Ο κόσμος της τζαζ …και η αργκό

0
759

Σάκης Παπαδημητρίου. 

 

 

          The Jazz Word είναι ο τίτλος μιας ανθολογίας κειμένων που επιμελήθηκαν ο Dom Cerulli, o Burt Korall και ο Mort L. Nasatir. Κυκλοφόρησε το 1960 από τις εκδόσεις Da Capo της Νέας Υόρκης. Το 1987 νέα επανέκδοση με πρόλογο του κριτικού και παραγωγού Nat Hentoff. Ένα βιβλίο 240 σελίδων στο οποίο μπορούμε να διαβάσουμε πολλά σχετικά με τη δεκαετία του ’50 και μάλιστα όχι μόνο από μουσικοκριτικούς αλλά και από τους ίδιους τους μουσικούς καθώς και από λογοτέχνες. Οι τρεις συγγραφείς, στο εισαγωγικό σημείωμα του 1987, γράφουν ότι τελικά η έκδοση The Jazz Wordαποτελεί ντοκουμέντο της δεκαετίας του ’50, γιατί πιστεύουν ότι, αντίθετα με αυτά που υποστηρίζουν ορισμένοι σχολιαστές οι οποίοι δεν προέρχονται από τον κόσμο της τέχνης, η δεκαετία του ’50 υπήρξε μια εξαιρετική δεκαετία από πλευράς μουσικής και έπαιξε το ρόλο της γέφυρας στις μελλοντικές εξελίξεις.

Ο Nat Hentoff, στον δικό του πρόλογο, αρχίζει υποστηρίζοντας και αυτός τη δεκαετία του ’50 για την οποία πολλοί είπαν ότι ήταν ήπια και γλυκερή. Το βιβλίο όμως αυτό λέει κάτι διαφορετικό: ότι η περίοδος αυτή ήταν ανήσυχη και ταραγμένη και ότι πολλά πράγματα άλλαξαν στη μουσική. Μπορεί οι ιστορικοί να θυμούνται τη δεκαετία του ’50 ως τα χρόνια του Αϊζενχάουερ και του Νίξον αλλά στην τζαζ η εικόνα ήταν διαφορετική. Και σ’ αυτό το σημείο ο Nat Hentoffκαταγράφει ονόματα, τάσεις και ιδέες. Ο Miles Davis, o John Coltrane, o Charles Mingus, o Sonny Rollins και o Ornette Coleman έθεσαν τις βάσεις. O Art Blakey πέρασε σε μια γόνιμη περίοδο. Στη Δυτική ακτή έχουμε τον Shorty Rogers, τονJimmy Giuffre, τον Chico Hamilton και τον αεικίνητο Gerry Mulligan. Οι big bands ακόμη παρούσες: του Duke Ellington,του Count Basie, του Stan Kenton, του Woody Herman. Οι γίγαντες, όπως ο Lester Young και o Coleman Hawkins, περπατούσαν σ’ αυτή τη γη. O Roy Eldridge χτυπούσε ψηλά, όπως και ο Dizzy Gillespie και ο Thelonious Monk. O Birdέφτασε ως τα μέσα της δεκαετίας. Στο πιο κεντρικό σημείο ο Louis Armstrong έπαιζε, τραγουδούσε και έφερνε την τζαζ σ’ όλο τον κόσμο. Η τζαζ στα καλύτερά της. Χάσαμε τον Art Tatum αλλά είχαμε τον Bud Powell, τον Ben Webster, τονJack Teagarden και τον Gene Krupa. Τα παιχνίδια του Erroll Garner και το Modern Jazz Quartet, ένα νέο πρόσωπο κομψότητας στην τζαζ.

Ο Nat Hentoff συνεχίζει. Η τζαζ παρέμενε popular music, αγαπητή στο ευρύ κοινό. Κυκλοφορούσαν διαρκώς νέοι δίσκοι και σε μεγάλες ποσότητες. Η μουσική γινόταν πλέον ένα διεθνές φαινόμενο. Τότε αρχίζουν τα μεγάλα φεστιβάλ μ’ αυτήν την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα η οποία έγινε γρήγορα αποδεκτή παγκοσμίως. Η ιδέα ξεκίνησε από τον George Weinκαι το φεστιβάλ του Newport.

Ο Μax Roach την ονόμασε «Κλασική μουσική της Αμερικής» αλλά δυστυχώς τα σχολεία δεν την είχαν ενσωματώσει στο πρόγραμμα σπουδών. Εκατομμύρια Αμερικανοί δεν είχαν  την κατάλληλη παιδεία. Την είχαν στερηθεί και είναι λυπηρό να σκεφτεί κανείς πόσοι αγνοούσαν την ύπαρξη της τζαζ. Αντίθετα οι μουσικοί της τζαζ έχουν περιγράψει σκηνές ενθουσιώδους υποδοχής τους στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία, όταν τους σταματούσαν στο δρόμο πρόσωπα που ήξεραν πολύ καλά το έργο τους. Ενώ όταν γυρνούσαν στην Αμερική, έπεφταν και πάλι στην ανωνυμία.

Στα περιεχόμενα του βιβλίου  The Jazz Word περιλαμβάνονται δέκα κεφάλαια στα οποία θίγονται πολλά θέματα: οι κριτικοί γράφουν για τους μουσικούς, οι μουσικοί μιλούν για τους ίδιους ή για τους φίλους τους, οι συγγραφείς με το λογοτεχνικό τους έργο, τζαζ και ποίηση, τα μπλούζ, το χιούμορ, η αργκό της τζαζ, τα ναρκωτικά, η Νέα Υόρκη, οι νέες κατευθύνσεις και τόσα άλλα.

Στα δύο κεφάλαια για την πεζογραφία και την ποίηση, οι τρεις υπεύθυνοι της έκδοσης αναφέρονται στην πρόκληση: πώς μπορεί να αναδημιουργήσει κανείς με λέξεις την ζωντάνια, το πνεύμα, τις φοβίες, τις αγάπες, τα υπονοούμενα της μουσικής. Τα λογοτεχνικά έργα τα οποία έχουν διακριθεί, έχουν ξεχωρίσει περισσότερο για την προσπάθεια των συγγραφέων παρά για την επίτευξη του στόχου. Στα διηγήματα και στα μικρότερα πεζά η κατάσταση είναι καλύτερη και ως παράδειγμα παραθέτουν ένα κεφάλαιο από το μυθιστόρημα του John Clellon Holmes The Horn και το εξαιρετικόSonnys Blues του James Baldwin, τα οποία δεν έχουν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Αναδημοσιεύεται το ποίημα τουJack Kerouac για τον Charlie Parker – το έχει μεταφράσει ο Γιάννης Λειβαδάς.

O Bob Rolontz, δημοσιογράφος του Billboard, παρακολούθησε τις βραδιές με τζαζ και ποίηση και έγραψε τις εντυπώσεις του στο The Jazz Review, τον Φεβρουάριο του 1958. Βασική του παρατήρηση, για εκείνη την περίοδο, ότι δυστυχώς η ανάμειξη τζαζ και ποίησης έφτασε πολλές φορές στα όρια του γελοίου. Και αδυνατεί να καταλάβει γιατί το όλο θέμα αντιμετωπίστηκε με τόση σοβαρότητα. Βέβαια δεν ήταν μια ιδέα της δεκαετίας του ’50. Στη δεκαετία του ’20 οLangston Hughes απήγγειλε ποιήματά του με τη μουσική ενός πιανίστα και δύο δεκαετίες αργότερα το ίδιο έκανε οKenneth Rexroth με τζαζ γκρουπ. Αλλά όλη η φασαρία έγινε στα χρόνια 1957-58.

Μια άλλη παρατήρηση του Bob Rolontz είναι ότι ο συνδυασμός τζαζ και ποίησης δεν ξεπήδησε αυθόρμητα, όπως συνέβη σε άλλες καλλιτεχνικές μορφές. Ο κριτικός Ralph Gleason, ο οποίος υπογράφει το σημείωμα στο οπισθόφυλλο του δίσκου Poetry Readings in the Cellar, αναφέρει τα λόγια του Kenneth Rexroth: «Είναι πολύ σημαντικό να πάρουμε την ποίηση από τα χέρια των ακαδημαϊκών, από τα χέρια των συντηρητικών (squares). Αν μπορέσουμε να φέρουμε την ποίηση προς τα έξω, στη ζωή, τότε θα είναι κάτι δημιουργικό». Επομένως, συμπληρώνει ο Bob Rolontz, οι ποιητές ανέλαβαν την πρωτοβουλία, άσχετο αν χάρηκαν για τη συμμετοχή τους και οι μουσικοί.

Όπως ξέρουμε σήμερα, πενήντα πέντε χρόνια μετά τα τέλη της δεκαετίας του ’50, ο συνδυασμός τζαζ και ποίησης πήρε πολλές κατευθύνσεις. Και μόνο τον Steve Lacy να σκεφτούμε είναι υπεραρκετό για να φανεί η σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται το θέμα. Ας αφήσουμε λοιπόν τον Bob Rolontz με τις παρατηρήσεις στο έτος 1958. Πέφτει, φυσικά έξω όταν κλείνει το κείμενό του ως εξής: «Είναι αμφίβολο αν η τζαζ-ποίηση θα τύχει κάποιας προσοχής στην επόμενη εγκυκλοπαίδεια της τζαζ». Έχει όμως κάποιο δίκαιο όταν λέει, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, ότι «ίσως θα έπρεπε να τραγουδιέται η ποίηση». Και πράγματι αυτό έγινε στις δεκαετίες που ακολούθησαν, και μάλιστα όχι μόνο στην Αμερική, αλλά και στην Ελλάδα. Επίσης κάνει ένα γενικό διαχωρισμό σε ποιητές που διαβάζουν τα ποιήματά τους όπως τα έχουν δημοσιεύσει και σε ποιητές που αισθάνθηκαν την ανάγκη να γράψουν ποίηση η οποία θα διαβαστεί με τον ρυθμό και τα ηχοχρώματα της μουσικής. Ο Lawrence Ferlinghetti φαίνεται ότι είναι ίσως ο πρώτος ο οποίος έγραψε στην αγγλική γλώσσα ένα ποίημα με στόχο να διαβαστεί την ώρα που παίζει ένα τζαζ γκρουπ. Ο τίτλος«Αυτοβιογραφία» και περιλαμβάνεται στη συλλογή «Προφορικά μηνύματα» (1958) – και αυτό διαβάζει την ίδια χρονιά στο δίσκο Poetry Readings in the Cellar, Fantasy BGP 1024. O Αντρέας Παγουλάτος έχει μεταφράσει ποιήματα τουLawrence Ferlinghetti και σε ένα βιβλίο, συμπλήρωμα στο περιοδικό Νέα Συντέλεια, τεύχος 8-9-10/2008, γράφει και για την επίδραση της τζαζ στο έργο του σε «μια σειρά από επτά ποιήματα, που δημοσιεύτηκαν στην δημοφιλή δεύτερη ποιητική του συλλογή ‘’Το Λούνα Παρκ του Μυαλού’’ με τον κοινό τίτλο ‘’Προφορικά μηνύματα’’, με τη νευρική σύνταξη, τις κοφτές φράσεις, την προφορικότητα και την αυτοσχεδιαστική τους ευλυγισία, καταδείχνουν τη σπουδαιότητα αυτής της επήρειας». Και συνεχίζει ότι η επίδραση της τζαζ τον οδήγησε πολλές φορές στο δρώμενο και στην performance.

To ποίημα «Αυτοβιογραφία», σε μετάφραση της Ρούμπης Θεοφανοπούλου, βρίσκεται στο βιβλίο «Ferlinghetti-Ποιήματα», εκδόσεις Πρόσπερος 1989. Στην ίδια έκδοση διαβάζουμε ένα απόσπασμα από κείμενο του ποιητή το οποίο δημοσιεύτηκε στο Chicago Review την άνοιξη του 1958 και αναφέρεται στην ποίηση του Σαν Φρανσίσκο, όπως διαμορφωνόταν εκείνα τα χρόνια. Γράφει ο Ferlinghetti: «Το είδος της ποίησης που κάνουμε είναι διαφορετικό από το είδος της ‘’Ποίησης Πάνω Στην Ποίηση’’ της ποίησης της τεχνικής, της ποίησης που απευθύνεται στους ποιητές και στους καθηγητές και που έχει κατακυριεύσει τα περιοδικά και τις ανθολογίες. Η ποίηση που προτείνουμε μπορεί να ονομαστεί ποίηση του δρόμου. Γιατί θέλει να βγάλει τον ποιητή έξω από τον περίπλοκο ναό που έκτισε στο όνομα της αισθητικής και που μέσα του έχει μείνει κλεισμένος πολλά χρόνια ομφαλοσκοπούμενος. Θέλει να ξαναφέρει την ποίηση στο δρόμο, εκεί που ήταν κάποτε, έξω από τις τάξεις, έξω από τα πανεπιστήμια και, αν είναι δυνατόν, έξω από την τυπωμένη σελίδα. Ο τυπωμένος λόγος έχει καταντήσει την πίεση πολύ σιωπηλή. Όμως η ποίηση που προτείνουμε είναι η προφορική ποίηση, που συλλαμβάνεται σαν μήνυμα. Άλλοτε διαβάζεται με συνοδεία τζαζ και άλλοτε όχι… Σημασία έχει ότι η ποίηση αυτή χρησιμοποιεί τα μάτια και τα αυτιά μας όπως δεν τα είχε χρησιμοποιήσει εδώ και πολλά χρόνια».

Ένα άλλο πρωτότυπο θέμα του βιβλίου The Jazz Word είναι «Η αργκό της τζαζ». O Elliot Horne συγκεντρώνει, ίσως για πρώτη φορά, λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιούν οι μουσικοί της τζαζ και αποτελούν τη δική τους γλώσσα. Κωδικοί εσωτερικής κατανάλωσης. Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό της εφημερίδας New York SundayTimes τον Αύγουστο 1957.

 

Η ΑΡΓΚΟ ΤΗΣ ΤΖΑΖ

 

 Α ΒAD FACE: Tο πρόσωπο που είναι ικανό να κάνει αισχρές απάτες και ανήθικες πράξεις. Ένας ανεπρόκοπος μουσικός ο οποίος θα μπορούσε να χτυπήσει τη μητέρα του για να της αποσπάσει λίγα χρήματα να αγοράσει μπύρες.

Α ΒOX: Ο αδιόρθωτος συντηρητικός στον οποίο η τζαζ δεν σημαίνει τίποτα.

A FIG: Ο παραδοσιακός. Ο μουσικός ο οποίος πιστεύει ότι η τζαζ, κατά κάποιο τρόπο, τελείωσε την εποχή του σουίνγκ, ότι Mulligan είναι κάποιο ενυδρείο, ότι Parker είναι μάρκα παλτού και, μάλιστα κύριοι, θυμάται τον Paul Desmond. Αυτός δεν ήταν ηθοποιός σε καουμπόϊκες ταινίες;

A MOLDY FIG: Ο τύπος ο οποίος πιστεύει ότι το σουίνγκ ήταν πρωτοπορία. Γράφει τη λέξη jazz «j-a-s-s» και μιλάει για τα παλιά, τα ποταμόπλοια, τις πρώτες μπάντες. Η συλλογή δίσκων του εκπέμπει αναθυμιάσεις φορμαλδεΐδης και γενικώς ακούει μουσικούς που έχουν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια.

A VEST: Θα πει φανέλλα. Προέρχεται από την έκφραση «βρώμικη φανέλλα». Ένα ξεπερασμένο και κάπως βρώμικο εστιατόριο ή καφετερία.

ALWAYS IN THE CELLAR: Μουσικός πνευστών ο οποίος παίζει πάντοτε στις χαμηλές ρεζίστρες.

AX: Οποιοδήποτε μουσικό όργανο. Λέγεται ακόμη και για το πιάνο.

BALL: Έχει πλάκα. Περνάμε καλά. Επίσης και η συνουσία.

BEAR: Ελκυστική κοπέλα.

BEARD: Τα γένια, το μούσι. Λέγεται για τύπο αβανγκάρντ και χίπστερ.

BEHIND THE COTTON CURTAIN: Ο Νότος των ΗΠΑ, βαθιά στο Ντίξιλαντ.

BELLS: Το βάϊμπραφον.

BLOW: Παίζω ένα μουσικό όργανο, οποιοδήποτε μουσικό όργανο, ακόμη και το πιάνο.

BLOWS FOR CANINES: Παίζει κάποιες φράσεις με ψηλές νότες, διαπεραστικές στριγγλιές.

BOGUE: Ψεύτικο, κάλπικο, λάθος.

BOOMS: Ντραμς.

BOX: Πιάνο.

BREAD: Χρήματα.

BUG: Ενοχλώ, ζαλίζω, απασχολώ.

BUSTED: Τον συνέλαβαν.

BUSTER: Κάποιος που δεν έχει μέλλον αλλά δεν είχε και ιδιαίτερο παρελθόν.

CAT: Άνδρας μουσικός της τζαζ.

CHARTS: Ενορχηστρώσεις, οι παρτιτούρες.

COOL: Συγκρατημένος, ήρεμος, άνετος.

COMMERCIALS: Οι παραγγελίες. Αφορούν συνήθως χορευτικές ορχήστρες.

CRAZY: Λέγεται ως επιδοκιμασία.

CRUMBS: Λίγα χρήματα.

CUT: Παίρνω άδεια.

CUTTING A TAKE: Εξηγώ μια άποψη. Σε θέματα ηχογράφησης θα πει «κάνω δίσκο».

DRAG: Βαριεστημάρα, απογοήτευση.

EYES TO COOL IT: Η επιθυμία να ξεκουραστείς, να απομακρυνθείς από τα καθημερινά.

FALL (up, in, by, etc): Εμφανίζομαι, εισέρχομαι.

FAR OUT: Υπερβολικά προχωρημένος τύπος. Στη μουσική, η μοντέρνα τζαζ.

FINGER POPPER: Ένας μουσικός που σουϊνγκάρει με ρυθμό.

FINK: Πρόσωπο αντιπαθητικό.

FUNKY: Αρχικά το κακό και βρωμερό. Τώρα το γήινο, το μπλουζίστικο.

FUZZ: Οι αστυνομικοί.

GAS: Φοβερό.

GEETS: Χρήματα.

GIG: Εμφάνιση, δουλειά.

GO-IT-ALL: Το αυτοκίνητο.

GREASE: Τρώω.

HANGIN: Περιμένοντας. Ιδρώνοντας να πάρει μιαν απόφαση.

HAVE YOU SEEN MY HAT?: Έχεις δει το κορίτσι μου;

ΗΕ SURE DID SPEAK: Έπαιξε πολύ καλά μουσική.

ΗES CLOSEMAN!: Ο μουσικός που έκανε σχεδόν τα πάντα σε σχέση με το μουσικό όργανο.

HEAVY CREAM: Χοντρή κοπέλα.

HIDES: Ντραμς.

HIP: Γνωρίζω.

HIPPY: Χαρακτηριστικό ενός τύπου που είναι εξαιρετικά cool, τελείως μπλαζέ και τόσο προχωρημένος ώστε φαίνεται κοιμισμένος ενώ σκέφτεται πολύ σοβαρά.

IM SORRYMAN: Έκφραση διαφωνίας. Αμηχανία, αδυναμία να βγει ένα συμπέρασμα.

LAME: Οπισθοδρομικός, αλλά όχι τελείως. Έχει τη δυνατότητα να μάθει.

LATER: Goodbye.

LEONA: H γυναίκα του τύπου ο οποίος θεωρείται Buster, δηλαδή κάποιου που δεν έχει μέλλον ούτε ιδιαίτερο παρελθόν. Η γυναίκα η οποία τον περιφρονεί γιατί δεν κάνει τίποτα.

LIVING ROOM GIG: Εμφάνιση στην τηλεόραση ως καλεσμένος. Το είδος της δουλειάς το οποίο αφορά μέτριους μουσικούς.

LOOSE WIG: Ο τελείως απελευθερωμένος μουσικός.

LYING: Παίζοντας τις νότες όπως είναι γραμμένες στην παρτιτούρα, χωρίς αυτοσχεδιασμό πάνω στο θέμα. Επίσης παίζοντας σε μια μπάντα γλυκερού ήχου.

MAKE IT: Πετυχαίνω. Επίσης, ερωτική κατάκτηση.

MAPS: Ενορχηστρώσεις, οι παρτιτούρες.

MEAN: Ο καλύτερος, ο πρώτος.

MEET: Το jam session.

“M’’: Χρήματα.

MONKEY: Μουσικοκριτικός. (Δεν βλέπει τη μουσική, δεν ακούει τη μουσική, δεν καταλαβαίνει τη μουσική).

MOTHER: Ο πιο σπουδαίος.

OOFUS: Ο πρεζάκιας ο οποίος είναι και ηλίθιος. Ο τύπος που εμφανίζεται στο φεστιβάλ του Newport κρατώντας εισιτήριο για το Carnegie Hall.

OUT SACK: Εντυπωσιακό φόρεμα, νοκ-αουτ.

PAD: Το σπίτι.

PIPE: To σαξόφωνο.

PLEADING A FIVE: Όταν ένας μουσικός αρνείται να ανεβεί στη σκηνή και να παίξει μαζί με κάποιον άλλο. Επικαλείται το δικαίωμά του να αρνηθεί να μιλήσει σύμφωνα με την Πέμπτη Τροποποίηση.

PUT ON: Πειράζω κάποιον, τον δουλεύω.

SCENE: H σκηνή. Ονομάζεται όποιο μέρος προσφέρεται για συναντήσεις μουσικών.

SECURITY CATS: Είναι οι μουσικοί οι οποίοι δουλεύουν σταθερά στο ραδιόφωνο ή την τηλεόραση, προτιμώντας την ασφάλεια του μισθού από το να ψάχνουν για διάφορες προσωρινές δουλειές.

SHES NUTS: Το κορίτσι είναι κούκλα.

SHORT: To αυτοκίνητο.

SHUCKING: Το να παίζει ένας μουσικός συγχορδίες ενώ δεν ξέρει τη μελωδία.

SIS: Το κορίτσι.

SKY: Καπέλο.

SMALL PIPE: Άλτο σαξόφωνο. BIG PIPE το βαρύτονο σαξόφωνο.

SPANK THE PLANK: Χειραψία. Γειά σου. Ας κάνουμε διάλειμμα.

SPLIT: Παίρνω άδεια.

SPLOUD: Εύθυμος, χαρούμενος.

SOMETHING ELSE: Όπως λέμε και ελληνικά για κάποιον ότι είναι ‘’το κάτι άλλο’’. Όταν συμβαίνει κάτι απίθανο το οποίο δεν μπορεί να περιγραφεί.

STIFFIN’ N’ JIVIN: Φιγουρατζίδικο παίξιμο, με ψηλές νότες και εφέ αλλά όχι αρκετή μουσικότητα και ευαισθησία.

TASTE: Συνήθως σημαίνει ποτό ή και χρήματα. Επίσης ένα μικρό μέ

Προηγούμενο άρθροΗ καρδιά του προέδρου
Επόμενο άρθρο“Οι άφαντοι” του Δημήτρη Χαρίτου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ