Ο Κάφκα στην πλατεία Ταξίμ

3
244

 

 Του Βασίλη Δανέλλη.

«Ένα σύμβολο ξεπερνάει πάντα εκείνον που το χρησιμοποιεί και στην πραγματικότητα τον κάνει να πει περισσότερα από όσα θέλει να εκφράσει συνειδητά». Με αυτά τα λόγια, ο Αλμπέρ Καμύ εξηγεί συνοπτικά στο «Μύθο του Σίσυφου» τη δύναμη του έργου του Φραντς Κάφκα.

Όταν οι «ακίνητοι άνδρες» (duran adamlar) άρχισαν να καταλαμβάνουν με ένα βιβλίο στο χέρι την πλατεία Ταξίμ κι άλλους δημόσιους χώρους, η Δίκη και ο Πύργος είχαν την τιμητική τους. Ο Τσέχος συγγραφέας, μαιτρ του συμβολισμού, θα ήταν ενθουσιασμένος με την έμπνευση των διαδηλωτών να αντικαταστήσουν τις –απαγορευμένες πλέον- κινητοποιήσεις με την πλήρη ακινησία, σαστίζοντας τις δυνάμεις καταστολής που αδυνατούσαν να πάρουν απόφαση για το πώς πρέπει να αντιδράσουν σε αυτή την απρόσμενη ενέργεια.

Όπως θα τον ενθουσίαζε κι ο τρόπος με τον οποίο ξεκίνησαν όλα: Διασχίζοντας μια γέφυρα. Ήταν ακριβώς δύο μήνες πριν, το ξημέρωμα της 1ης Ιουνίου, όταν χιλιάδες διαδηλωτών διέσχισαν πεζή τη γέφυρα του Βοσπόρου για να συμπαρασταθούν στους ελάχιστους πολίτες που βρίσκονταν περικυκλωμένοι από τις αστυνομικές δυνάμεις στο πάρκο Γκεζί. Με αυτή την αυθόρμητη, αλλά βαθιά συμβολική πράξη, μετέτρεψαν μια μικρή οικολογική διαδήλωση σε κοινωνική εξέγερση.

Σε κάθε εκδήλωση αντίστασης ενάντια σε μία μορφή εξουσίας που αντιδρά συγκεντρωτικά και βίαια, προσπαθώντας να συντρίψει όσους την απειλούν, η σκέψη μας «τρέχει» στον Φραντς Κάφκα. Έτσι, η στάση των Τούρκων εξεγερμένων, όπως τους έβλεπα να στέκονται με χαμόγελο μπροστά στις κάνες της αστυνομικής αύρας, να δέχονται τις πλαστικές σφαίρες στο σώμα τους χωρίς να σταματούν να βαδίζουν, να αντιμετωπίζουν κάθε προβοκάτσια με μουσική και χιούμορ, με οδήγησε στο να σκεφτώ τον Τσέχο λογοτέχνη. Μόνο που δεν ήταν κάποιο από τα πιο γνωστά του έργα που ήρθαν στο νου μου, αλλά ένα μικρό διήγημα, η Σωφρονιστική Αποικία.

Συνοπτικά, το διήγημα περιγράφει την εμπειρία ενός Ταξιδιώτη/Ερευνητή σε ένα νησί που λειτουργεί ως σωφρονιστική αποικία κάποιας άγνωστης χώρας. Ένας αξιωματικός χρησιμοποιεί μια πολύπλοκη μηχανή βασανισμού για να τιμωρήσει έναν απείθαρχο στρατιώτη, ο οποίος δεν γνωρίζει την ποινή που θα του επιβληθεί. Η μηχανή είναι παλιά και ξεχαρβαλωμένη κι ο Αξιωματικός είναι ο τελευταίος υποστηρικτής της διαβολικής εφεύρεσης του προηγούμενου –νεκρού πλέον- διοικητή της Αποικίας. Ο νέος –αόρατος- διοικητής δεν την εγκρίνει, αλλά θέλει τη γνώμη του Ταξιδιώτη/Ερευνητή πριν διατάξει την κατάργησή της. Ο Αξιωματικός, από την πλευρά του, προσπαθεί να τον πείσει με κάθε δυνατό τρόπο για τη χρησιμότητά της, καθώς και για το μεγαλείο του νεκρού διοικητή, σε σημείο που φτάνει να υποβάλει τον εαυτό του στο βασανιστήριο και τελικά σε εκτέλεση, όταν βλέπει ότι ο Ταξιδιώτης/Ερευνητής δεν συμμερίζεται τις απόψεις του. Τρέχοντας να ζητήσει βοήθεια από τους υπόλοιπους κατοίκους του νησιού, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας βρίσκεται σε μία ταβέρνα όπου κάποιοι άνδρες πίνουν, για να ανακαλύψει ότι κάτω από το τραπέζι τους βρίσκεται ο τάφος του παλιού διοικητή. Στην ταφόπλακά του είναι χαραγμένη μια προφητεία, η οποία καλεί τους υποστηρικτές του να κάνουν υπομονή μέχρι τη μέρα που ο νεκρός θα αναστηθεί και θα αναβιώσει το μεγαλείο της αποικίας. Φοβισμένος τώρα πια, ο Ταξιδιώτης/Ερευνητής τρέχει στο λιμάνι, όπου μπαίνοντας στο πλοίο του απομακρύνεται από το νησί, αποτρέποντας κάποιους από τους κατοίκους του, που τρέχουν από πίσω του, να τον ακολουθήσουν.

Πράγματι, περίεργος συνειρμός με οδήγησε από το πάρκο Γκεζί στο νησί της Σωφρονιστικής Αποικίας, αλλά όπως λέει κι ο Καμύ ένα σύμβολο κάνει εκείνον που το χρησιμοποιεί να πει περισσότερα από όσα ήθελε να εκφράσει συνειδητά. Από το 1919, όταν ο Κάφκα έγραψε το διήγημα, έχει περάσει σχεδόν ένας αιώνας, κατά τη διάρκεια του οποίου οι άνθρωποι έβρισκαν συνεχώς αφορμές να το θυμούνται, να το ερμηνεύουν και να το θεωρούν επίκαιρο και προφητικό.

Στη δική μου ανάλυση, η μηχανή συμβολίζει την εξουσία κι ο Αξιωματικός τον φορέα της. Οι δύο διοικητές –ο παλιός κι ο νέος- εκφράζουν δύο διαφορετικές εποχές, μία που χάνεται και μία που πρόκειται να έρθει. Όποιος διαβάσει το διήγημα, αποκλείεται να μην προσέξει ότι ο νέος διοικητής, φορέας της αλλαγής και της ελπίδας, δεν εμφανίζεται ποτέ, παρόλο που είναι εκείνος ο οποίος έχει καλέσει τον Ταξιδιώτη/Ερευνητή να παρακολουθήσει τη δημόσια εκτέλεση. Δεν εμφανίζεται, γιατί πολύ απλά δεν έχει έρθει ακόμα. Ο Ταξιδιώτης/Ερευνητής είναι εκείνος που ανοίγει το δρόμο για την έλευσή του.

Η μοίρα του παλιού διοικητή κι η προφητεία πάνω στη ταφόπλακά του, από την άλλη, είναι πιο εύκολο να ερμηνευτούν ως το τέλος μιας ξεπερασμένης εποχής και τις προσδοκίες των νοσταλγών της για παλινόρθωση που εκφράζονται μέσα από μια προφητεία/λαϊκό μύθο. Ακόμα και η σουρεαλιστική σκηνή, όπου ο τάφος είναι τοποθετημένος μέσα σε μια ταβέρνα, μοιάζει λογική όταν σκεφτούμε ότι όλοι οι πολιτισμοί χτίζονται πάνω στα ερείπια εκείνων που έσβησαν.

Γυρίζοντας πίσω στη μηχανή, όμως, αξίζει να σταθούμε στην αχρείαστη πολυπλοκότητά της, καθώς και τις ατέλειωτες οδηγίες χρήσης, γραμμένες με δυσανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα τον οποίο μόνο ο χειριστής μπορεί αποκρυπτογραφήσει, ενώ αντιθέτως ο σκοπός της είναι πολύ απλός: Να αφήσει το διακριτό σημάδι της πάνω στο σώμα που υπόκειται στις διαδικασίες της (για την ακρίβεια να αποτυπώσει ξανά και ξανά το σημάδι της μέχρι το υποκείμενο στην άσκηση της να αφήσει την τελευταία του πνοή). Η εξουσία εκφράζεται πάντα μέσα από μια ακαταλαβίστικη, πολύπλοκη γραφειοκρατία που μόνο τα όργανά της μπορούν να υπηρετήσουν: Αναγκαίος αμυντικός μηχανισμός, ώστε να επιτρέπεται η πρόσβαση μόνο στους μυημένους.

Στις περισσότερες αναλύσεις, η μηχανή θεωρείται ότι συνδέεται με τις σαδομαζοχιστικές –ενδόμυχες ίσως- τάσεις του συγγραφέα. Δεν έχουμε όλοι όμως μια σαδομαζοχιστική σχέση με την εξουσία; Ο Κάφκα καταφέρνει να περιγράψει με ακρίβεια την αρρωστημένη σχέση εξουσίας-εξουσιαστών-εξουσιαζόμενων μέσα σε ελάχιστες σελίδες, χωρίς να χρειαστεί να κάνει μακροσκελείς αναλύσεις.

Εντύπωση επίσης προκαλεί η επιμονή του Αξιωματικού να πείσει τον Ταξιδιώτη/Ερευνητή να υπερασπιστεί το μηχανισμό μπροστά στο νέο διοικητή, αλλά και η ανάγκη του τελευταίου να δεχτεί τη θετική εισήγηση του ουδέτερου παρατηρητή πριν προχωρήσει στην αποκαθήλωσή του. Βλέπουμε ότι και τα δύο καθεστώτα, παλιό και νέο, ζητούν απεγνωσμένα τη νομιμοποίησή τους από τον ουδέτερο παρατηρητή/κοινή γνώμη. Ο εκπρόσωπος του παλιού, ο αξιωματικός, αντλεί νομιμοποίηση και από την παλιά του στολή/παράδοση, την οποία δεν αποχωρίζεται παρόλο που είναι εντελώς ακατάλληλη για το κλίμα του νησιού, αλλά από ότι φαίνεται από μόνη της, χωρίς τη λαϊκή συμπαράσταση, η παράδοση δεν είναι αρκετή για να διατηρήσει ένα καθεστώς στην εξουσία.

Μία από τις λεπτομέρειες του διηγήματος που με προβλημάτισαν ιδιαίτερα, ήταν η επιλογή ενός στρατιώτη στη θέση του κατάδικου. Έχοντας δημιουργήσει ο Κάφκα μια σωφρονιστική αποικία, δηλαδή μια απέραντη φυλακή, θα ήταν πιο λογικό να διαλέξει έναν τυχαίο κατάδικο από τους αναρίθμητους που ασφαλώς κατοικούν στην επικράτειά της. Κι όμως, επιλέγει έναν στρατιώτη, ο οποίος αποφασίζει να παρακούσει την παράλογη εντολή ενός ανωτέρου του.

Η σκηνή είναι χαρακτηριστική: Ο στρατιώτης σηκώνεται όρθιος για να αρπάξει το χέρι που ετοιμάζεται να τον μαστιγώσει και να φωνάξει στον ανώτερό του πώς αν δεν πετάξει το σύμβολο της εξουσίας του θα τον σκοτώσει. Ο συγγραφέας λοιπόν επιλέγει έναν επαναστάτη, ο οποίος όταν αποτυγχάνει να ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη, δέχεται μια δυσανάλογα σκληρή τιμωρία, απαραίτητη ωστόσο, καθώς με τη δράση του την απειλεί.

Αντιθέτως, η στάση του Ταξιδιώτη/Ερευνητή –του πραγματικού ήρωα της ιστορίας- απέναντι στη μηχανή είναι παθητική. Στέκεται μπροστά της με αξιοπρέπεια, εκφράζοντας άφοβα την άποψή του ενάντια στη χρήση της, μια στάση που τελικά οδηγεί στην αυτοδιάλυσή της και την εξόντωση του χειριστή της, όχι μόνο χωρίς να χρειαστεί να τη χρησιμοποιήσει ο ίδιος, αλλά αρνούμενος πεισματικά ακόμα και να την ακουμπήσει.

Η διαφορά μεταξύ του Στρατιώτη/Κατάδικου και του Ταξιδιώτη/Ερευνητή είναι ότι ο πρώτος είναι έτοιμος να χάσει τη ζωή του πάνω στη μηχανή, γιατί παρόλο που την απεχθάνεται, αποδέχεται τη δύναμη της, ενώ ο δεύτερος δεν μπορεί να δεχτεί το θανατηφόρο κέντρισμά της, γιατί δεν αναγνωρίζει σε κανένα σημείο της ιστορίας ότι εκείνη έχει οποιαδήποτε ισχύ πάνω του. Ούτε όταν ο Αξιωματικός σχεδόν τον απειλεί, ύστερα από την ανοιχτή τοποθέτησή του εναντίον της.

Η διαφορά τους επίσης είναι ότι όταν τελικά η μηχανή ξεσκίζει τις σάρκες του πιο πιστού υποστηρικτή της, λίγο πριν διαλυθεί, ο Ταξιδιώτης/Ερευνητής την αποστρέφεται ακόμα περισσότερο και προσπαθεί να σώσει τον ιδεολογικό αντίπαλό του, ενώ ο Στρατιώτης/Επαναστάτης σαγηνεύεται από τη δύναμή της και δεν θέλει να απομακρυνθεί από κοντά της.

Στο διήγημα του Κάφκα, η ιδεολογική ανωτερότητα και η γενναία στάση του Ταξιδιώτη/Ερευνητή είναι εκείνη που τελικά ρίχνει το καθεστώς κι όχι η οπλισμένη επανάσταση. Νομίζω ότι αυτή η εικόνα με οδήγησε συνειρμικά να συνδέσω τη Σωφρονιστική Αποικία με το πάρκο Γκεζί. Είναι η αποφασιστικότητα των διαδηλωτών να αντισταθούν στην πρόκληση της εξουσίας να ακολουθήσουν τους κανόνες της, δηλαδή να χρησιμοποιήσουν βία και μισαλλοδοξία. Αρνήθηκαν να ανέβουν στη μηχανή κι εκείνη άρχισε να συμπεριφέρεται σαν ξεχαρβαλωμένη, αναδεικνύοντας την αδυναμία της να σωφρονίσει κάποιον που την αγνοεί και βλάπτοντας τελικά τους ίδιους τους χειριστές της. Γιατί τί πιο παράλογο, από το να συλλαμβάνονται άνθρωποι απλώς επειδή στέκονται όρθιοι μπροστά σε μια σημαία ή επειδή «καταλαμβάνουν δημόσιο χώρο που προορίζεται για χρήση από τους πολίτες», δηλαδή για εκείνους τους ίδιους;

Η Σωφρονιστική Αποικία μοιάζει να είναι ένα αισιόδοξο διήγημα: Η μηχανή/καθεστώς διαλύεται, ο αξιωματικός/εξουσία εξοντώνεται, ο νέος διοικητής/νέα εποχή δεν εγκρίνει τις πρακτικές του παρελθόντος. Καθόλου συνηθισμένο για τον πεσιμιστή Κάφκα. Μια δεύτερη ανάγνωση όμως θα μας αλλάξει γνώμη. Αρκεί να θυμηθούμε ότι ο Ταξιδιώτης/Ερευνητής εγκαταλείπει το νησί πριν ακόμα έρθει η αλλαγή. Με άλλα λόγια, δεν μένει για να ολοκληρώσει αυτό που ο ίδιος ξεκίνησε.

Ένα πραγματικά αισιόδοξο τέλος θα ήταν αν καλωσόριζε τον νέο διοικητή, αν πήγαιναν μαζί στην τοποθεσία όπου ήταν στημένη η μηχανή και επέβλεπαν την αποσυναρμολόγησή της, την απομάκρυνση και την καταστροφή των αιχμηρών εξαρτημάτων της. Ο Ταξιδιώτης/Ερευνητής έπρεπε να μείνει εκεί για να εγγυηθεί την αλλαγή που ευαγγελίζεται ο νέος διοικητής. Εξάλλου, εκείνος φαίνεται να εκτιμάει (και να χρειάζεται) τη γνώμη του.

Φεύγοντας όμως, δεν εξασφαλίζει μια ομαλή μετάβαση στη νέα εποχή, ούτε καν την επικείμενη αλλαγή που υπόσχεται το νέο καθεστώς. Αναγκασμένοι να ακολουθήσουμε τον ήρωα του διηγήματος στο καράβι του, δεν μαθαίνουμε ποτέ τί απέγινε σε εκείνο το νησί. Γνωρίζοντας όμως ότι είναι πάντα μια σωφρονιστική αποικία, δεν μπορούμε να είμαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι. Δεν ξέρουμε αν ο νέος διοικητής καλυτέρευσε τις ζωές των κατοίκων του ή αν αντιθέτως έχτισε μια νέα μηχανή, δικής του έμπνευσης, ή ακόμα κι αν συναρμολόγησε πάλι την παλιά, εκπληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την προφητεία που βρίσκεται χαραγμένη στην ταφόπλακα του παλιού διοικητή.

Δύο μήνες μετά τις πρώτες εντυπωσιακές συγκεντρώσεις στο πάρκο Γκεζί, οι κινητοποιήσεις των Τούρκων διαδηλωτών έχουν αρχίσει να ξεθυμαίνουν. Όπως ξεθύμανε και η αγανάκτηση των Ισπανών και Ελλήνων Indignados, όπως άρχισε να σκορπίζει το κίνημα Occupy Wall Street. Οι διαδηλωτές «ανεβαίνουν στο καράβι τους» κι απομακρύνονται πριν έρθει η αλλαγή την οποία ζητάνε. Κυριολεκτικά μάλιστα, αν σκεφτεί κανείς ότι τόσο οι Αγανακτισμένοι όσο και οι Τούρκοι διαδηλωτές σκόρπισαν μόλις έφτασαν οι καλοκαιρινές διακοπές.

Μια τελευταία λεπτομέρεια που αξίζει να προσέξουμε στο διήγημα του Κάφκα, είναι το κλίμα του νησιού. Υψηλή ζέστη, ερημιά και μια γεύση σκόνης. Ο Αξιωματικός φοράει τη χοντρή, μάλλινη στολή του, αλλά δεν ενοχλείται καθόλου. Ο Ταξιδιώτης/Ερευνητής, αντιθέτως, ιδρώνει και δυσφορεί μέσα σε αυτή την αποπνικτική ατμόσφαιρα. Η μηχανή είναι θεμελιωμένη σε ένα ξεροπήγαδο στη μέση της ερήμου.

Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Όργουελ θα περιγράψει γλαφυρά, αυτό που υπονοεί με τον συμβολισμό του ο Κάφκα. Η εξουσία θεμελιώνεται στην άγνοια, στην έλλειψη αμφισβήτησης και στην ερημιά της σκέψης. Οι σπόροι της αμφιβολίας, η άνθιση των γραμμάτων και των τεχνών είναι πάντα απειλή για οποιοδήποτε καθεστώς (όσο πιο απολυταρχικό είναι, τόσο μεγαλύτερη η ερημιά τριγύρω του).

Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η 11η Σεπτεμβρίου, η τεχνολογική επανάσταση την οποία βιώνουμε -με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβανόμαστε πλήρως τον τεράστιο αντίκτυπό της στην Ιστορία- είναι σημάδια ότι ένας νέος διοικητής έρχεται στη θέση του παλιού που αργοπεθαίνει. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 στις ΗΠΑ, η σημερινή κρίση χρέους στην Ευρώπη, η πολιτική κρίση στη Μέση Ανατολή, η μετάλλαξη της Ρωσίας και της Κίνας, είναι σημάδια ότι η μηχανή ξεχαρβαλώνεται. Η μηχανή όμως είναι ανθεκτική, ακόμα κι όταν ασθμαίνει, όταν μοιάζει να διαλύεται. Η αλλαγή θέλει επιμονή, δεν είναι άκοπη και δεν επιτυγχάνεται μέσα σε λίγες μέρες, εβδομάδες ή μήνες. Ούτε σημαίνει ότι θα είναι απαραίτητα προς το καλύτερο.

Στο παγκόσμιο Νησί μας, στη δική μας Σωφρονιστική Αποικία, υπάρχουν «Αξιωματικοί» που γαντζώνονται στην εξουσία κι είναι έτοιμοι να πεθάνουν –κυριολεκτικά ή μεταφορικά- για αυτή, υπάρχουν «Στρατιώτες/Κατάδικοι», οι οποίοι στοχεύουν στο να καταλάβουν την μηχανή/εξουσία κι υπάρχουν και οι «Ταξιδιώτες/Ερευνητές» που θέλουν να τη γκρεμίσουν με ειρηνική επανάσταση. Μόνο που, όπως λέει ο ποιητής, «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή». Κι επιμονή. Όταν δεν χρησιμοποιείς βία για να επιτύχεις τον σκοπό σου, το μόνο όπλο που διαθέτεις, είναι οι ιδέες σου: Η φιλοσοφία, η λογοτεχνία, η ποίηση, η μουσική.

Αν λοιπόν οι «Ταξιώτες/Ερευνητές» θέλουν να δημιουργήσουν ένα καλύτερο μέλλον, εκείνο που πρέπει να κάνουν, είναι να συγκεντρώσουν όσους περισσότερους μπορούν από τους κατοίκους του Νησιού και όλοι μαζί να φυτέψουν νέες ιδέες και να τις «ποτίσουν» με σκέψη και τέχνη, γεμίζοντας το ξεροπήγαδο της εξουσίας μέχρι πάνω, ώστε να μην μείνει χώρος για να υψωθεί μια νέα τρομακτική μηχανή καταπίεσης από μέσα του.

 

Προηγούμενο άρθροΤο κορίτσι που είχε έναν άσο
Επόμενο άρθροΟ Πέτρος ταξιδεύει στην Αθήνα

3 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Είχα καιρό να διαβάσω ένα τόσο ζεστό και ποιητικό άρθρο,ένα άρθρο που όχι μόνο εξέφρασε σκέψεις και συναισθήματά μου αλλά και έδωσε μια ελπίδα.

Γράψτε απάντηση στο William Zet Ακύρωση απάντησης

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ