Ο “Φύλακας άγγελος” του Jerome Leroy (του Γρηγόρη Αζαριάδη)

0
599

 

Του Γρηγόρη Αζαριάδη (*)

Ο Jerome Leroy γεννήθηκε το 1964. Έχει εκδώσει περίπου είκοσι βιβλία. Μυθιστορήματα, διηγήματα και ποιήματα. Μετά το εξαιρετικό «Μπλοκ» (βραβείο Michel Lebrun το 2012) μας δίνει τον «Φύλακα άγγελο» (βραβείο Αναγνωστών Quais du polar to 2015) από τις εκδόσεις του ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ (Μετάφραση του Γιάννη Καυκιά, σελίδες 358).

Ο «Φύλακας άγγελος» είναι ένα κλασικό neopolar. Κατ’ευθείαν απόγονος της περίφημης Γαλλικής σχολής των Μανσέττ, Ιζζό και λοιπών σημαντικών συγγραφέων, ο Leroy επιδιώκει μιά λεπτομερή διερεύνηση της σύγχρονης κοινωνίας της χώρας του. Μιάς κοινωνίας που βρίσκεται σε βαθειά και πολυεπίπεδη κρίση.

Βατήρας διερεύνησης είναι η παρακολούθηση και καταγραφή της ιστορίας τριών προσώπων επί ένα τέταρτο του αιώνα.

Το πρώτο, ο Μπερτέ, είναι ένας από τους καλύτερους πράκτορες της Μονάδας, μιας μυστικής υπηρεσίας που με τον καιρό έχει γίνει πραγματικό κράτος εν κράτει. Μα ο Μπερτέ γερνάει κι αναρωτιέται πότε οι αρχηγοί του θα αποφασίσουν να τον ξεφορτωθούν. Δεν έχει πια καμιά αυταπάτη: εργάζεται πολλά χρόνια για τη Μονάδα και γνωρίζει πάρα πολλά πράγματα.

Το δεύτερο πρόσωπο είναι ο Μαρτέν Ζιουμπέρ. Ο Ζιουμπέρ είναι ένας συγγραφέας που εδώ και καιρό δεν έχει τίποτα να πει. Είναι πενήντα χρονών, στενεύεται οικονομικά και έχει έναν δεσμό που βρίσκεται στα τελευταία του. Με λίγα λόγια, ο Ζιουμπέρ είναι κουρασμένος και θέλει μόνο ένα πράγμα: Να εξαφανιστεί από έναν κόσμο τον οποίο δεν καταλαβαίνει πια καθόλου, και δεν έχει άλλωστε καμιά διάθεση να προσπαθήσει να τον καταλάβει.

Τέλος, το τρίτο πρόσωπο είναι η Καρδιατού Ντιόπ. Η Καρδιατού Ντιόπ είναι νέα, ωραία και μαύρη. Είναι υφυπουργός. Την αναγορεύουν σε πρότυπο της ενσωμάτωσης των μεταναστών και την παρουσιάζουν ως ελπίδα της πολιτικής αντιπαραθέτοντάς τη στη φαιά ηγέτιδα της άκρας Δεξιάς Ανιές Ντορζέλ, που βρίσκεται στα πρόθυρα της εξουσίας. Αύριο, όμως, θα μπορούσαν κάλλιστα να τη θυσιάσουν και να την παρουσιάσουν ως μάρτυρα.

Οι ιστορίες των τριών κεντρικών χαρακτήρων αναπτύσσονται σε τρία χωριστά μέρη. Οι δύο πρώτοι, ο Μπερτέ και ο Ζουμπέρ περιγράφονται με ιδιαίτερα αναλυτικό τρόπο. Ο συγγραφέας καταφέρνει πραγματικά να διεισδύσει στα άδυτα του εγκεφάλου και να αποδώσει με χειρουργική ακρίβεια τον τρόπο που σκέπτονται και τον τρόπο που λειτουργούν σ’ένα κοινωνικό περιβάλλον, όπου μόνιμα εξασκούνται αφόρητες πολιτικές πιέσεις από κάθε πλευρά. Σημαντικό σημείο η πολύπλευρη κριτική ματιά του Leroy. Από την μία πλευρά, δίνει μιά ζοφερή εικόνα της ανόδου της ακροδεξιάς (να σημειώσουμε την φωτογραφική αναπαραγωγή της Λεπέν στο πρόσωπο της Ανιές Ντορζέλ) κι από την άλλη καταγράφει και την διαφθορά και την έλλειψη προοπτικής στην υποτιθέμενη δημοκρατική κυβέρνηση της χώρας.

Το ύφος του Leroy ανταποκρίνεται σε κάθε ένα από τα τρία μέρη με διαφορετικό τρόπο. Κι αυτό θεωρώ πως καταγράφεται στα ισχυρά του σημεία. Ο Μπερτέ είναι ένας εκπληκτικός χαρακτήρας. Από τους κορυφαίους, που έχουν παρουσιαστεί στην σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία. Στα εξήντα του οδεύει χωρίς καμιά αμφιβολία σ’ένα ηρωϊκό τέλος. Σε μιά ακροτελεύτια ιστορία πριν το μεγάλο φινάλε. Από την πρώτη στιγμή, σου φέρνει στο μυαλό καταραμένο ήρωα του Μανσέττ ή μέλος της ελεγειακής «Άγριας συμμορίας» του Σαμ Πέκινπα. Τέλος εποχής. Δεν υπάρχει χώρος στην σημερινή κοινωνία γιά τέτοιους χαρακτήρες. Εδώ ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το σκοτεινό σκηνικό. Νύχτα, χαμηλοί φωτισμοί, σκληροί τύποι, ωραίες γυναίκες. Και πολύ αίμα. Σε κάποια σημεία, υπερβαίνει τα όρια του ρεαλισμού.

Πολύ έξυπνο εύρημα η πρώτη φράση, που αναπαράγεται στα εννέα κεφάλαια του πρώτου μέρους και αναφέρεται στους υψηλά ιστάμενους της Μονάδας … «Θέλουν να σκοτώσουν τον Μπερτέ. Είναι μιά αρκετά κακή ιδέα».

Στο δεύτερο μέρος ανεβαίνει στην σκηνή ο Ζουμπέρ. Καιμ ο συγγραφέας αλλάζει ύφος. Τα υπαρξιακά ερωτήματα, που ταλανίζουν την ζωή του αποτυχημένου Ζουμπέρ απαιτούν μιά διαφορετική προσέγγιση. Χαμηλοί τόνοι, αβεβαιότητα, συνεχής ενδοσκόπηση. Προσωπικό ύφος. Η παρακολούθηση του ήρωα μέχρι την αδράνεια και την παραίτηση. Μέχρι την εισβολή του Μπερτέ στην ζωή του. Ο Μπερτέ θα του δώσει ένα καλό λόγο να χτυπήσει τα πόδια από τον βυθό της θάλασσας και να ανεβεί στην επιφάνεια. Ο Ζουμπέρ θα «ζωντανέψει» ξανά. Θα αρχίσει να γράφει την ιστορία της Καρδιατού, που ταυτόχρονα αποτελεί την αποκάλυψη των δραστηριοτήτων της Μονάδας. Το «βαθύ κράτος» που αντιπροσωπεύει η Μονάδα βρίσκεται έκθετο στην δημοσιότητα, καθώς αυτά που γνωρίζει ο Μπερτέ μετουσιώνονται στο βιβλίο που γράφει ο Ζουμπέρ κι οι αποκαλύψεις αρχίζουν να αναδύονται στην επιφάνεια. Εδώ, πάλι το στυλ του Leroy μεταλλάσσεται και προσομοιάζει στο πρώτο μέρος. Άλλωστε, ο Ζουμπέρ μεταλλάσσεται αντίστοιχα σ’ένα αντίγραφο του Μπερτέ.

Στο τρίτο μέρος, που είναι και το πιό αδύνατο του βιβλίου, ο ιδιαίτερος γραμματέας της Καρδιατού και ταυτόχρονα εραστής της, αφηγείται την ιστορία της και παράλληλα κλείνει τα κενά συνδέοντας με τα δύο προηγούμενα μέρη. Ο Leroy εδώ φαίνεται να παρασύρεται σε συναισθηματικά μονοπάτια και να υιοθετεί ένα ανάλογο ύφος. Η ιστορία αποδίδεται με λίγο περισσότερο ροζ χρώμα από όσο θα ήταν αρμονικό με τα δύο πρώτα μέρη. Και αντίστοιχα και το φινάλε.

Κατά την άποψη πολλών, «Ο φύλακας άγγελος» μπορεί να διαβαστεί σαν ένα πολιτικό θρίλερ με θέμα “πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες”. Ταυτόχρονα, και ίσως πριν απ’ όλα, πρόκειται για μια παράξενη ερωτική ιστορία. Προσωπικά πιστεύω ότι αξίζει να ειδωθεί υπό μιά διαφορετική οπτική. Αφ’ενός  να αποδοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στο εξαιρετικά σκιαγραφημένο πορτραίτο του Μπερτέ και δευτερευόντως του Ζουμπέρ. Αφ’ετέρου να μας απασχολήσει η σκοτεινή απαισιόδοξη κατάδυση σε μιά σύγχρονη κοινωνία σε απόγνωση, στις μεθόδους που χρησιμοποιούν οι  διάφορες Μονάδες (λέγε με «βαθύ κράτος») και στην ευθύνη αναγέννησης της ακροδεξιάς, που αναλογεί σε δημοκρατικές κυβερνήσεις.

 

(*) Ο Γρηγόρης Αζαριάδης είναι συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων και μέλος της ΕΛΣΑΛ (Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας). Έργα του οι «Παλιοί λογαριασμοί» 2013, «Η τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου» 2014 και «Το μοτίβο του δολοφόνου» 2015 (και τα τρία από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη).

 

Προηγούμενο άρθροΦλάνερι ο’Κόνορ :…Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν ( της Νίκης Κώτσιου)
Επόμενο άρθροΤύχη: πραγματικότητα και ψευδαισθήσεις (του Γ.Ν. Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ