειλής και του φόβου σκιάζει τον έρωτα· το βίωμα του τελεσίδικα συντελεσμένου γεγονότος τον καθιστά – και αυτόν – εξ αρχής παρελθόν και πικρή μνήμη: «Επείγει ωστόσο, να αποφύγετε τη σύγχυση./ Ό,τι λευκό κινείται μες στον έρωτα/ μην το περάσετε και σεις για περιστέρι./ Μια χούφτα αλάτι είναι απλώς/ που αλλάζει χέρια βιαστικά/ και χρησιμοποιείται ενίοτε/ σαν αιμοστατικό.»
Άφησα τελευταίο το θέμα της φύσης. Είναι η μόνη συλλογή της Λουκίδου όπου η φύση απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά. Θεωρώ ότι η εξέλιξη αυτή ξεκινά από την προηγούμενη συλλογή όπου η ουδετερότητα της φύσης στον ανθρώπινο πόνο και η «αναιδής» συνύπαρξη ομορφιάς και φθοράς προκαλεί την απέχθεια της ποιήτριας, ενώ στις πρώτες συλλογές η εικόνα της φύσης ήταν σχεδόν πάντα θετική. Η απέχθεια αυτή στο «Επιδόρπιο» έχει γίνει αποκλεισμός. Το περιβάλλον είναι σχεδόν πάντα εσωτερικοί χώροι ή αστικά τοπία και το φυσικό περιβάλλον εκπροσωπείται μόνο σε σποραδικές δευτερεύουσες αναφορές. Πέρα από τη γενεαλογία της εξέλιξης αυτής είναι νομίζω φανερό ότι υπάρχει στον λόγο της ποιήτριας μια αυξανόμενη με τα χρόνια διάθεση εσωτερικής αναδίπλωσης. Σε άλλους ποιητές είναι δείγμα φθοράς, σε άλλους δείγμα ωριμότητας. Στην περίπτωση της Λουκίδου, έχοντας παρακολουθήσει ολόκληρο το ποιητικό της έργο, μπορώ να πω ότι σαφώς ισχύει το δεύτερο.
epidorpioΤο «Επιδόρπιο» είναι μια απαιτητική συλλογή. Σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για κάτι εύπεπτο ή συμβατικό. Ούτε, όπως σημείωνα και για το «Όροφος μείον ένα» θα ξεμπερδέψει ο αναγνώστης με μια δυο αναγνώσεις. Τα ποιήματα της συλλογής θέλουν το χρόνο τους να ξεδιπλώσουν τις αρετές τους: την ακρίβεια και ευστοχία του λόγου, τη λιτότητα, τη μουσικότητά τους. Ήδη όμως έγινε φανερό ότι η ανταμοιβή του αναγνώστη είναι τέτοια, που αξίζει με το παραπάνω την προσοχή και το χρόνο που θα διαθέσει.

 

Προηγούμενο άρθροΗ ποιητική της εξαπάτησης ή τα θαύματα της τεχνικής!
Επόμενο άρθροΒασίλης Διονυσόπουλος: «Η τέχνη ακολουθεί την παρακμή της κοινωνίας»

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Εξαιρετικό. Αναλυτικό, ουσιαστικό, διεισδυτικό. Βοηθάει στην καλύτερη κατανόηση των ποιημάτων.

Γράψτε απάντηση στο Κουγιουμτζή Μαρία Ακύρωση απάντησης

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ