Σκηνές από τον βίο του Αλέκου Αργυρίου

0
526

Λευτέρης Ξανθόπουλος.

Αρχές του 2008, χειμώνας, μετά από μια κηδεία στο Α’ νεκροταφείο, που δεν θυμάμαι τώρα ποιόν αποχαιρετούσαμε, βρισκόμαστε να πίνουμε τον καφέ μαζί με τον Χρήστο Παπουτσάκη, ήδη αρκετά καταβεβλημένο από την αρρώστια που τον τυραννούσε εκείνη την εποχή. Μου λέει ο Χρήστος, Λευτέρη ετοιμάζω για το ΑΝΤΙ αφιέρωμα στον Αλέκο Αργυρίου, μπορείς να γράψεις κάτι; Του απαντώ, με μεγάλη μου χαρά.

 

Στις 11 Απριλίου 2008 κυκλοφορεί το τεύχος 919 του περιοδικού Αντί, που έμελλε να είναι και το τελευταίο, με τίτλο εξωφύλλου ΑΝΤΙ – ΑΝΤΙΟ και με το αφιέρωμα στον Αργυρίου. Το κείμενο που είχα υποσχεθεί στον Χρήστο Παπουτσάκη δεν το έγραψα ποτέ, θες γιατί αμέλησα, θες γιατί κάπου πάλι θα έτρεχα για κάποια ταινία, που έγινε ή δεν έγινε, δεν θυμάμαι, πέρασαν οι διορίες, δεν πρόλαβα.

 

Στις 9 Μαρτίου 2009, αναχωρεί οριστικά και ο Χρήστος Παπουτσάκης και μετά την κηδεία, σε μιαν άκρη, στο ίδιο νεκροταφείο τα λέμε με τον Αργυρίου. Στη συνέχεια, ο Γιώργος Μπράμος, που διέθετε αυτοκίνητο προσφέρθηκε να μεταφέρει τον Αλέκο στο σπίτι που ζούσε τα τελευταία χρόνια, στον περιφερειακό του Λυκαβηττού.

 

Στη διαδρομή ο Αργυρίου ήταν ιδιαίτερα ευδιάθετος, μιλούσε για το μεγάλο του έργο που πλησίαζε στο τέλος του, την Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, είχε έναν νεανικό ενθουσιασμό, τον ρωτούσαμε για τη μέθοδο δουλειάς του, πρόθυμα μας εξηγούσε πώς είχε οργανώσει την έρευνα και την ταξινόμηση του υλικού, τι σκόπευε για τον τελευταίο τόμο, η διαδρομή ήταν σύντομη, εγώ ήθελα και άλλα να πούμε, υποσχεθήκαμε αόριστα να συναντηθούμε, βγήκε από το αυτοκίνητο με την κίνηση νέου ανθρώπου στο σώμα, χαιρετηθήκαμε.

 

Ο Αλέκος έφυγε κι αυτός, ξαφνικά, δύο μήνες αργότερα στις 22 Μαΐου 2009 και ιδού τώρα, τι περίπου σκόπευα να γράψω σε εκείνο το αφιέρωμα του Αντί

 

Ι

Για τον Αλέκο Αργυρίου άκουσα να μου μιλάει για πρώτη φορά ο δάσκαλός μου, ο Μίλτος Σαχτούρης πριν από πολλά χρόνια, περί το τέλος της δεκαετίας του ’60 πρέπει να ήταν. Τον εκτιμούσε ιδιαίτερα, έλεγε ότι ήταν ο πρώτος που τον πρόσεξε, που ασχολήθηκε μαζί του ουσιαστικά και εκτεταμένα αλλά ο Ποιητής έφερε μέσα του μια πίκρα, ίσως υπερβολική ή και παράλογη, που κρατούσε από τις αρχές του ’50.

Να, πώς έχει η ιστορία: Στο περιοδικό Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, τεύχος Χειμώνας 1954-1955, ο Αργυρίου, επιχειρώντας μια κριτική προσέγγιση στην τρίτη κατά σειρά ποιητική συλλογή του Σαχτούρη Με το πρόσωπο στον τοίχο (1952), γράφει ανάμεσα σε άλλα και τα εξής:

“Δεν θυμάμαι πολλά ποιητικά βιβλία στα Γράμματά μας που να αντιστέκονται τόσο στην πρώτη ανάγνωση όσο το Με το πρόσωπο στον τοίχο. Αυτός είναι ο λόγος φαντάζομαι που το έκανε να περιπέσει σε δυσμένεια και σε ανυποληψία. Αλλά γιατί όμως; Τόση αλλοίωση έχει επιφέρει στο καλό μας γούστο η ποίηση που εντυπωσιάζει; Και πόσο πολύ μας χρειάζεται να ακούμε εμφαντικούς λόγους ή απλοϊκότατες μεταφυσικές αγωνίες ή σύμβολα σχολικών αναγνωστικών να υποκαθιστούν την ποίηση;

Ωστόσο γεγονός είναι ότι η δεύτερη γενεά της νέας μας ποίησης δεν έτυχε, έως σήμερα, της απαιτούμενης προσοχής. Είναι σχεδόν σαν να μην υπάρχει ως αυτόνομη παρουσία.

Ο Μίλτος Σαχτούρης αποτελεί, με δυο-τρεις άλλους ποιητές το προκεχωρημένο φυλάκιο του σύγχρονου ποιητικού λόγου. Με τη Λησμονημένη και τις Παραλογαίς, τα πρώτα του βιβλία, έδειχνε καθαρά την γνήσια ποιητική του φύση. Ήταν δύσκολο να γελαστείς. Με το Πρόσωπο στον τοίχο, οι κατακτήσεις του εκτείνονται σε βάθος ενώ κερδίζουν σε ένταση. Ο λόγος του, γυμνός από επισημότητες, διαθέτει μια σπάνια λειτουργικότητα. Η λιτότητα των εκφραστικών του μέσων δεν εμποδίζει να αποδοθούν βαθύτατες καταστάσεις.

Τα πράγματα εδώ έχουν αποκτήσει ένα γήινο βάρος. Μπροστά μας αναπτύσσεται ένας κόσμος κλειστός αλλά διακεκριμένος. Ζούμε μαζί με τον ποιητή σε μια εφιαλτική σφαίρα. Νύχτα και ερημιά μας διαπερνά […] Ο ποιητής δεν περιμένει τίποτε, πουθενά δεν ελπίζει. Δεν μπορεί πια να αιφνιδιαστεί. Οι φίλοι που θα φύγουν μακριά, πού θα πάνε νομίζετε; Στο άλλο δωμάτιο…”,

και συνεχίζει ο τριανταδυάχρονος τότε Αργυρίου την ιδιαίτερα εύστοχη και διεισδυτική του ανάλυση που αποτελεί δείγμα ώριμου, γενναιόφρονος και εν τέλει νεωτερικού κριτικού λόγου, με μια κατακτημένη ήδη τεχνική, δίκην πολιορκητικού κριού θα την χαρακτήριζα, προχωρώντας προς το φινάλε του άρθρου του με τα παρακάτω:

“… Προλαβαίνω εκείνους που θα με ρωτήσουν: μα είναι άρτιο βιβλίο το Με το πρόσωπο στον τοίχο; Αν και δεν έχω υπόψη μου πολλά άρτια βιβλία στα Γράμματά μας νομίζω πως δεν είναι. Δεν αποκορύφωσε τις, ερήμην ίσως του ποιητή, προθέσεις του. Μα και με ό,τι επέτυχε, μας αποζημιώνει για ό,τι εσκορπίσαμε στους ανέμους, για ό,τι βαραίνει τη διαλυμένη συνείδηση των καιρών μας.”

 

Οι λιγοστές αυτές επιφυλάξεις, οι μικρές αποστάσεις, αν θέλετε, που παίρνει ο Αργυρίου από το συγκεκριμένο βιβλίο του Σαχτούρη, ίσως θεμιτές ως ένα βαθμό – αν κρίνει κανείς από εκείνη την εποχή, τα πέτρινα χρόνια, και από το συγκεκριμένο ιδεολογικό περιβάλλον τού κριτικού – ίσως να απομάκρυναν, άδικα βέβαια, τον Ποιητή από τον Κριτικό του, που επιζητούσε πάντα το απόλυτο σε όλα όσα έκανε, τόσο από τον εαυτό του όσο και από τους άλλους γύρω του.

 

 

ΙΙ

Περνάμε τώρα σε μιαν άλλη εποχή, τριάντα χρόνια αργότερα, πιο κοντά στο σήμερα, ίδιος τόπος, ή Αθήνα. Η εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, που κυκλοφορεί την Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 1983, ακόμα σε μεγάλο σχήμα, πριν από το ταμπλόιντ, αφιερώνει μία ολόκληρη σελίδα στην έρευνα του συντάκτη Γιάννη Φάτση με θέμα:

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΑΡΕΣΑΝ…

Είκοσι πέντε πολιτικοί άνδρες και πνευματικοί άνθρωποι από όλους τους χώρους δηλώνουν τις επιλογές που έκαναν στο χώρο του βιβλίου. Βαριά ονόματα της εποχής, Παναγιώτης Κανελλόπουλος πρώην πρωθυπουργός, Κώστας Κάππος βουλευτής του ΚΚΕ, Γεώργιος Μαύρος βουλευτής Επικρατείας, Μανόλης Ανδρόνικος, Κώστας Γεωργουσόπουλος, Μίκης Θεοδωράκης, Ιάκωβος Καμπανέλης, Ξενοφών Ζολώτας, Σπύρος Βασιλείου και πολλοί άλλοι ακόμα.

Ο Αλέξανδρος Αργυρίου, κριτικός λογοτεχνίας, συμμετέχει στην έρευνα με το παρακάτω κείμενο, αντιγράφω:

” Έχω διατυπώσει και άλλοτε τις αμφιβολίες μου για την αξία και τη σημασία που έχουν αυτές οι καμπάνιες στο τέλος κάθε χρονιάς· και έχουν γίνει έθιμο. Το ότι όμως επιμένουν να τις συντηρούν και σοβαρές ακόμη εφημερίδες με κάνει να αναρωτιέμαι μήπως το λάθος είναι δικό μου. Γιατί στο κάτω της γραφής κάποια εμπιστοσύνη πρέπει να έχουμε στο δημοσιογραφικό ένστικτο – να το πω έτσι.

Ωστόσο για να απαντήσει κανείς με επάρκεια για τα καλά βιβλία της Λογοτεχνίας, τού 1982, χρειάζεται χρόνος που δεν μου δόθηκε και χώρος που δεν διατίθεται.

Από τις συλλογές ποιημάτων που είδα κάπως προσεκτικά και μπόρεσα να επικοινωνήσω με τον κώδικά τους ξεχωρίζω το Ενάντιος έρωτας της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρούκ, το Ο ύπνος της Βερονίκης Δαλακούρα, το Η γυναίκα με το κοπάδι της Μαρίας Κυρτζάκη […] τα Οστά του Γιάννη Κοντού, τη συγκεντρωμένη δουλειά του Γιάννη Παήλη Μη καπνιστής σε χώρα καπνιζόντων, τα Αντίψυχρη του Μανώλη Πρατικάκη […] και από τα πεζογραφήματα ξεχωρίζω το Μητριά πατρίδα του Μιχάλη Γρανά, Από τα κόκκαλα βγαλμένη του ποιητή Νάσου Βαλαωρίτη, τη Μητρόπολη των νερών του Νίκου Κασδάλη….

και η απαρίθμηση συνεχίζεται με καμιά δωδεκάδα ακόμα συγγραφείς και τίτλους.

Ο Αργυρίου θορυβημένος, από τα απανωτά τυπογραφικά λάθη του ημερήσιου εντύπου, αντιδρά άμεσα και την ίδια στιγμή στέλνει επιστολή στην εφημερίδα που φιλοξένησε την απάντησή του στην έρευνα. Η επιστολή αυτή θα δημοσιευθεί τελικά μετά από έξη μέρες, στις 28 Δεκεμβρίου 1983.

Εν τω μεταξύ, την Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου, η εφημερίδα σε σημείωμά της με τον τίτλο ΔΙΟΡΘΩΣΗ γράφει: “Στα ΝΕΑ της Τετάρτης στην έρευνα Βιβλία που μου άρεσαν, ο κριτικός της λογοτεχνίας Αλέξανδρος Αργυρίου αναφέρει το βιβλίο του Μανώλη Πρατικάκη Το σώμα της γραφής, που ο δαίμων το έκανε ούτε λίγο ούτε πολύ… Τα Αντίψυχρη. Μην τύχει και το ζητήσει κανείς από κανένα βιβλιοπωλείο με αυτό τον φανταστικό τίτλο…”

Τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 28 Δεκεμβρίου, δημοσιεύεται επιτέλους η επιστολή του Αργυρίου που αναφέραμε πιο πάνω, με τίτλο της εφημερίδας,

 

“Επανόρθωση λαθών:

Ο κ. Αλέξανδρος Αργυρίου επισημαίνει λάθη σε χθεσινό δημοσίευμα”

 και τα ημαρτημένα βρίσκουν επιτέλους, το καθένα τη σωστή του θέση:

“Επιτρέψτε μου να επανορθώσω δύο πολύ σοβαρά τυπογραφικά λάθη, που έγιναν στα χθεσινά “Νέα”, στην απάντησή μου για τα βιβλία που μου άρεσαν. Δεν έγραφα Ο κήπος και η πύλη του Τάσου Δενέγρη αλλά Ο κήπος και η πύλη του Νίκου Γρηγοριάδη, Το Θειάφι και η αποθέωση του Τάσου Δενέγρη.

Δεν έγραφα Τα αντίψυχρη του Μανώλη Πρατικάκη αλλά Τα αντίψυχα του Λευτέρη Ξανθόπουλου, Το σώμα της γραφής του Μανώλη Πρατικάκη. Όσο για τις παραμορφώσεις των ονομάτων των: Γιάννη Πατίλη, Μιχάλη Γκανά, Νάνου Βαλαωρίτη και Νίκου Κάσδαγλη πρόθυμα τα φορτώνω στην κακογραφία μου.”

 

Αυτό τα λίγα από μένα σήμερα, τα καθημερινά και ελάχιστα της μικρής ζωής μας, που μια δεδομένη στιγμή μπορεί και να αποκτήσουν ένα ιδιαίτερο νόημα, ως ελάχιστος φόρος τιμής – και αν μπορεί κανείς να δει και να διαβάσει τον Αλέκο Αργυρίου ανάμεσα στις γραμμές των κειμένων του, θα βρει έναν άνθρωπο έντιμο, ακέραιο, ευφυή, πεισματάρη, αντιδογματικό και με ιδιαίτερο χιούμορ, αυτό ιδίως…

 

Λευτέρης Ξανθόπουλος

14.04.2014

 

 

Σημείωση

Εισήγηση στη βραδιά μνήμης Αλέκου Αργυρίου από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης, την Μεγάλη Δευτέρα 14 Απριλίου 2014. Ο Αλέκος Αργυρίου γεννήθηκε το 1921 και πέθανε το 2009.

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΤο τέλος της τριλογίας του Γ. Ατζακά
Επόμενο άρθροΣεργκέι Γιεσένιν: Αυτοβιογραφία

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ