Κλειδιά της ποίησης του Ανδρέα Καρακόκκινου

0
872

  Σωτηρία Καλασαρίδου.

Η πρώτη ποιητική συλλογή του Ανδρέα Καρακόκκινου[1] εκδόθηκε το 2007 με τίτλο Πνοή της άνοιξης, αποτελούμενη από τριάντα έξι συνολικά ποιήματα και διχοτομημένη σε δύο ισοδύναμα μέρη σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τον αριθμό των κομματιών που τα συναποτελούν. Η συνισταμένη που καθορίζει αλλά και ταυτόχρονα διατρέχει συνεκτικά την εν λόγω συλλογή είναι ο έρωτας, ο οποίος και επιβάλλει καθοριστικές διχοστασίες στη συλλογή τόσο θεματικά όσο και δομικά. Τη μία έκφανση του προαναφερθέντος κυριαρχικού διπολισμού τη βρίσκουμε στο πρώτο μέρος της συλλογής που υπό τον τίτλο «Αναζητώντας το χαμόγελο» αναδεικνύει μέσα από δεκαοχτώ ποιήματα τη βλοσυρή όψη του διπρόσωπου έρωτα. Οι απρόβλεπτες διαδρομές του συνήθως βυθίζουν σε ένα πένθος το ποιητικό υποκείμενο και η απώλεια της ουτοπικής ερωτικής Εδέμ υπογραμμίζεται μέσα από τη μετωνυμική χρήση μουντών και πένθιμων χρωμάτων, όπως είναι επί παραδείγματι, το μαύρο και το γκρίζο, αλλά και μέσα από εικόνες που ιχνογραφούνται με φόντο τη σκιά και το σκοτάδι, τη βροχή και τη συννεφιά. Όμως το σημαντικότερο στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της εγκαθίδρυσης μιας μελαγχολίας της ματαίωσης, αναμοχλεύοντας σε εμάς τους αναγνώστες την αίσθηση του αβέβαιου και του άπιαστου, είναι η κυριαρχία ενός ποιητικού ρυθμού σε τόνο μινόρε που κυμαίνεται από ένα διασάλπισμα ανεμελιάς ― το οποίο συνυφαίνεται πάντα με μια στυφή επίγνωση αβεβαιότητας ― φτάνοντας μέχρι την απογοήτευση που γεννά η στέρηση. Παραθέτω το ποίημα «Μια ώρα χαμένη»: Μια ώρα χαμένη/ φτάνει / να κλέψει το φως/ της ανατολής/ και ν’ αφήσει τη μαύρη ομίχλη /να ζωγραφίσει τη μέρα./Μια ώρα χαμένη /φτάνει /να κρύψει το Χαμόγελο / μιας όμορφης κόρης /που τη λένε Μαρία, Κατερίνα,/Σοφία, Ελένη./Μια ώρα χαμένη /φτάνει /να σκοτώσει τη μέρα/με μια χαρακιά βαθειά/ ως την άκρη της Άνοιξης /και το μίσχο του λουλουδιού./Μια ώρα χαμένη /φτάνει/ να σβήσει τη λάμψη των ματιών,/ να πληγώσει τον Έρωτα,/ να σκοτώσει τη Ζωή.

Ως αντιστάθμισμα και αντίδοτο στην οδύνη που γεννά η ματαίωση και η απώλεια του έρωτα το ποιητικό υποκείμενο προκρίνει την ποίηση. Οι αυτό-αναφορικοί στίχοι στην Πνοή της άνοιξης ποσοτικά δεν καταναλώνουν πολύ χώρο, την καθορίζουν όμως ποιοτικά στον βαθμό που απεγκλωβίζουν το ανεσταλμένο φορτίο ελπίδας των ποιημάτων του πρώτου μέρους, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε από το ποίημα που τιτλοφορείται «Το πρόσωπο του ποιητή». Διαβάζουμε: Να δανειστείς το πρόσωπο/του ποιητή/όταν στα χέρια του κρατά /σφικτά και τρυφερά/ το τελευταίο του γραπτό /σαν το παιδί του το μικρό./Το πρόσωπο του ποιητή/ που λάτρεψε/ το γέλιο των παιδιών/ το πρώτο φιλί του έρωτα/ τη γεύση της ζωής/ μ’ ένα χαμόγελο γλυκό/ κι ένα λουλούδι. /Αυτού του ποιητή τα όνειρα / δε σβήνονται τη νύχτα/  γιατί η μοίρα τον έταξε / με λέξεις να κλείνει τις πληγές/ και να χαρίζει το φως./ Θα βρεις το πρόσωπο αυτό / σ’ έναν καθρέφτη/ σαν θα κοιτάξεις βαθιά/ ως την ψυχή του μέσα / ως την ψυχή σου. /  

Το δεύτερο ενικό πρόσωπο των ρημάτων που κατά κύριο λόγο χρησιμοποιείται στο ποίημα που μόλις διαβάσαμε, επιτελεί έναν διττό σκοπό: αφενός γίνεται τόσο ο ισθμός όσο και ο δίαυλος αύξησης της συγκινησιακής θερμοκρασίας του ποιήματος στον βαθμό που του εξασφαλίζει μια αμεσότητα· αφετέρου αντανακλά μια οιονεί θα τολμούσαμε να πούμε ταύτιση του ποιητικού υποκειμένου με το εκάστοτε αναγνωστικό υποκείμενο. Αντιστοίχως, σε ό,τι αφορά την προικοδότηση του κειμένου με μια αμεσότητα κατατείνουν και λειτουργούν και οι προστακτικές του δεύτερου ενικού προσώπου που συναντούμε στη δεύτερη στροφή του ποιήματος «Την ψυχή σου μην την αναζητάς», ενισχύοντας ταυτόχρονα την προβολή μιας ιδεατής ποιητικής περσόνας: (…) Σήκωσε την ασπίδα σου / Αυτή που έφτιαχνες χιλιάδες χρόνια / λέξη λέξη, στίχο στίχο/ και κοίταξε ψηλά/ σ’ έναν πλανήτη άλλο,/ τον πλανήτη του πρώτου ποιητή.  (…)

Στο δεύτερο μέρος της Πνοής της άνοιξης, το οποίο είναι ομότιτλο με τη συλλογή, ο ποιητής μας οικειώνει με το δεύτερο πρόσωπο του έρωτα που συν-δηλώνεται με το φως, την άνοιξη, τη λάμψη και τη μελωδία. Η έκρηξη των χρωμάτων και των αισθήσεων δημιουργούν ένα κρεσέντο παροξυσμού των αισθημάτων της ελπίδας και της χαράς τόσο για τον ποιητή όσο και για τον αναγνώστη, δρώντας αντιστικτικά και διαζευκτικά με το πρώτο μέρος της συλλογής που προσεγγίσαμε. Το ποιητικό υποκείμενο μας συστήνει τώρα τη δοξαστική ιδιότητα του έρωτα με μια υψηγορία που, συγκλίνει σε μια ανέφικτη γαλήνη των αισθήσεων, έχοντας ωστόσο θετικό πρόσημο, όπως διαπιστώνουμε από το ομότιτλο ποίημα που ανοίγει το δεύτερο μέρος της συλλογής: Έρχεσαι /πρώτη πνοή /της άνοιξης/χείμαρρος χρυσός/ χαμόγελο /ζεστό /  η ψυχή πεθαίνει / και ξαναγεννιέται / σε μια χούφτα / ευτυχίας. / Έρχεσαι / πρώτη πνοή/  της άνοιξης /  να χαϊδέψεις απαλά /  το πιο σκοτεινό /  κομμάτι της /ψυχής /  χαρίζοντας στη λάμψη /  του φεγγαριού /  ένα ατέλειωτο /  μελωδικό /  ερωτικό τραγούδι.  

Μολονότι η προαναφερθείσα υψηγορία του δεύτερου μέρους της Πνοής της άνοιξης συνέχει τα ποιητικά κομμάτια που τη συναποτελούν, εντούτοις μετριάζεται και αντισταθμίζεται από το ποίημα «Τέλος παράστασης» που κλείνει τη συλλογή και στο οποίο ο εξομολογητικός του τόνος, μέσα από το σχήμα κύκλου, μας επιστρέφει στο αρχικό τονικό ντεκρεσέντο του πρώτου μέρους. Διαβάζουμε: Θα είσαι στα όνειρά μου/  σαν ήλιος, σαν φεγγάρι /  όταν εγώ θα περπατώ / στο μονοπάτι της άρνησης /  φορτωμένος ενοχές / και περιμένοντας ν’ ακούσω /  τη θεϊκή εκείνη μουσική / που παίζει η ορχήστρα /στην τελευταία πράξη/ της μεγάλης παράστασης./  Κι όταν η μαύρη αυλαία / σκεπάσει τη σκηνή/ τα φώτα θα πάψουν να φωτίζουν / τα όνειρά μου/ το ρολόι θα σταματήσει/  να μετρά το χρόνο  μου / κι εγώ θ’ αποσυρθώ/  στο παγωμένο καμαρίνι μου / να γράψω στο ημερολόγιο/  τέλος παράστασης. /. Το ποίημα ίσως και μπορεί να μας θυμίζει την «χαμένη καβαφική Αλεξάνδρεια» του «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», ωστόσο πέραν της οποιασδήποτε πραγματικής ή ανύπαρκτης, της πρόδηλης ή υποδόριας διακειμενικής επιρροής, το κομμάτι ―παρά τη μελαγχολία που περιμένει διακριτικά στη γωνία στο τέλος του ― συνοψίζει στους στίχους του το διακύβευμα ολόκληρης της ποιητικής συλλογής που είναι η ανάδειξη της πεμπτουσίας του έρωτα, ο οποίος σε μια ευθεία αντιπαραβολή του με τον βιολογικό θάνατο μοιάζει να κερδίζει έστω και οριακά την παρτίδα.

Τη δεύτερη ποιητική του συλλογή, των τριάντα ένα ποιημάτων, που εκδόθηκε πολύ πρόσφατα, το 2013, και φέρει τον τίτλο «Λεμονανθοί στο πέλαγο» ο Καρακόκκινος την αφιερώνει εξ ολοκλήρου στον γενέθλιο τόπο του, την Κύπρο. Ο βίαιος ξεριζωμός από τον γενέθλιο τόπο και τόπο της παιδικής και εφηβικής ηλικίας αλλά και το παρατεταμένο αίσθημα του μετέωρου οδηγούν στην ανάδειξη της τραυματικής μνήμης σε ποιητικό αξίωμα που μεταλλάσσει την κριτική συναισθηματική πράξη σε αντίβαρο των πολιτικών που κυριαρχούνται από τη λήθη. Παραθέτω το ποίημα «Το παραμύθι τέλειωσε»: Κλείσε το βιβλίο / το παραμύθι τέλειωσε /η προσμονή χωρίς τέλος /όσοι απομείναμε /μετράμε χαρακιές /στην καρδιά του καλοκαιριού/ και γραμμές στην ιστορία / πράσινες, κόκκινες… / Σκοτάδι. /

Ο βαθιά ιστορικά συνειδητοποιημένος τόνος του ποιήματος που μόλις διαβάσαμε εμφανίζεται περισσότερο ελάσσων στο ποίημα «Διαδρομές χωρίς συρματόπλεγμα», καθώς επιχειρεί να μας εισαγάγει σε μια ιστορική γεωγραφία με έντονο το αφηγηματικό στοιχείο. Διαβάζουμε: Αντικρίσαμε / πίσω από τη μάσκα του εφιάλτη / δυο αθώα μάτια παιδικά /  απορημένα από τ’ ανίερα παιγνίδια /  ενός παράλογου / θεάτρου σκιών. / Δέσαμε / Το χτες σ’  ένα άλλο σήμερα / Τα βλέμματα παιδιών κυρίαρχα /  να απλωθούν παντού στην ίδια γη /  σε διαδρομές χωρίς συρματόπλεγμα/.   

Η επιλογή του ποιητικού υποκειμένου να ανοίξει ένα παράθυρο στον προσωπικό του χωροχρόνο καθίσταται απόλυτα διαυγής με το κομμάτι που ανοίγει τη συλλογή και που της δανείζει και τον τίτλο του, το «Λεμονανθοί στο πέλαγο»: Γεννήθηκα σε χώματα νησιωτικά / απλωμένοι  λεμονανθοί στο πέλαγο / στη(ν) πλώρη ένα ποδήλατο / άφηνε πεταλιές στο αύριο / κι ο ποδηλάτης στο κατάρτι /  αγνάντευε τα βάθη των ονείρων / η θάλασσα λαμπύριζε πράσινη /  κι έσμιγε με τις λεμονιές /  και τις βιολέτες της αυλής / που σε μεθούσαν την άνοιξη./ Στις πίσω σελίδες των βιβλίων / ζωγραφίζαμε με ξυλομπογιές/ εικόνες της παιδικής μας φαντασίας/ ξεχνώντας την αιώνια αδυσώπητη μοίρα / η αβάσταχτη αρμονία των αρωμάτων / δεν άντεξε στο χρόνο / η γης χαράχτηκε σε δυό κομμάτια/  κι εμείς αναζητάμε στίχους/  να χτίσουμε μια γέφυρα ανάμεσα.

Οι στίχοι που παραθέσαμε αλλά και τα κομμάτια ολόκληρης της συλλογή εν γένει φαίνεται να καταγγέλλουν την επιλεκτική λήθη των πολιτικών ορισμένων κρατών, αλλά ταυτόχρονα μέσα από την καταγγελία ή την επίκληση στις ακούσιες ή εσκεμμένες αποσιωπήσεις η ζέουσα μνήμη, επεξεργάζεται ποιητικά ένα διαυγές, αλλά και τραυματικό παρελθόν. Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Καρακόκκινος αντλεί τον ιστορικο-πολιτικό του λόγο από το βίωμα, μετατρέποντάς τον σε ποίηση, ενώ την ίδια στιγμή γεμίζει τον ποιητικό του καμβά με εικόνες, χρώματα και φωτογραφικά ενσταντανέ της πατρίδας του μετατρέποντάς τα σε σύμβολα της ποίησής του: το πέλαγος, οι λεμονανθοί, τα λουλούδια στην αυλή, η ζέστη του καλοκαιριού, αλλά και οι διαχωριστικές γραμμές και τα συρματοπλέγματα ανάγονται σε καθοδηγητικά μοτίβα, συνεισφέροντας στην εκδίπλωση της ποιητικής αφήγησης. Καταληκτικά, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι το πρώτο ενικό ρηματικό πρόσωπο, όταν χρησιμοποιείται, υπογραμμίζει εμφατικά τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα της ποίησής του και τον ρόλο που διαδραματίζει το βίωμα, ενώ το πρώτο πληθυντικό υπογραμμίζει ένα ομαδικό πένθος μέσα στο οποίο προσγράφεται το επίκοινο αίσθημα μιας ανεπανόρθωτης απώλειας.

Η τρίτη, περισσότερο πρόσφατη και ανέκδοτη, μέχρι τη στιγμή που γράφουμε, ποιητική συλλογή του Ανδρέα Καρακόκκινου, φέρει τον τίτλο Λαθρεπιβάτες σε πειρατικό καράβι. Οι ιδεολογικές συνιστώσες των τριάντα επτά ποιητικών κομματιών μπορούν να συνοψιστούν στο δίπτυχο: α) οικονομικο – κοινωνική κρίση στην Ελλάδα και β) έρωτας που κατατρύχει την ανθρώπινη ύπαρξη σε όλες τις εκφάνσεις της. Θα επικεντρωθώ περισσότερο στην πρώτη διάσταση μια και το θέμα του έρωτα το πραγματευτήκαμε διεξοδικά στο παρόν κείμενο με αφορμή την παρουσίαση της πρώτης ποιητικής συλλογής του Καρακόκκινου. Τα περισσότερα κομμάτια της τελευταίας του συλλογής διεμβολίζουν την πολιτική επικαιρότητα, φέρνοντας στην επιφάνεια πικρά συναισθήματα και ένα άγχος υπαρξιακό που το ποιητικό υποκείμενο το δηλώνει με έναν λόγο που παλινδρομεί ανάμεσα στην καταγγελία και την απορία, συνθέτοντας ένα αδιέξοδο. Παραθέτω ενδεικτικά τρία ποιήματα:

«Γωνιακό καφέ»: Κάθισε στο γωνιακό καφέ / όπως κάθε πρωί/ να φορτώσει / στη μέρα του ώρες / στα όνειρά του πικρή καφεΐνη / στη σκέψη του ασημένια δακτυλίδια καπνού. / Το κορίτσι στάθηκε δίπλα του / με μισοσβησμένο χαμόγελο / στο χρώμα του δέρματός της. / Κοίταξε στο κασελάκι / που κρεμόταν από το λαιμό της/ σαν τεράστιο περιδέραιο. Δεν πουλούσε χρόνο / δεν πουλούσε νοερές περιπλανήσεις / δεν πουλούσε στιγμές. /

Ή αλλού:

«Σε κλοιό ε-υ-φορίας»: Στην πλατεία της ασυδοσίας / περίμεναν στην ίδια σειρά/ ανυποψίαστοι αθώοι / κι ένοχοι εκ προμελέτης/  να καταθέσουν στον ιερό βωμό / το υστέρημα ζωής / ή το περίσσεμα της αμαρτίας. / Οι ανίεροι εξεταστές / ντυμένοι στρατοδίκες / μοίραζαν ειρωνικά βλέμματα/ με τα αγέλαστά τους μάτια./ Οι καταδίκες θα ακολουθούσαν.

Και τέλος:

«Η πόλη κοιμάται»: Η πόλη κοιμάται/ με το κεφάλι ακουμπισμένο/ σ’ ένα τσουβάλι/ παραγραφέντα όνειρα./ Τα χέρια της κρέμονται/ στις γωνιές των δρόμων/ ξόανα σε τάφους/ αποτεφρωμένων λέξεων. / Λυσσασμένα σκυλιά / περιφέρουν το  σώμα της/ σε πικραμένες αυλές / και ξεραμένα παρτέρια./ Όταν ανοίξουν τα μάτια / δεν θα’ χει μείνει δάκρυ. /

Με αιχμή του δόρατος την υπάρχουσα κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα ο Καρακόκκινος ιχνηλατεί τα κομβικά σημεία που συνθέτουν τον καμβά μιας εφιαλτικής δυστοπίας. Η παρακμή στις διάφορες εκφάνσεις της μοιάζει να επιτείνει το ήδη τεταμένο άγχος του ποιητικού υποκειμένου, άγχος το οποίο προϊόντος του χρόνου αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας υπαρξιακής κρίσης που εγγράφεται ως παθητικό στη γενικότερη αποσύνθεση. Η γλώσσα του Καρακόκκινου στα ποιήματα της εν λόγω συλλογής είναι αιχμηρή, βαθειά ειρωνική, με υψηλό βαθμό αφαίρεσης και πυκνότητας.

Καταληκτικά, εάν επιχειρήσουμε να συγκεφαλαιώσουμε τις δεσπόζουσες της ποίησης του Ανδρέα Καρακόκκινου, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε τα ακόλουθα: α) ο ποιητής καταθέτει μια ποίηση βαθιά βιωματική που δομείται με βάση το τρίπτυχο έρωτας ― νοσταλγία για τη χαμένη πατρίδα ― υπαρξιακό άγχος που γεννά η κοινωνικοπολιτική παρακμή, ενώ σε κάθε έναν από τους προαναφερθέντες άξονες μπορούμε να εντοπίσουμε επιμέρους διαστάσεις: ο έρωτας, επί παραδείγματι, εμφανίζεται ως άλλος Ιανός, που παλινδρομεί ανάμεσα στη βλοσυρότητα και τη χαρά, η πατρίδα γίνεται σύμβολο οδύνης, καταγγελίας, αλλά και σύμβολο του νόστου μιας Ιθάκης. Τέλος, η παρούσα βιωμένη οικονομικο- κοινωνική παρακμή γίνεται η κεντρομόλος δύναμη γύρω από την οποία εξυφαίνεται ένας ποιητικός κόσμος που εμφανίζεται, άλλοτε δοσμένος με έναν ποιητικό ρεαλισμό και άλλοτε μέσα από τα σύμβολα του κόσμου του παραμυθιού, της περιπέτειας και της μυθολογίας: πειρατές, γοργόνες, Νηρηίδες και άλλες θεότητες, γίνονται φορείς μιας εξωπραγματικής αντίληψης, αντισταθμίζοντας τη φρίκη που γεννά η λογική. Ολοκληρώνοντας, εάν θεωρήσουμε ότι αυτά είναι σε αδρές γραμμές τα θεματικά μοτίβα της ποίησης του Καρακόκκινου, τότε δεν απομένει να δούμε τι συμβαίνει σε επίπεδο φόρμας. Τεχνοτροπικά, η εν λόγω ποίηση με τον ελεύθερο στίχο της δεν μας αφήνει καμιά αμφιβολία ότι εντάσσεται σ’ αυτό που έχει οριστεί ως μοντέρνα ποίηση. Υπέρ αυτής της ένταξης συνηγορούν βέβαια και άλλα στοιχεία που συναντούμε στην ποίησή του Καρακόκκινου, όπως είναι η δραματικότητα που έχουν αρκετά από τα ποιήματά του, αλλά και η ειρωνεία, ο λιτός στίχος και η υψηλή αφαίρεση στη γλώσσα, η οποία αντλεί κατά κύριο λόγο από μια φαρέτρα λέξεων του καθημερινού λεξιλογίου. Με πυξίδα όσα προαναφέρθηκαν μπορούμε να ανιχνεύσουμε και να εντοπίσουμε και τις  διακειμενικές επιρροές του έργου του: η λυρική πλευρά του Γιάννη Ρίτσου, η ειρωνεία του Κ.Π Καβάφη αλλά και των ποιητών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς και κυρίως του Θεσσαλονικιού Μανόλη Αναγνωστάκη, και βέβαια η παρουσία του Γιώργου Σεφέρη με το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄, αφομοιώνονται γόνιμα και πρωτότυπα στο έργο του Καρακόκκινου, συνθέτοντας ένα αυτόνομο, κατάδικό του ποιητικό σύμπαν.  

andreas2Σύντομα βιογραφικά στοιχεία του ποιητή. 

Ο Ανδρέας Καρακόκκινος γεννήθηκε στη Μόρφου της Κύπρου το 1952 και από το 1972 ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή το 2007 με τίτλο Πνοή της άνοιξης και τη δεύτερη το 2013 υπό τον τίτλο Λεμονανθοί στο πέλαγο.

 



[1]  Και οι δύο ποιητικές συλλογές  του Ανδρέα Καρακόκκινου  Πνοή της Άνοιξης  (εκδ. Publish city) και Λεμονανθοί στο πέλαγο (εκδ. Copy Paste ψηφιακές εκτυπώσεις) τυπώθηκαν υπό μορφή ιδιωτικής έκδοσης. Ποιήματά του έχουν επίσης δημοσιευτεί στο διαδίκτυο στους ακόλουθους ιστότοπους: α) http://and33andreas.blogspot.gr/, β)http://when-poetry-speaks.blogspot.gr/, και γ) http://whenpoetryspeaks.wordpress.com/.

Προηγούμενο άρθροΑπό τι φτιάχνονται οι ήρωες;
Επόμενο άρθρο23 Απριλίου: World Book Night 2014

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ