Ιδέες…(από την Βούλα Κοκολάκη)

0
600

 

Βούλα Κοκολάκη(*)

 

Μέσα στη λέξη κρύβεται το μικρό και το μεγάλο. Είναι έμμονες, μεγάλες, φαεινές  κ.α., σημαίνει, όμως, και την πολύ μικρή ποσότητα, το ελάχιστο, π.χ. «μια ιδέα πιο ανοιχτό χρώμα». Κατ΄ αρχήν αναπαριστούν τα αισθητά αντικείμενα μέσα στο μυαλό, μας βοηθούν να αντιληφθούμε τις καταστάσεις ή τις ιδιότητες, άλλοτε με αυτήν τη λέξη εκφράζουμε μια υποψία, την εντύπωση, της οποίας δεν εξακριβώσαμε ακόμα την εγκυρότητά της, άλλοτε είναι απλά η γνώμη, η άποψη, η κρίση που θα εκφέρουμε, κάποιες άλλες φορές δε, δεν είναι παρά μόνο μια στιγμιαία σκέψη, για να λύσει ένα πρόβλημα, παίρνοντας το σχήμα μιας λάμπας που ανάβει πάνω από τα κεφάλια, μαζί με ένα χαμόγελο ενθουσιασμού. Και πάλι σε πείσμα της «ιδέας» της μονοσημίας της γλώσσας,  σε άλλα συγκείμενα εκφράζει το μεγάλο και υψηλό ιδανικό.

Εδώ θα μας απασχολήσει, εν τούτοις, η «κατ΄αρχήν» σημασία της. Θα ξεκινήσουμε,- από ποιον άλλον;-  από τον Πλάτωνα. Ο Πλάτωνας έθεσε απέναντι από τη γνώση και την επιστήμη, τη δόξα, αυτό που «ημιν δοκει», θα μπορούσαμε να πούμε, αυτό που μας φαίνεται. Η εμπειρική γνώση είναι μια περιπλάνηση, με άλλα λόγια. Η ιδέα της «ιδέας» δεν έχει αισθητηριακές ρίζες, την όραση, αλλά εκπορεύεται από τα μάτια του πνεύματος, γίνεται προσιτή μόνο με το νου. Τα φαινόμενα, λοιπόν, δεν είναι ιδέες, αλλά οι δεύτερες είναι οι αιτίες των πρώτων. Συναποτελούν την «κοινωνία των ιδεών», από όπου προκύπτει η διαλεκτική γνώση, καθώς ανάμεσά τους υπάρχουν διαφορές κατά είδος, δεν υπάρχει σύγχυση μιας ιδέας με μιαν άλλη. Έτσι, η διαλεκτική γίνεται η ικανότητα να αντιλαμβάνεσαι και να ορίζεις ενιαία την ποικιλία. Η ιδέα καθίσταται κατηγόρημα της τελειότητας, με την έννοια του τέλους, της ολοκλήρωσης. Αν και είναι αληθινές, καλές, εύμορφες, αποτελούν τους γενικούς όρους της σκέψης, δεν περιορίζονται στο να εκφράζουν μόνο τις ιδιότητες της υπόστασής του, αλλά υπάρχουν και οι ιδέες του αδίκου, του κακού και του άσχημου. Έχοντας κατακτήσει  αυτή τη γκάμα, οι ιδέες είναι τα κριτήρια της αξιολόγησης. Τα φαινόμενα, που προέρχονται από αυτές, υποβάλλονται σε κριτική, μια κριτική, που ελέγχει με ποιο ποσοστό μένουν πίσω από τις αληθινές, πραγματικές ιδέες. Για τον Πλάτωνα, λοιπόν, οι ιδέες αποτελούν την πραγματικότητα και μάλιστα είναι δραστικές και παράγουν τα αποτελέσματα.

Με τη σειρά του, ο Αριστοτέλης διατύπωσε τη δική του θεωρία περί ιδεών, σκοτώνοντας τον  φιλόσοφο- πατέρα Πλάτωνα. Ξεκινώντας από μια ματεριαλιστική βάση, εισήγαγε τη θεωρία μιας μεταφυσικής διπλής οπτικής: κάποιος βλέπει τον πραγματικό κόσμο, τα αναβιβάζει σε γενικούς όρους και τα καθιστά ένα δεύτερο είδος πραγμάτων, χτίζοντας έναν άλλο κόσμο, χωριστό και παράπλευρο του πρώτου. Όπως οι άνθρωποι έδιναν/δίνουν στους θεούς τη δική τους μορφή προσδίδοντας τους την ιδιότητα της αθανασίας, έτσι τα πράγματα δανείζουν τη μορφή τους στις ιδέες συν την ιδιότητα της αιωνιότητας.  Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι κάθε πράγμα έχει μέσα του το «έργο» του, τη δική του ξεχωριστή, μοναδική εργασία. Παράλληλα, όμως, και στην αριστοτελική ορολογία το «είδος» είναι πολύ σημαντικό, η αλλιώς η «ιδέα», που αυτή τη φορά αποτελεί το συνδυασμό της μορφής με τον τρόπο και, όπως στον Πλάτωνα, έτσι και στην περίπτωση του Αριστοτέλη, είναι αμετάβλητη. Το είδος είναι αδιαίρετο. Η σκέψη μπορεί να διαχωρίζει το είδος από το συγκεκριμένο αντικείμενο. Τίποτε δε χωρίζει το δεύτερο από το πρώτο. Το είδος, η ιδέα στον Αριστοτέλη δεν είναι το γενικό πάνω από το ειδικό, αλλά το γενικό μέσα στο ειδικό.

Στον κυνισμό, όμως, ο Αντισθένης θα μπορούσε να πει: «βλέπω τον άνθρωπο, αλλά δε βλέπω τον ανθρωπισμό». Επίσης, οι στωικοί δεν έβλεπαν τις ιδέες. Για αυτούς οι ιδέες είναι αποκλειστικά οι σκέψεις μας, «νοήματα», κενές υποθέσεις, εικασίες, ούτε προηγούνται οντολογικά των φαινομένων, ούτε των πραγμάτων. Τα νοήματα δεν είναι «κάτι», ούτε έχουν ιδιότητες ως «φαντάσματα» της ψυχής. Μοιάζουν σαν να κατέχουν κάποιες ιδιότητες. Οι ιδέες για τους στωικούς, λοιπόν, δεν υπάρχουν. Όμως, συμμετέχουμε εν μέρει δίπλα σε αυτά τα νοήματα. Η «εν μέρει» συμμετοχή είναι ειρωνικό σχόλιο προς τη φιλοσοφία του Πλάτωνα.

Ο χριστιανισμός, καλώς ή κακώς, υπήρξε μια θρησκεία καθοριστική για την ιστορία της ανθρωπότητας. Όπως κάθε θρησκεία καπηλεύτηκε και εργαλειοποιήθηκε για να χειραγωγήσει. Στην πνευματική διερεύνηση της, στην προσπάθεια να τη γνωρίσουν οι πιστοί της, που παράλληλα είχαν ανησυχίες, αλλά και σε κάποιο πλαίσιο ενήργησαν για να κατασκευάζουν το «πολιτικό» θεωρητικό της πλαίσιο, πρωταγωνιστεί  η ιδέα. Ο Νίτσε έλεγε ότι ο χριστιανισμός είναι εκλαϊκευμένος πλατωνισμός. Σε αυτό ενεργό ρόλο διαδραμάτισε ο Κλεμέντιος από την Αλεξάνδρεια. Στη Βίβλο, όπως όλοι γνωρίζουμε, δε γίνεται λόγος για τις ιδέες. Στην ιουδαϊκή θρησκεία, όμως, ο Θεός είναι αδύνατον να θεαθεί. Μόνο η ενσάρκωση του   Ιησού  κατέστησε τη θέαση δυνατή. Ο Κλεμέντιος συνδέει το φως, που δημιούργησε ο θεός του χριστιανισμού (Θεός, κατά τους πιστούς και κατά τον Κλεμέντιο), με τις ιδέες. Το φως αυτό κατέληξε, βέβαια, να γίνει δόγμα, μια διδασκαλία φώτισης, αποκαθιστώντας την αρχαία ελληνική χρήση της ιδέας: η γνώση ως εξέταση. Παρόλα αυτά,  η θεωρία του Κλεμέντιου περί ιδεών δεν είχε ανταπόκριση. Τη θέση στον κανόνα κατέλαβε ο Αυγουστίνος. Υποστήριξε ότι οι ιδέες είναι άμορφες και απαράλλαχτες αιτίες των πραγμάτων, οι οποίες δε σχηματίζονται από άλλες, γι΄ αυτό είναι αιώνιες και εμπεριέχουν τη θεϊκή σοφία.

Τον 18ο αιώνα ο όρος «ιδέα» εξανθρωπίζεται, προσγειώνεται από τον ουρανό στον επίγειο νου.  Ο Τζον Λοκ διατυπώνει μια νέα θεωρία για τις ιδέες, τον «νέο τρόπο των ιδεών». Σύμφωνα με τον Λοκ, ο νους των ανθρώπων είναι γεμάτος ιδέες, οι οποίες ανήκουν σε κάθε ανθρώπινη συνείδηση εκκοσμικεύοντας τις. Η ιδέα είναι το αντικείμενο της (κατά)νόησης –με τη διευρυμένη έννοια της επιθυμίας, των αισθημάτων, της φαντασίας, της αντίληψης-, όταν ένας ανθρώπινος νους σκέφτεται. Ιδέα είναι αυτό που γενικά συνδέεται με τη φαντασία, τον όρο, το είδος ή με ό,τι μπορεί να ασχοληθεί το σκεπτόμενο πνεύμα. Οι ιδέες του Λοκ είναι απλές, δεν αναλύονται περαιτέρω. Μπορούν, όμως, να συνδημιουργήσουν περίπλοκες ιδέες με το μηχανισμό του πνεύματος.  Οι ιδέες, λοιπόν, είναι απλές, αλλά γίνονται και απλοποιήσεις. Πάνω σε αυτήν τη θέση της απλοποίησης του Λοκ, της απλής ιδέας βασίζεται ένας μοντέρνος τρόπος σκέψης, της επεξεργασίας της πληροφορίας από τους υπολογιστές. Η συγκεντρωμένη –με ατομικιστικό τρόπο- πρώτη ύλη υποβάλλεται σε συγκεκριμένα σχήματα, για να παράγει δομημένες ποσότητες πληροφοριών από μια εξ αρχής απεριόριστη περιπλοκότητα. Ο Λοκ δεν επιστρέφει μια περίπλοκη ιδέα στην απλή μορφή, αλλά εξελίσσει μια περίπλοκη ιδέα σε περιπλοκότερη, κυρίως σε αφηρημένες φιλοσοφικές διαμορφώσεις όρων. Η συνείδηση, με τη σειρά της, αποτελεί, κατά τον Λοκ, έναν χώρο, μια camera obscura, που το φως εισέρχεται από μικρά ανοίγματα, από εξωτερικές ορατές εικόνες ή «ιδέες» των πραγμάτων. Στον Λοκ, λοιπόν, συμπεραίνουμε, τα φαινόμενα γίνονται ιδέες. Το να έχουμε συνείδηση σημαίνει ότι αντιλαμβανόμαστε τις ιδέες. Να διασαφηνίσουμε, όμως, ότι η αντίληψη δεν έχει να κάνει με πράγματα, αλλά μόνο με ιδέες, οι οποίες προκύπτουν από τα εξωτερικά πράγματα και εξακριβώνονται από την εμπειρία.  Η κατοχή των ιδεών και η πρόσληψή τους είναι το ίδιο. Τα πράγματα δεν παρουσιάζονται στη συνείδηση, τα γνωρίζει μόνο ως αναπαραστάσεις.  Ποτέ δε γνωρίζουμε ένα πράγμα, παρά μόνο την ιδέα του. Η συνείδηση είναι κυρίαρχη στο χώρο της και αποτελεί την αντίληψη αυτού, που περνά μέσα στο πνεύμα και στο εκάστοτε πνεύμα. Έτσι ο κάθε ένας γνωρίζει μόνο τις δικές του ιδέες.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η ίδια η ιδέα δεν μπορεί να ορίσει τον εαυτό της. Υπάρχει όχι μόνο ποικιλία στην κοινωνία των ιδεών, αλλά και μέσα σε μια αποκλειστικά ιδέα. Έχει υπερβεί την πλατωνική αξίωση και έχει υποβληθεί σε μια διαδικασία πλουραλισμού. Έτσι, μπορούμε να έχουμε την ιδέα, να μην έχουμε ιδέα, να κατεβάζουμε ιδέες, να μας μπαίνουν ιδέες, να βάζουμε σε άλλους, πέρα από ένα σύμπαν κλειστού συστήματος, μέσα στο οποίο δε συμβαίνει τίποτε αν δεν προβλέπεται από τις ιδέες…

 

Βιβλιογραφία:  Ideengeschichte, Andreas Dorschel, UTB, Stuttgart, 2010

 

(*) Η Βούλα Κοκολάκη είναι απόφοιτος φιλολογίας του πανεπιστημίου Κρήτης, φοιτήτρια στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα νεοελληνικών σπουδών του Βερολίνου, με ενδιαφέροντα στη συγκριτική λογοτεχνία, τη θεωρία λογοτεχνίας και τις κοινωνικές σπουδές.

 

Προηγούμενο άρθροΦαινομενολογία και δημιουργική αντίληψη (της Ειρήνης Σταματοπούλου)
Επόμενο άρθροΤο καλοκαίρι της αφύπνισης (η Ίντιθ Γουόρτον από την Νίκη Κώτσιου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ