Μυθιστόρημα- ιστορία- μύθος

0
1490

Του Αλέξη Πανσέληνου. 

 

 

Το μυθιστόρημα και ως όρος φιλοδοξεί και επιχειρεί να αναβαθμίσει τον Μύθο σε Ιστορία. Αυτή ακριβώς ήταν η πρωταρχική του λειτουργία όταν άρχισε (πιο παλιά από όσο φανταζόμαστε) να τέρπει και να διδάσκει τους ανθρώπους.

 

Υποτίθεται πως, στο επίπεδο μιας συζήτησης για τη σχέση του Μυθιστορήματος με την Ιστορία, υποτίθεται λοιπόν, πως η Ιστορία αποτελεί την αντικειμενική αλήθεια, ενώ εκείνο αποτελεί κατασκευή, εφεύρεση πραγματικότητας που προέρχεται από τη φαντασία του μυθιστοριογράφου.

 

Σήμερα όμως αμφισβητείται ευρύτατα η άποψη ότι η Ιστορία αντιπροσωπεύει την αλήθεια για την αντικειμενική πραγματικότητα του παρελθόντος, αμφισβητείται δηλαδή η πολυθρύλητη αντικειμενικότητα των ιστορικών και των ιστοριογράφων, γνώρισμα που γι’ αυτούς αποτελεί τίτλο τιμής και κερδίζει έδαφος η άποψη πως κάθε Ιστορία, κάθε ιστορική μελέτη και κάθε χρονικογραφική καταγραφή του ιστορικού παρελθόντος δεν αποτελεί παρά μία ακόμη ερμηνεία της ιστορούμενης πραγματικότητας, φιλτραρισμένη από το πρίσμα που ο ιστορικός επιλέγει, δηλαδή από την ένταξή του στο ένα ή στο άλλο σύστημα «αξιών» φιλοσοφικών ή πολιτικών.

 

Μια παρατήρηση εδώ –που μπορεί να μοιάζει εκτός θέματος, αλλά δεν είναι. Δεν υπάρχει βαρετότερο ανάγνωσμα από ιστορικά κείμενα των οποίων ο συγγραφέας δεν διαθέτει ένα τέτοιο πρίσμα. Η αντικειμενική «ουδετερότητα» που κάποιοι προβάλλουν ως τιμή και περηφάνια των μελετών τους, τις πιο πολλές φορές δεν είναι παρά ένα τέτοιο πρίσμα μεταμφιεσμένο σε ουδέτερο παρατηρητή. Ίσως πρέπει ακόμα να δεχτούμε πως η αντικειμενική πραγματικότητα δεν μπορεί έχει παρελθόν παρά μόνο παρόν. Ό,τι παρέρχεται δεν μπορεί να είναι πραγματικότητα, πόσο μάλλον αντικειμενική πραγματικότητα, αφού μόνον η μνήμη (η τόσο επιλεκτική!) των ανθρώπων την διατηρεί.

 

Ασφαλώς μια τέτοια άποψη, για τον ουσιαστικά ερμηνευτικό χαρακτήρα της ιστοριογραφίας, δεν φτάνει να εξομοιώσει την ιστοριογραφία με την μυθιστοριογραφία. Αλλά κλονίζει πολύ αποφασιστικά το βάθρο της αντικειμενικής πραγματικότητας από το ύψος του οποίου ο ιστορικός μπορεί να χαμογελά με επιείκεια προς τη μεριά του μυθιστοριογράφου. Ξέρουμε πια σήμερα πως η αλήθεια, η πραγματικότητα, το βίωμα που αργότερα καταγράφεται ως επίσημη Ιστορία ή συμβάλλει στην καταγραφή της, είναι μια ποσότητα τόσο τεράστια ώστε αποκλείεται να χρησιμοποιηθεί στο σύνολό της για να μας αποδώσει τον ακριβή και αλάνθαστο αντικατοπτρισμό της Αλήθειας για μια εποχή, για μια περίοδο, για ένα ιστορικό συμβάν.

 

Συνεπώς πρέπει και να δεχτούμε πως ανάμεσα στα πάμπολλα κομμάτια της πραγματικότητας που δεν έχουν συμπεριληφθεί στην τελική καταγραφή αυτού που ονομάζουμε Ιστορία, υπάρχουν κάποια που θα μπορούσαν ακόμα και να την υπονομέψουν σοβαρά και τα οποία κοιταγμένα από την σκοπιά της επίσημης Ιστορίας μπορεί και να μοιάζουν με προϊόν μυθοπλασίας.

 

Πάνω σ’ αυτήν ακριβώς την αίσθηση του ασύλληπτου και απείρου της πραγματικότητας που είχαν οι άνθρωποι, πολύ πριν εμφανιστούν οι θεωρίες που αμφισβητούν την αυθεντία της Ιστορίας, πρέπει να ποντάρισαν οι ευφάνταστοι μυθιστοριογράφοι όπως ο Αλέξανδρος Δουμάς ή ο Ουώλτερ Σκοτ (και άλλοι πολλοί) για να πείσουν το κοινό τους ότι του προσφέρανε μια άγνωστη όψη της ιστορικής αλήθειας – και να το καταφέρουν τόσο καλά ώστε για τους περισσότερους από μας και μόνη η αναφορά του ονόματος του καρδινάλιου Ρισελιέ να ανακαλεί αυτόματα τον Άθω, τον Πόρθο, τον Άραμι και τον ντ’ Αρτανιάν ή να μας κάνει να διακρίνουμε ανάμεσα στους ιππότες του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου τον Ιβανόη.

 

Απόψε εξετάζουμε λοιπόν τη σχέση του μυθιστορήματος με την Ιστορία. Μπορούμε ενδεχομένως να αποκαλέσουμε το μυθιστόρημα «εναλλακτική Ιστορία» ή παραπληρωματική – ακόμα και συμπληρωματική – Ιστορία. Σίγουρα ο χαρακτηρισμός αυτός ταιριάζει πολύ καλά στην κατηγορία που αποκαλούμε Ιστορικό Μυθιστόρημα.

 

Πώς ανέκυψε όμως το Ιστορικό Μυθιστόρημα ; Και γιατί το λέμε ιστορικό ; Το λέμε ιστορικό γιατί γράφεται σε μια εποχή μεταγενέστερη εκείνης κατά την οποία διαδραματίζονται τα επί σκηνής και αναπαριστά μια πραγματικότητα που έχει περάσει, αποτελεί παρελθόν και διαφέρει σε πολλά από την πραγματικότητα που βιώνει και ο συγγραφέας και οι αναγνώστες του. Αλλά και σε πολλά άλλα μοιάζει τόσο, που να μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την δράση και την συμπεριφορά των προσώπων του δράματος. Συχνά μάλιστα μας κάνει να σκεφτόμαστε «πόσο λίγο έχει αλλάξει ο άνθρωπος, η κοινωνία, η ζωή από τότε» και μας επιτρέπει να βγάζουμε συμπεράσματα για τη δική μας εποχή και την δική μας ζωή. Πώς αλλιώς ήρωες άλλων εποχών, άλλων κοινωνιών, άλλων ιστορικών συνθηκών [ο Δον Κιχώτης, ο Ηλίθιος ή ο Άμλετ] συμβαίνει να είναι τόσο σύγχρονοί μας ;

 

Είναι λοιπόν το ιστορικό μυθιστόρημα μόνο μια νοσταλγική αναδρομή στο παρελθόν – που για πολλούς φαντάζει πιο ρόδινο από το σκληρό παρόν ; Θα έλεγε κανείς πως είναι. Αν όμως το κοιτάξουμε προσεκτικά θα δούμε πως στην πραγματικότητα επιτελεί μια κριτική αντιπαραβολή του παρόντος με τις διαχρονικές αξίες του ανθρώπινου πνεύματος και της ηθικής.

 

Όταν μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους η Μοναρχία παλινορθώνεται στην Ευρώπη, και ο αστισμός επιβάλλει με τρόπο αναμφισβήτητο την κυριαρχία του, το μυθιστόρημα (μια ποικιλία του, εννοείται) στρέφει το βλέμμα προς τα πίσω και ανακινεί θέματα που είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανακινηθούν με απευθείας αναφορές στο παρόν. Οι Τρεις Σωματοφύλακες του Δουμά, που αναφέρθηκαν και πριν, σήμερα θεωρούνται (και σίγουρα θεωρούντο από πολλούς και τότε που κυκλοφόρησαν) σαν μια νοσταλγική αναδρομή στο παρελθόν, ένα μυθιστόρημα «μανδύα και ξίφους», ένα παραμύθι καταλληλότερο για παιδικό ή εφηβικό ανάγνωσμα παρά για εμάς τους ώριμους και έμπειρους μεγάλους που διαβάζουμε σοβαρή λογοτεχνία.

 

Το 1844, στη διάρκεια του οποίου γράφονται και δημοσιεύονται οι Τρεις Σωματοφύλακες, ανήκει στην εποχή που ονομάζεται «Μοναρχία του Ιουλίου» στη διάρκεια της οποίας κυριαρχεί η ανώτερη αστική τάξη των τραπεζιτών, των χρηματιστών, των βιομηχάνων και των εμπόρων. Αν προσέξει κανείς τον μύθο του έργου, θα διακρίνει αμέσως την κριτική αντιπαράθεση του Δουμά (δεν είμαι σε θέση να πω ηθελημένη – μπορεί ναι, μπορεί και όχι) στην στυγνότητα της πολιτικής πραγματικότητας της εποχής, την ουσιαστική κατάρρευση των ηθικών προσχημάτων και την ωμή ανάδειξη του υλιστικού ωφελιμισμού στην δραστηριότητα τόσο του Κράτους όσο και των πολιτών του.

 

[[Έτσι, σε μια πολύ χαρακτηριστική και πικρή σκηνή, προς το τέλος του μυθιστορήματος, ο Άθως εγκαλεί τον Καρδινάλιο Ρισελιέ, τον μέγιστο και ισχυρότατο πολιτικό της εποχής του Λουδοβίκου 13ου, για την καταπάτηση των κανόνων της τιμιότητας και της ιπποσύνης οι οποίοι εξακολουθούν να διέπουν την δική του ζωή σαν ευγενούς. Οι περισσότερες περιπέτειες των τεσσάρων αχώριστων φίλων του Δουμά, και στους Τρεις Σωματοφύλακες και στα επόμενα δύο μυθιστορήματα στα οποία πρωταγωνιστούν, αποτελούν ίντριγκες μέσα από τις οποίες  αυτοί προσπαθούν να ξεγελάσουν τις δυναστικές επιταγές της πολιτικής και της εξουσίας προς όφελος της τιμής και της αλήθειας. ]]

 

—————————–

 

Η Ιστορία ως πλαίσιο του μυθιστορήματος είναι για πολλές δεκαετίες ένα sine qua non, διότι η παραμυθία του αναγνώστη από την μυθοπλασία των φανταστικών προσώπων και πραγμάτων για να συντελεστεί απαιτεί ένα «περιβάλλον» γνώριμο : την ένταξη του φανταστικού στο πλαίσιο μιας ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Και αυτή η ανάκληση οποιασδήποτε τέτοιας πραγματικότητας ως «σκηνικού» για το φανταστικό, ενέχει απαραίτητα την διάσταση της κριτικής, είτε άμεσης και δηλωμένης είτε υπόρρητης και υπαινικτικής.

 

Δεν χρειάζονται πολλά παραδείγματα γιατί όλοι έχουμε προσλαμβάνουσες από την περιοχή της κλασικής λογοτεχνίας. «Οι Άθλιοι» του Ουγκώ (γραμμένη το 1862 μια ιστορία που αρχίζει το 1815 και φτάνει ως την εξέγερση του 1832), «Η συναισθηματική αγωγή» του Φλομπέρ (που εκδόθηκε το 1869 και περιγράφει μια κοινωνία που από το 1844 ως το 1867 παραπαίει ανάμεσα στην μοναρχία του Λουί-Φιλίπ, την 2η γαλλική δημοκρατία και την αυτοκρατορία του Ναπολέοντα 3ου), το «Κόκκινο και το Μαύρο» του Σταντάλ (που εμφανίζεται το 1831 και περιγράφει τις γενιές που ανδρώθηκαν μέσα στον θαυμασμό για τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, όπως συνέβη και στον ίδιο τον συγγραφέα),  ή το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι, είναι μερικά από τα κλασικά μυθιστορήματα του παρελθόντος στα οποία η μυθοπλασία εμπλέκεται με την Ιστορία – και εκείθε με την πολιτική κριτική.

 

Μια ιδιαίτερη ποικιλία μοιάζει να αποτελεί η αγγλική λογοτεχνία. Εδώ την ίδια εποχή, δηλαδή αιώνες μετά τον Σαίξπηρ και τα «ιστορικά» του δράματα, η Ιστορία σχεδόν απουσιάζει και σπάνια καλείται να χτίσει το σκηνικό περιβάλλον των μυθιστορημάτων της. Μια εξήγηση είναι πως η Αγγλία έκανε νωρίς την αστική της επανάσταση και τρόμαξε αρκετά ώστε να μην την επαναλάβει. Στην πραγματικότητα όλες οι επαναστάσεις τελικά ηττώνται – γρήγορα ή αργά – αλλά όμως ακόμη και ηττημένες πάντοτε πετυχαίνουν τους βασικούς τους στόχους,. Το ίδιο έγινε στην Αγγλία. Στα μέσα του 17ου αιώνα ο αποκεφαλισμός ενός Άγγλου βασιλιά δεν ήταν ικανός να ξεσηκώσει την διεθνή θύελλα που ξεσήκωσε εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα ο αποκεφαλισμός του Λουδοβίκου στη Γαλλία. Εν μέρει γιατί ανάμεσα στα βρετανικά νησιά και στην ηπειρωτική Ευρώπη μεσολαβεί το Αγγλικό Κανάλι, η Μάγχη. Και εν μέρει γιατί οι μοναρχίες δεν είχαν ακόμα αποκτήσει την δυναστική τους νομιμοποίηση στις συνειδήσεις των λαών.

 

Του λοιπού εσωτερικές αναταράξεις του είδους που συναντούμε στη Γαλλία, στη Γερμανία και στην Ιταλία δεν υπάρχουν στο Ηνωμένο Βασίλειο του 19ου αιώνα. Η βρετανική λογοτεχνία στην καλύτερη περίπτωση ασχολείται με την κοινωνική ανισότητα, και φυσικά τέρπεται με την ψυχογραφία της αριστοκρατίας, ειρωνεύεται εκείνη των αστών της και γελά με εκείνη των μικροαστών της. Οι πόλεμοι και οι κοσμογονικές καταστροφές των λαών γίνονται πολύ μακριά, σε άλλες ηπείρους και δεν ελκύουν την φαντασία των μυθιστοριογράφων.

 

Η αμερικανική μυθιστοριογραφία ακολουθεί – αν και όχι πάντα – το ίδιο μοτίβο. Όχι πάντα – γιατί η κληρονομική αριστοκρατία απουσιάζει από την αμερικανική κοινωνία και η μεγαλοαστική τάξη δεν ελκύει τη συμπάθεια του αναγνωστικού κοινού ώστε να αξίζει να ασχοληθεί με την ψυχογραφία της. Ο μεγάλος Εμφύλιος φυσικά αποτέλεσε το σκηνικό σειράς λογοτεχνικών έργων και το ίδιο συνέβη και με τις σημαντικές καμπές της εσωτερικής αμερικανικής ιστορίας, όπως η κατάκτηση της δυτικής πλευράς της ηπείρου, η εκβιομηχάνιση και η αποδυνάμωση των κτηνοτρόφων, το οικονομικό κραχ και η ποτοαπαγόρευση, η μαφία και οι πόλεμοι στους οποίους συμμετείχαν οι Η.Π.Α. στην Ευρώπη και στην Ασία. Η αμερικανική ήπειρος είναι πολύ μεγάλη για να έχει διαρκώς το νου της σε όσα συμβαίνουν πέρα από αυτήν και το φυσικό σύνορο του Ατλαντικού αποτελεί ένα τείχος που καθιστά κάθε διέλευσή του εξαιρετικά πολυέξοδη για μικρής σημασίας εισαγωγές.

 

Στο μυθιστόρημα του 20ου αιώνα ο επιγονικός πολυσυλλεκτισμός του μυθιστορήματος επιτρέπει την ελεύθερη ανάμιξη των ειδών, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους. Ούτως ή άλλως όμως οι κατηγοριοποιήσεις των γραμματολόγων σε «κοινωνικά», «ψυχολογικά» και «πολιτικά» μυθιστορήματα, πολύ λίγο φωτίζουν την πραγματικότητα του λογοτεχνικού αυτού είδους. Γιατί τα μυθιστορήματα – εφ’ όσον για μυθιστορήματα μιλάμε – διακρίνονται πρώτα και κύρια για την ικανότητά τους να περιλαμβάνουν μέσα τους ένα πλήθος θεμάτων, μοτίβων και σκιάσεων – να είναι ταυτόχρονα τόσο ψυχολογικά, όσο και κοινωνικά, όσο και πολιτικά. Ο τελευταίος μάλιστα όρος αυτός, «πολιτικό», με βρίσκει προσωπικά τελείως αντίθετο και δεν μπορώ να τον αποδεχθώ παρά μόνον ως επίκριση για ένα μυθιστόρημα. Τι θα πει «πολιτικό» μυθιστόρημα ; Αν το αντικείμενο του είναι η κοινωνία ή έστω μερικοί εκπρόσωποί της, αν το σκηνικό είναι μια δεδομένη χρονική περίοδος, αν ο τόπος και ο χρόνος ορίζονται, αυτά όλα αποδίδουν τον ρεαλιστικό τόπο και χρόνο ενός μυθιστορήματος και άρα και την «πολιτική» διάσταση που εξ ορισμού εμπεριέχεται στην πραγματικότητα. Τα κηρύγματα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και οι έτοιμες συνταγές για την απόδοση της κοινωνικής πραγματικότητας έχουν προ πολλού και ξεπεραστεί και καταδικαστεί – με την πλήρη εξαφάνιση και του είδους και των εκπροσώπων του από τις βιβλιοθήκες και τις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού (πλην ίσως μιας ελάχιστης μειοψηφίας, η οποία είναι αμφίβολο και αν διαβάζει μυθιστορήματα και αν αυτά θα κάλυπταν την τυχόν ανάγκη να στηρίξει την ιδεολογία της στην τέχνη).

 

Το αν οι κρίσιμες περίοδοι στη ζωή μιας κοινωνίας αποτελούν πηγή έμπνευσης για τον μυθιστοριογράφο, αυτό εναπόκειται τελικά (και ειδικά σήμερα που όλα τα ρεύματα και όλα τα είδη και οι ποικιλίες γραφής συντρέχουν παράλληλα) στην κοινωνική ευαισθησία του και στην επιθυμία να τοποθετήσει την ιστορία ή τις ιστορίες του σ’ ένα περιβάλλον, σε ένα σκηνικό τελικά, αρκετά πειστικό ώστε να κινήσει το ενδιαφέρον του κοινού και να το κάνει να πιστέψει στην αλήθεια της μυθοπλασίας που εν τέλει αποτελεί την ουσία του μυθιστορήματος. Το μήνυμα του μυθιστορήματος δεν μεταφέρεται από την αληθινή, την ρεαλιστική πλευρά του, αλλά από το μυθοπλαστικό του ψεύδος.

 

 

(*) Κείμενο που διαβάστηκε στην εκδήλωση με θέμα “η ιστορία στο μυθιστόρημα” που οργάνωσε το περιοδικό Ο Αναγνώστης στο Μέγα ρο Μουσικής στις 28 Απριλίου 2014.

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΤο αίνιγμα του βίου
Επόμενο άρθροΤι διαβάζουμε;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ