Κριστιάν Γκαγί: Μια βραδιά στο κλάμπ

0
224


Του Σάκη  Παπαδημητρίου. 

       γκαγί Το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε το 2004 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση της Γεωργίας Ζακοπούλου.Ας ρίξουμε πρώτα μια ματιά στα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα.Ο Κριστιάν Γκαγί γεννήθηκε στο Παρίσι το 1943.Ασχολήθηκε από πολύ νέος με την τζάζ,την οποία όμως θα εγκαταλείψει λίγο πριν τα τριάντα του.Το γιατί δεν το ξέρουμε,αν και κάτι καταλαβαίνουμε από το σύντομο σχετικά μυθιστόρημά του.Από την τζάζ στην ψυχανάλυση.Σίγουρα δεν είναι ο καλύτερος συνδυασμός.Άμα ψάχνεις πολύ τα πράγματα πολλές ιδέες πετούν και χάνονται.Ευτυχώς δεν σταματούν εδώ τα βιογραφικά.Ο ίδιος ομολογεί ότι ένιωθε υπερβολική την πίεση και την ευθύνη της ψυχανάλησης και,ίσως για να ξεφύγει,στρέφεται στο γράψιμο.Αυτό είναι το ενδέκατο μυθιστόρημά του,για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Livre Inter το 2002.Λίγες αλλά σημαντικές πληροφορίες για να μας βάλουν σε υποψίες, πώς και γιατί γράφτηκε η «Βραδιά στο κλάμπ».

Το κεντρικό πρόσωπο ονομάζεται Σιμόν Ναρντί και από τις πρώτες σελίδες,ή μάλλον από την δεύτερη παράγραφο της πρώτης σελίδας,πληροφορούμαστε ότι υπήρξε διάσημος πιανίστας της τζάζ,ο οποίος είχε μάλιστα επιβάλει το ιδιαίτερο ύφος του και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον ήξεραν,που τον είχαν μελετήσει ή και αντιγράψει ακόμη.Λίγο πριν τα τριάντα εγκαταλείπει τη μουσική (εδώ,μην μου πείτε,κάτι αυτοβιογραφικό μυρίζει) και στρέφεται στο πρώτο του επάγγελμα,ειδικός σε θέματα θέρμανσης κτιρίων.

Σελίδα 11

Μετά τη λιποταξία του,ξανάπιασε το παλιό του επάγγελμα.Το πρόσχημα ήταν ότι έπρεπε να φάει.Να στεγασθεί,να καθαρθεί.Με την έννοια της κάθαρσης.Και πάνω απ’όλα,το θέμα ήταν να ξαναμάθει να φέρεται.Η τζάζ δεν ωθεί πάντα στην καλύτερη συμπεριφορά.Ο Σιμόν Ναρντί ήταν πιανίστας της τζάζ.Λησμονημένος,χαμένος,εξαφανισμένος από προσώπου γής,τον ξαναβρίσκουμε εδώ,σήμερα,παραμονή μιας τριήμερης αργίας.

Με δυο λόγια,αφήνει την χαρά και την υπερένταση του παιξίματος για να εξασφαλίσει τα του βίου και να νοικοκυρευτεί.Φαινομενικά λογικές αποφάσεις,αλλά η τζάζ έχει τον τελικό λόγο.Τι έκανε ο Σιμόν Ναρντί; Αποτοξίνωση από την τζάζ,αποτοξίνωση από το αλκοόλ και ό,τι άλλο συνδέεται μ’αυτά τα δύο,δηλαδή ο ελεύθερος έρωτας και η αστάθμητη καθημερινότητα.Την ιστορία αφηγείται ένας τρίτος,ένας ζωγράφος,στενός φίλος του πιανίστα και της γυναίκας του Σουζάν.

Σελίδα 14

Η Σουζάν ήταν φίλη μου.Η γυναίκα του φίλου μου Σιμόν είχε γίνει κι αυτή φίλη μου.Δεν συμβαίνει πάντα,στην περίπτωση αυτή όμως είχε συμβεί.Καμιά φορά η γυναίκα του φίλου σου βλέπει σ’εσένα έναν εχθρό.Στην περίπτωσή μας δεν συνέβαινε αυτό.Ο εχθρός ήταν η τζάζ.Παραλίγο να σκοτώσει τον άντρα της.

Μια στιγμή παιδιά.Αν είναι έτσι δεν θα μας μείνουν μουσικοί.Τι θέλουμε τέλος πάντων; Η Σουζάν, διευθύντρια της διοικητικής και λογιστικής υπηρεσίας ενός υποκαταστήματος μιας εταιρείας κατασκευής αυτοκινήτων και ο Σιμόν μηχανικός καυστήρων! Πώς να βρεί θέση ανάμεσά τους η τζάζ; Την κατέταξαν στο εχθρικό στρατόπεδο,στις απειλές της οικογενειακής ακεραιότητας και της οικονομικής σταθερότητας.Κι αυτό όμως είναι κάπως ξεπερασμένο,όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και στην Ελλάδα.Βέβαια,ο Κριστιάν Γκαγί ως φοιτητής των αρχών της δεκαετίας του ’60 τα πέρασε αυτά,κατανοητόν,αλλά σήμερα ούτε η τζάζ αποτελεί υπαρξιακή ή οικογενειακή απειλή,ούτε οι γονείς εμποδίζουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν μουσική,ούτε φυσικά να ασχοληθούν με την τζάζ.Έβαλε το χεράκι της και η τηλεόραση,έβαλε το δαχτυλάκι του και ο Τύπος και επικράτησε μια νέα άποψη: άμα μάθουν καλά μουσική τα παιδιά,και άμα μυηθούν στα μυστικά της τζάζ,τότε ποιος τους πιάνει.Μπορούν να συμμετέχουν σε οποιοδήποτε σχήμα των πολλών μουσικών σκηνών με λαϊκό ή ελαφρολαϊκό τραγούδι,με πρόγραμμα λαϊκοπόπ ή ελαφροπόπ,τηλεοπτικό οπωσδήποτε και έντεχνο (ξεχνούμε τον όρο),γιατί όχι.Και ας θυμηθούμε και τις μεταμεσονύχτιες δυνατότητες ή προσφορές,χωρίς άλλες επεξηγήσεις.

Ξανά στο μυθιστόρημα μετά τις παρακαμπτήριες που αφήνει ανοιχτές το κείμενο.Στην παραθαλάσσια πόλη,εκεί που έχει δουλειά,καθυστερεί,χάνει το τραίνο της επιστροφής και αρχίζει πλέον η περιπέτεια η οποία θα ανατρέψει τα κεκτημένα.Ο άλλος μηχανικός,ο οποίος έχει ζητήσει τη βοήθειά του,προτείνει να πάνε πρώτα για φαγητό και κατόπιν να περάσουν λίγη ώρα σε ένα κλάμπ έως ότου ο Σιμόν πάρει το βραδινό τραίνο.Αρχίζει σταδιακά η αντίστροφη μέτρηση.Στο εστιατόριο τα ηχεία εκπέμπουν μπόσα νόβα και ο ζωγράφος περιγράφει.

Σελίδα 20

Ο Σιμόν θυμήθηκε την εποχή που η μουσική αυτή είχε μολύνει την τζάζ.Το είχε δοκιμάσει κι εκείνος.Χωρίς μεγάλη επιτυχία.Οι Βραζιλιάνοι το κάνουν πολύ καλά.Μόνο αυτοί ξέρουν να το κάνουν πραγματικά καλά.Ένα εντελώς ιδιόρρυθμο σουίνγκ,με βήμα συγκρατημένο στο ρυθμό,κουτσά μέτρα με ακαθόριστα κρατημένες συγκοπές,σχεδόν μετέωρες,όλα αυτά τους ανήκουν.Ο Σιμόν άκουγε κι ένιωσε το κορμί του να λικνίζεται.Ήπιε λίγο κρασί.Μετά την λιποταξία του δεν άγγιζε πια τίποτα,για λόγους υγείας,ούτε καν μια γουλιά οινόπνευμα.Με τη Σουζάν απέφευγε τα μέρη με μουσική.Τα μέρη όπου ο κόσμος πίνει.Που συχνά είναι τα ίδια.Ο Σιμόν αισθάνθηκε ένα θερμό κύμα να ανεβαίνει στην πλάτη του,διακριτικά,σχεδόν ανεπαίσθητα.Ήπιε λίγο κρασί.

Και να,τώρα είναι σαν να τους βλέπουμε.Εισέρχονται στο τζάζ κλάμπ.Μουσική από δίσκους και αργότερα από ένα τρίο.Τον χτυπά κατακέφαλα ο ήχος του Coltrane και αναστατώνεται.Και ποιος δεν αναστατώνεται από το σαξόφωνο του Coltrane.Αναθερμαίνονται αναμνήσεις και σκέψεις.Σε λίγο έρχονται και τα χειρότερα.Το τρίο ξεκινά με το γνωστό θέμα On Green Dolphin Street.Έρχεται η στιγμή που ο πιανίστας αυτοσχεδιάζει και ταυτοχρόνως ο Σιμόν νιώθει να τον κυριεύει μια περίεργη αίσθηση.Επεμβαίνει και πάλι ο αφηγητής,ο ζωγράφος,και μας λέει ότι ο Σιμόν είχε προσωπικό ύφος στο πιάνο,αν και ο ίδιος δεν το παραδεχόταν.Κι όμως,είχε αφήσει τα αποτυπώματά του,λέει ο ζωγράφος,και ήταν,τόσο ευδιάκριτα που τα ακολούθησαν πολλοί νέοι πιανίστες.Πώς αισθανόταν ο Σιμόν ακούγοντας τον πιανίστα να παίζει ακριβώς σαν κι αυτόν,όπως έπαιζε ο Σιμόν πρίν τα δέκα χρόνια σιωπής που μεσολάβησαν; Από τη στιγμή αυτή,συν την βότκα που κυκλοφορεί ανενόχλητα μέσα του,τα πράγματα εξελίσσονται ραγδαία.Καίγεται να αγγίξει το πιάνο και κάποια στιγμή κολλάει επάνω του,χάνει το βραδινό τραίνο,γνωρίζει την ιδιοκτήτρια του κλάμπ,η οποία τυγχάνει να είναι και τραγουδίστρια,συμπράττουν μουσικά και ερωτικά.Η βραδιά στο κλάμπ σημαίνει και το τέλος της συμβατικής ζωής.Η τζάζ και ο έρωτας δεν αφήνουν τίποτα όρθιο – εν τάξει,συνένοχο και το ποτό.Παρακολουθούμε την μεταμόρφωση του Σιμόν μέσα σε λίγες ώρες.Η συνέχεια επί της οθόνης,θα μπορούσε να πεί κανείς, γιατί το κοφτό μοντάζ του μυθιστορήματος μοιάζει με αντίστοιχο κινηματογραφικής ταινίας.Οι σελίδες αποπνέουν τζάζ ατμόσφαιρα διπλής όψεως: μουσική και υπαρξιακή.Νοσταλγία και ανατροπή,δύο αιώνιες δυνάμεις οι οποίες άλλοτε συγκρούονται και άλλοτε αλληλοσυμπληρώνονται.Αφήγηση πειστική,χωρίς πολλές σάλτσες,χωρίς άσκοπες μακροσκελείς περιγραφές τοπίων ή εσωτερικής διακόσμησης και επίσης χωρίς ψυχολογικές αναλύσεις που να δίνουν απαντήσεις στα πολλά ερωτήματα,είτε του ήρωα είτε των άλλων χαρακτήρων,είτε και του αναγνώστη.

 

 

Προηγούμενο άρθροΠαπασωτηρίου : τα best seller
Επόμενο άρθροLes Rencontres d’ Arles 2013

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ