Νίκος Κούνδουρος, ο ζηλωτής του ελληνικού κινηματογράφου (του Λευτέρη Ξανθόπουλου)

0
824

Λευτέρης Ξανθόπουλος.

 

 

Ένα προσωπικό κείμενο του Λ.Ξανθόπουλο για τον φίλο του Νίκο Κούνδουρο στον “Επίλογο 2014”, θα ήταν εκείνη τη χρονιά  το τιμώμενο πρόσωπο.

 

Ομολογώ το πάθος μου για την εικόνα, το κάδρο, τα σκηνικά, τα κοστούμια. Αυτά που συνθέτουν το ορατό μέρος του κινηματογραφικού έργου. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω το οπτικό υλικό μιας ταινίας από τον λόγο και από ό,τι άλλο τέλος πάντων συνθέτει το πλήρες και τελικό έργο. Μου αρέσουν τα σκηνικά και τα κοστούμια, τα ξύλα, τα χαρτόνια και η ψαρόκολλα. Μου αρέσουν οι ψεύτικες κατασκευές, τα αντίγραφα πραγμάτων όσο και τα αληθινά πράγματα, οι τοίχοι των σπιτιών, οι ξύλινες παλιές πόρτες, τα κεραμίδια, οι καμινάδες. Όπως μου αρέσουν και τα βαμμένα πρόσωπα των ηθοποιών, τα κορμιά τους, οι φωνές τους και οι σιωπές τους. Μου αρέσει η διάλυση της ζωής και η ανασύνθεσή της μέσα από τους φακούς της μηχανής και το μάτι του σκηνοθέτη.

Νίκος Κούνδουρος

“Stop Carré”, σελ. 308

 

Οφείλω να ξεκαθαρίσω από την αρχή την εμπλοκή μου στην υπόθεση “Νίκος Κούνδουρος”. Αυτή η ιστορία, που κατάληξή της υπήρξε το πρόσφατο βιβλίο μου “Οι τέσσερις εποχές του Νίκου Κούνδουρου”, ξεκίνησε από εκείνη την μοιραία  συνέντευξη, στην οποία έπεσα πάνω εντελώς τυχαία, ψάχνοντας για κάποιο άλλο άρθρο στο αρχείο παλαιών τευχών του περιοδικού Πανσπουδαστική, που κατέβασα από τα επάνω ράφια της βιβλιοθήκης μου.

Στο πολύ σημαντικό αυτό φοιτητικό έντυπο του δημοκρατικού και ευρύτερου αριστερού χώρου, από το 1956 που πρωτοεκδόθηκε μέχρι την επιβολή της δικτατορίας το 1967, που ανεστάλη η έκδοσή του, στο τεύχος αρ. 50 και με αφορμή την απαγόρευση της μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη από το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (το ΕΙΡ της εποχής), ο συντάκτης του εντύπου ζητάει από «προοδευτικούς διανοούμενους και καλλιτέχνες» να εκφράσουν τις απόψεις τους «για την ελευθερία και την καλλιτεχνική δημιουργία»· ανάμεσα σε αυτούς (Άγγελος Τερζάκης, Αντώνης Σαμαράκης, Χρόνης Μίσιος κ.ά.), βρίσκεται και ο Νίκος Κούνδουρος:

 

Και μόνο ο όρος λογοκρισία, μου προκαλεί μια σχεδόν φυσική απέχθεια, πράγμα που είμαι βέβαιος ότι θα συμβαίνει και στους λιγότερο ευαίσθητους των συνανθρώπων μας, σε όλα τα πλάτη και μήκη της υδρογείου. Την ίδια απέχθεια άλλωστε θα φέρνει και στους λογοκριτές το λειτούργημά τους, τόσο  ξένο όπως μένει από τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για Ελευθερία και Δικαιοσύνη.

Μολοντούτο, νομίζω πως η λογοκρισία ζει τις τελευταίες της δόξες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα. Καμιά λογοκρισία δεν μπορεί να ανθέξει στο αίτημα του ανθρώπου για ελεύθερη έκφραση. Τελικά, κάνω την απλή παρατήρηση, πως η λογοκρισία αυτοεξοντώνεται από το πολύ φυσικό γεγονός, πως κανένας άνθρωπος με κάποιο ηθικό και πνευματικό ανάστημα δεν δέχεται να υπηρετήσει το θεσμό. Προσωπικά πιστεύω πως το θηρίο έχει γίνει σπιτίσια γάτα, που περνά τα γηρατειά της στο καρτέρι για κανένα ανύποπτο ποντίκι.                             Πραγματικά δεν νομίζω πως είναι να ανησυχεί κανένας στα σοβαρά […]

 

Η κραυγή του Κούνδουρου για “Ελευθερία και Δικαιοσύνη”, μου έφερε στο νου το πολιτικό κίνημα με την ίδια επωνυμία που δημιουργήθηκε στο Παρίσι το 1929 από εξόριστους ιταλούς αντιφασίστες η δε περίπτωση “Νίκος Κούνδουρος” σήμερα, μου προκαλεί ισχυρές αναταράξεις στη μνήμη και το θυμικό και με ταξιδεύει πολλά πολλά χρόνια πίσω.

Δευτεροετής φοιτητής της Νομικής Αθηνών (σινεμά σπούδασα αρκετά χρόνια αργότερα, στο Λονδίνο) και ένα από τα ιδρυτικά στελέχη της περίφημης τότε Φοιτητικής Κινηματογραφικής Λέσχης Αθηνών (ΦΚΛΑ), με τις κυριακάτικες προβολές στον κινηματογράφο της φοιτητικής λέσχης “΄Ιρις” της οδού Ακαδημίας, προγραμματίσαμε και προβάλλαμε στις 22 Ιανουαρίου 1966 το φιλμ του Νίκου Κούνδουρου Ο Δράκος. Η προβολή συνέπιπτε με τα δέκα χρόνια από την έξοδο της ταινίας στους αθηναϊκούς κινηματογράφους και την ολοκληρωτική εμπορική της κατάρρευση που ακολούθησε.

Η αίθουσα, (θεωρεία, πλατεία και εξώστες) ασφυκτικά γεμάτη, με περισσότερους από χίλιους φοιτητές, όρθιους στο πίσω μέρος και στα πλάγια και καθιστούς στο δάπεδο στον κεντρικό διάδρομο. Ψυχή της Λέσχης ο Γιώργος Μαυρογορδάτος της Νομικής. Παρών στην προβολή και ο ίδιος ο Κούνδουρος.

Ας δούμε όμως τώρα τι γράφανε τα φοιτητάκια εκείνης της ταραγμένης και ηλεκτρισμένης εποχής, που ακροβατούσε σαν αβέβαιος σχοινοβάτης πάνω σε ένα τεντωμένο συρματόσχοινο, προσπαθώντας να μην πέσει και τσακιστεί, κάτι που δεν θα το αποφύγει λίγο αργότερα.

Εμείς τότε, συχνάζοντας σαν θεατές στις κινηματογραφικές λέσχες που ξεφύτρωναν στην Αθήνα, μόλις που ανακαλύπταμε τα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου, βωβού και μεταπολεμικού και ζούσαμε μαγεμένοι από το δέος και τη λάμψη μεγάλων σκηνοθετών και μεγάλων ταινιών. Για τις κυριακάτικες προβολές στην δική μας Λέσχη, την ΦΚΛΑ, δαχτυλογραφούσαμε μόνοι μας το πρόγραμμα σε μεμβράνη, το πολυγραφούσαμε σε 800-1000 αντίτυπα και το μοιράζαμε δωρεάν στην είσοδο. Γράφει λοιπόν το πρόγραμμα για τον Δράκο:

 

…Τεχνικά η ταινία είναι ένας σημαντικός σταθμός στην εξέλιξη του κινηματογράφου στην Ελλάδα. Ο φακός έχει κινηθεί με αρκετά δυναμικό τρόπο. Υπάρχει μέθοδος και συνείδηση. Τα κάδρα του είναι αρκετά πετυχημένα, (ας σημειωθεί το Μοναστηράκι). Το μοντάζ, όπως και στο “Ποτάμι”, είναι τολμηρό, όχι τόσο για τις μετατοπίσεις στο χρόνο, όσο για το μέτρο του. Έχει μια αίσθηση μουσικότητας. Τα σκηνοθετικά ευρήματα αρκετά – έχει συμβάλλει σε αυτό και ο καλός οπερατέρ Θεοδωρίδης και οι εικόνες γεμάτες κίνηση, σε αντίθεση με τη “Μαγική Πόλη” όπου η στάση ήταν συχνή. Και φτάνουμε να μιλήσουμε για τη μουσική. Για τον Μάνο Χατζιδάκι. Που εξυπηρετεί άριστα το φιλμ. Μια κατάθλιψη, μια ανία, ένα μεράκι, μια ανάσα, μια αγωνία: είναι η μουσική του Χατζιδάκι.

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ του ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ

 

Ώς εκείνη την εποχή, είχα φάει κυριολεκτικά με το κουτάλι, από τα μικρά μου ακόμη, τα παιδικά χρόνια, όσες ταινίες, ελληνικές ή ξένες μπορούσα να δω. Μάλιστα, στο γυμνάσιο κρατούσα ημερολόγιο και σημείωνα κάθε μέρα την ταινία ή τις ταινίες που έβλεπα. Στο τέλος του χρόνου έκανα τον κρυφό απολογισμό μου και έβρισκα ότι οι ταινίες της χρονιάς πλησίαζαν συνήθως τον αριθμό 400. Πώς γινόταν αυτό αφού ο χρόνος είχε μόνο 365 ημέρες; Εξηγούμαι ευθύς αμέσως: Υπολογίστε παρακαλώ τις δύο ταινίες που έβλεπα το πρωί ως σκασιάρχης του Β’ Γυμνασίου Αρρένων Αθηνών στους κινηματογράφους Αλάσκα, Μόντιαλ ή Ροζικλέρ. Προσθέστε καπάκι την (όποια) ταινία, στην πρώτη απογευματινή προβολή 4-6 στο Κυψελάκι της οδού Ζακύνθου, όπου έφθανα από την Ομόνοια με το τρόλεΐ Παγκράτι-Κυψέλη. Μετά την προβολή επέστρεφα αργοπορημένος με τα πόδια στο σπίτι μου στο Πολύγωνο, λέγοντας στους δικούς μου ότι διάβαζα με κάποιον συμμαθητή και αφού έτρωγα κάτι καθόμουν να ετοιμάσω τα μαθήματα, υποτίθεται, (ή το σκασιαρχείο, αναλόγως) της επόμενης ημέρας.

Εκείνη την Κυριακή του 1966, ο Δράκος στη Φοιτητική Λέσχη μου άνοιξε τα μάτια διάπλατα και μου έκλεψε εντελώς τη φωνή. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως υπήρχε και αυτός ο κινηματογράφος και μάλιστα ήταν ελληνικός. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο από την προβολή ούτε τον Κούνδουρο που συνομίλησε με τους φοιτητές, ούτε την κινηματογραφική μας ομάδα και τις αντιδράσεις των συντρόφων, ούτε τίποτα άλλο. Όλα τα είχε σβήσει η ταινία, όπως είχε σβήσει, είχε κυριολεκτικά εκτοπίσει και τις εκατοντάδες ελληνικές ταινίες που είχα δει ώς τότε. Τις επόμενες ημέρες, στον ξύπνο και στον ύπνο μου ζούσα μέσα στην ταινία και ζούσα μόνο γι’ αυτή την ταινία. Ο Δράκος, που με μάγεψε και μου πήρε την ψυχή υπήρξε η δική μου κινηματογραφική αποκάλυψη.

Δύο μήνες αργότερα έρχεται το επόμενο μεγάλο χτύπημα. Στις 20 Μαρτίου 1966 η ΦΚΛΑ προβάλλει τις Μικρές Αφροδίτες. Η προσωπική μου περιπέτεια που άνοιξε με τον Δράκο ολοκληρώνεται με τις “Αφροδίτες”. Σφραγίζονται τώρα όλα τα κενά που υπάρχουν μέσα μου, κλείνουν όλες οι τρύπες και αρχίζω να βλέπω τις διαστάσεις και το διαμέτρημα του προϊόντος που λέγεται κινηματογραφική ταινία, επιτέλους πιο καθαρά.

Οι ταινίες του Κούνδουρου δεν παραδίδονται εύκολα στον καθένα, δεν επιτρέπουν στον θεατή να πάρει μέρος στην τελετή που εισηγείται το κουνδουρικό κινηματογραφικό ιδιόλεκτο και να παρακολουθήσει τα δρώμενα, αν δεν είναι άρτια και πλήρως προετοιμασμένος. Πρόκειται για έργα που υπακούουν σε ιδιαίτερο, αυστηρό τυπικό και σε τελετουργία. Ας ανατρέξουμε όμως πάλι στο πολυγραφημένο πρόγραμμα της Λέσχης για τις Αφροδίτες για να συναντήσουμε το πνεύμα εκείνης της εποχής:

 

Διαβάζοντας όσα γράφτηκαν για τις Αφροδίτες του Ν. Κούνδουρου μαθαίνουμε πως στην Ιαπωνία, έχει ξεδιαλεχτεί η ταινία ανάμεσα σε άλλες αξιόλογες ταινίες σαν φιλμ διαπαιδαγώγησης. Οι πιο πολλοί κριτικοί υποδέχτηκαν την ταινία με κολακευτικά σχόλια. Μα έχουμε συνηθίσει να μην πιστεύουμε τους κριτικούς μια και το έχουν επάγγελμα να επαινούν ή το αντίθετο.

Πάντως ο Σταματίου έγραψε: “Σαν ποίημα του Σεφέρη είναι οι Μικρές Αφροδίτες” και “το θετικό και αναμφισβήτητο είναι πως μαζί με την Ηλέκτρα του Κακογιάννη οι Αφροδίτες ειναι ότι πιο αυθεντικά ελληνικό έχει παρουσιάσει η κινηματογραφία μας.”

Ο Μοσχοβάκης: Κατορθώνει, με το λεπτό γούστο και την αισθητική αρτιότητα των εικόνων, να μην σκανδαλίσει”.

Και ο κ. Ψαθάς, παντογνώστης αυτός, μια βδομάδα έγραφε για το “πορνογράφημα του Ν. Κούνδουρου” και πάει λέγοντας.

Και το κοινό; Τι να κάνει το δύσμοιρο, όταν έχει τους Ψαθάδες, στημένους στα καφενεία, στα λεωφορεία, στους δρόμους να σαλπίζουν την “ηθική”. Δεν είχε εμπορική επιτυχία το φιλμ. Βέβαια, οι περίεργοι γέμισαν τις αίθουσες και εξάντλησαν όσα περί καλαμπουρίων υπάρχουν. Οι πολλοί είπαν “δεν το κατάλαβα”. Πώς να το καταλάβουν, όταν καθημερινά τους βουλώνουν τ’ αυτιά και το στόμα οι κάθε λογής Ψαθάδες με τη μικροηθική και το εξυπνάκικο ύφος στην τσέπη.

Για να τελειώνουμε. Δεν είναι το γούστο του κοινού αυτό που κατευθύνει μια παραγωγή. Αυτό είναι ψέμα. Το γούστο του κοινού διαμορφώνεται και καλλιεργείται από το έργο.

Ας σταματήσει λοιπόν αυτή η βρώμικη εκστρατεία της αποχαύνωσης του Έλληνα με τα μελό και τα χάπια των “μεγάλων παραγωγών”.

Όλη η Ελλάδα πρέπει να γνωρίσει τις Μικρές Αφροδίτες του Νίκου Κούνδουρου και το πνεύμα της ποίησης στον κινηματογράφο.

 

Για να κοντολογούμε, διότι μάλλον το τραβήξαμε, απερίφραστα ομολογώ ότι οι ταινίες του Κούνδουρου, μέχρι και τις Μικρές Αφροδίτες, μαζί με το Ποτάμι και τους Παράνομους  υπήρξαν (μαζί με πολλές πολλές ακόμη από τον παγκόσμιο κινηματογράφο), το κινηματογραφικό μου στερέωμα και αποτέλεσαν πηγές έμπνευσης στη δική μου προσωπική πορεία στο σινεμά, που επρόκειτο να ξεκινήσει αρκετά χρόνια αργότερα.

Νομίζω όμως ότι το ίδιο ισχύει και για αρκετούς από τους κινηματογραφιστές της γενιάς μου αλλά και των αμέσως κοντινών μου γενεών, μπρος ή πίσω, και ας μην το ομολογούν δημόσια. Ακουμπήσαμε στέρεα τις πλάτες στο προδρομικό φιλμικό οικοδόμημα που είχε κατασκευάσει ο Κούνδουρος, ακολουθήσαμε δρόμους που εκείνος άνοιξε για πρώτη φορά, ιδίως με τις ταινίες της πρώτης, της ασπρόμαυρης περιόδου.

Αν λοιπόν το μικρό αυτό βιβλίο που έγραψα με τον τίτλο “Οι τέσσερις εποχές του Νίκου Κούνδουρου” δεν αποτελεί μια ευχαριστιακή πράξη και συγχρόνως πράξη ευγνωμοσύνης, οφειλή και ανταπόδοση τότε τι άλλο μπορεί να είναι;

 

 

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

 

«Ελευθερία και Δικαιοσύνη», το κυρίαρχο και σπαραχτικό αίτημα κάθε εξέγερσης και κάθε εξεγερμένου, από τη γαλλική κομμούνα έως σήμερα, επικαλείται ο Κούνδουρος στο απόσπασμα από τη συνέντευξή του στην Πανσπουδαστική, που λίγο πριν σας παρέθεσα. Τις δύο αυτές λέξεις, τους κώδικες τιμής θα έλεγα καλύτερα, υπερασπίζεται μαχητικά με τη ζωή του και με τη δουλειά του. Ελευθερία και δικαιοσύνη αναζητά και επιδιώκει με κάθε του έργο.

Ο Κούνδουρος είναι ένας βαθιά τραυματισμένος άνθρωπος, από την τρυφερή του ακόμα ηλικία· οι διώξεις από τη μεταξική δικτατορία του δημοκράτη πολιτευτή πατέρα του Ιωσήφ Κούνδουρου, η ναζιστική κατοχή και η αντίσταση στην οποία και ο ίδιος εμπλέκεται δυναμικά, ο αιματηρός και αδελφοκτόνος εμφύλιος πόλεμος που ακολουθεί, η τετράχρονη εξορία του και τα βασανιστήρια στο στρατόπεδο της Μακρονήσου, η αποτρόπαιη και ασφυκτική μετεμφυλιακή Ελλάδα, η δικτατορία των συνταγματαρχών και νωρίτερα, από την εμφάνιση τού νέου σκηνοθέτη στην κινηματογραφική αγορά, ιδίως αυτό, η πεισματική άρνηση του κυρίαρχου κριτικού λόγου, που συμπεριφέρεται δογματικά, αλαζονικά, τυχοδιωκτικά και ανερμάτιστα αλλά και του φιλοθεάμονος κοινού, ιδιαίτερα δε της “προοδευτικής” Αριστεράς στην οποία ανήκε και ο ίδιος ιδεολογικά, να προσλάβει, να κατανοήσει και να αποδεχτεί το έργο του.

 

Μπήκα κρυφά στις αίθουσες που παιζότανε Ο Δράκος, στο”Rex“, στο “Αττικόν”  και άκουσα τα σφυρίγματα και τις ειρωνικές φωνές του κόσμου, που ένιωθε εξαπατημένος. Περίμενα να τους δω να βγαίνουν και κάποιοι που με αναγνώρισαν στην έξοδο, μού έσφιξαν σιωπηλά το χέρι. Τότε έμαθα, μια κι έξω, πως εγώ και αυτό το άγνωστο πλήθος, δεν θα είχαμε ποτέ καλές σχέσεις.

(Νίκος Κούνδουρος στο Stop Carré, εκδ. “Ergo” 2009, σελ. 294).

 

Η ματιά τού Κούνδουρου τρυφερή, συνάμα σκληρή, τόσο με τους άλλους όσο και με τον ίδιο του τον εαυτό, ματιά πονεμένη, εκδικητική, ειρωνική, ηδονοβλεπτική μα πάντοτε ματιά παράξενα αθώα, πονηρή και παιδιάστικη. Ο Κούνδουρος περιμένει το θαύμα, προκαλεί το καθημερινό θαύμα ως άλλος βυζαντινός ασκητής και άγιος της ορθοδοξίας, από αυτούς με το εξαϋλωμένο πρόσωπο και το χρυσό φωτοστέφανο, με το ειλητάριο ή τον κώδικα στο ένα χέρι και το παλλόμενο δόρυ στο δεξί, που τόσο πολύ του αρέσει, με τα χρώματα και τα πινέλα του να ιστορεί.

 

Το πρόσωπο είναι ολόκληρο σκηνικό. Γεμίζει το κάδρο ίδια με ένα σπίτι ή με ένα τοπίο. Μπορεί να είναι ιλαρό και ηλιόλουστο ή κλειστό και συννεφιασμένο, σιωπηλό ή απειλητικό. Είναι ένα και είναι πολλά, προσφέρει και προσφέρεται, γυμνό και εκτεθειμένο στην κάμερα, στον σκηνοθέτη, στον θεατή.

          (Ν. Κούνδουρος, “Stop Carré”, σελ. 248).

 

 

Η Μακρόνησος

 

Πώς φύτρωσε και πώς άνθισε ο Νίκος Κούνδουρος στο άνυδρο τοπίο του μεταπολεμικού Ελληνικού κινηματογράφου; Από που ήρθε; Ποιές οι αποσκευές του και ποιές οι προθέσεις του; Σε τι πίστευε; Γιατί υπερασπίστηκε με τέτοιον τρόπο και με τόσο παράφορο πάθος όλες του τις ταινίες; Τι τον στήριξε;

 

Ευτυχώς για μας, ο Κούνδουρος ξεκίνησε να κάνει σινεμά στις αρχές του 1950 χωρίς να έχει μάθει ή χωρίς να χρειάζεται να μάθει την τέχνη και την τεχνική του κινηματογράφου. Με σπουδές ζωγραφικής και γλυπτικής στην Αρχιτεκτονική Αθηνών και στη Σχολή Καλών Τεχνών και με μια ιδιαίτερη, έμφυτη εικαστική ματιά πάνω στα πράγματα, στο κάδρο που τα εμπεριέχει και τους ανθρώπους τριγύρω του, μπαίνει δυναμικά στην περιοχή του ελληνικού κινηματογράφου, ευτυχώς θα το ξαναπώ, αυτοδίδακτος και στη συνέχεια αυτοδημιούργητος!

Η ελευθερία που υπάρχει στην κινηματογραφική του γραφή, ιδίως στις πρώτες του ταινίες, κάτι σαν μουσική παύση ή σαν αιώρηση μουσικής φράσης εξασφαλίζει στα περισσότερα τμήματα του έργου του την αντοχή, τη συνοχή και την συνέχεια.

Έχει επανειλημμένα υποστηριχτεί στο παρελθόν, άλλοτε αστόχαστα και επιπόλαια άλλοτε κάτω από το πρίσμα δογματικής θεώρησης και στρεβλής ηθικής ότι οι ταινίες τού Κούνδουρου είναι βέβηλες ή και αιρετικές,. Εγώ θα έλεγα σήμερα, ακριβώς το αντίθετο. Ο Κούνδουρος δεν βεβηλώνει τίποτα και κανέναν, απεναντίας ο Κούνδουρος ιερουργεί. Οι ταινίες του διακατέχονται από την ιερότητα και την πίστη στο Έργο και εκπηγάζουν από αυτήν ακριβώς την ίδια του τη φύση και τη θυελλώδη ιδιοσυστασία του, από την ιεροσύνη με την οποία προσεγγίζει και διεξέρχεται το θέμα του.

 

Δεν κάνω κινηματογράφο για την αφεντιά μου. Οι άλλοι με νοιάζουν, των αλλονών τα ντέρτια, οι καημοί, οι δυστυχίες, οι έρωτες και οι θάνατοι. Και στο σημείο που οι άλλοι είμαι εγώ, υπογράφω τις ταινίες μου, πλαστογράφος ίσως των αληθινών πραγμάτων, ήσυχος πως δεν έκανα κακό σε κανέναν.

                              (Ν.Κ., “Stop Carré”, σελ. 10)

 

Η ιεροσύνη εδώ δεν έχει σχέση με την θρησκεία και την ορθοδοξία. Η ιεροσύνη είναι ένα ακόμα εργαλείο πρόσληψης, επεξεργασίας και ερμηνείας του περιβάλλοντος κόσμου. Η ιερότητα περικλείει την αθωότητα, το πάθος, την αγάπη και το μίσος αξεδιάλυτα και ο τραυματισμένος ανεξίτηλα Νίκος Κούνδουρος, όσο ξέρει να αγαπά και να συμπάσχει, άλλο τόσο ξέρει να αποστρέφεται και να μισεί. Ο Κούνδουρος εν τέλει είναι ο κατεξοχήν ζηλωτής του ελληνικού κινηματογράφου.

Τώρα πια είμαστε έτοιμοι να διακρίνουμε σε κάθε ταινία του Κούνδουρου την διαιρεμένη πατρίδα, την ανασκολοπισμένη, ευνουχισμένη, τη στοιχειωμένη μας μετεμφυλιακή πατρίδα και να ψηλαφίσουμε σε όλο το έργο του, και στις δώδεκα ταινίες του, το αβυσσαλέο τραύμα και τη βάναυση πληγή της Μακρονήσου, το εθνικό εμφύλιο μίασμα που εξακολουθεί μέχρι και σήμερα ακόμη να αιμορραγεί.-

 

 

Λευτέρης Ξανθόπουλος

15.10.2014

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροH παιδική σεξουαλικότητα και το νόημα της ζωής (της Νεφέλης Ταμπάκη)
Επόμενο άρθροRoad trip στον λαβύρινθο της Ειρήνης Σταματοπούλου(του Γιάννη Τσίρμπα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ