Η συνάντηση με την Κίχλη (διήγημα της Σταυρούλας Γ. Τσούπρου)

1
454
Η Κίχλη που είχε εντοπίσει ο Σεφέρης

 

της Σταυρούλας Γ. Τσούπρου

 

 

Ι

Ο Άνθιμος Μαρίνης, φιλόλογος εγκρατής περί τα λογοτεχνικά κυρίως, καθόταν φαινομενικά ήρεμος και με ρεμβώδες βλέμμα (η ιδιοσυγκρασία του τού επέτρεπε να διατηρεί μία ολύμπια αταραξία στην όψη του, ακόμη και στις πιο δύσκολες περιστάσεις) μπροστά στο τύπου αγγλικού ρουστίκ γραφείο του και κοιτούσε έξω από το μισάνοιχτο παράθυρο τον γαλανό, ανέφελο ουρανό του Νοεμβρίου. Είχε ανοίξει πριν λίγη ώρα, για να αεριστεί το δωμάτιο, παρόλο που η βασιλεύουσα μυρωδιά εκεί δεν ήταν ούτε του τσιγάρου αλλά ούτε και του πούρου, κάτι που θα ταίριαζε, ίσως, με την επίπλωση. Απαλλαγμένες οι συγγραφικές όπως και οι ερευνητικές του συνήθειες από παρόμοια υποβοηθήματα, περιορίζονταν σε έναν, ενισχυμένο, είναι η αλήθεια, σε ποσότητα και αρκετά δυνατό ελληνικό καφέ, ο οποίος ενίοτε, όταν ο οίστρος επιστημονικός ή μυθοπλαστικός (ήταν εξίσου ισχυροί) επιβαλλόταν στον νου του, αφηνόταν να κρυώνει στο πιο βολικό για την περίσταση ράφι τής αγκομαχούσας από πολύ μεγαλύτερους όγκους βιβλιοθήκης του, εμποτίζοντας έπιπλα, τοίχους, κουρτίνες, χαλιά με το μαυλιστικό άρωμά του. Ο Άνθιμος, όμως, στην πραγματικότητα δεν ήταν ήρεμος ούτε και ρέμβαζε κοιτώντας τον ουρανό· η αγωνία μιας επικείμενης συνάντησης τον βασάνιζε  ανελέητα εδώ και μέρες.

«Όταν θα έχω φύγει (με ή χωρίς επιστροφή, εσύ θ’ αποφασίσεις), θα λάβεις, ύστερα από ένα μικρό διάστημα, έναν φάκελο· μέσα θα βρίσκεται η ψυχή μου».

Το παραπάνω σύντομο σημείωμα, αφημένο πάνω στο γραφείο του την ημέρα τής αναχώρησής της, τον ενημέρωνε ότι θα περνούσε μόνος του τις επόμενες μέρες ή ίσως και τις υπόλοιπες μέρες τής ζωής του. Μπορούσε, αλήθεια, να αποφασίσει ο ίδιος;

«ένιωσες το πυκνό βάρος τού χορευτή να πέφτει στο ποτάμι τού καιρού –

το φοβερό παφλασμό»

Ο φάκελος με το όνομά της, κανονικά, στην θέση τού αποστολέα είχε φτάσει και ο Άνθιμος τον είχε ανοίξει· οι σελίδες που τράβηξε απαλά και, όφειλε να ομολογήσει, λίγο διστακτικά, από μέσα, χειρόγραφες και ευανάγνωστες, αριθμημένες από το 1 έως το 8, πρόδιδαν τις συνθήκες ενός δεύτερου περάσματος, μιας εν ψυχρώ αντιγραφής από ένα πρώτο χέρι που είχε σκαλίσει εν θερμώ τους δαίμονές του με τις συνηθισμένες μουντζούρες, διαγραφές και παραπομπές, αλλά το οποίο, ταυτόχρονα, αρνιόταν να παραδοθεί στην ομοιομορφία μιας μηχανικής αναπαραγωγής.

Έστρεψε ξανά τώρα το βλέμμα πάνω τους· άνθρωπος του καθήκοντος, του ηθικού όχι του συμβατικού, γνώριζε πως δεν έπρεπε να καθυστερήσει άλλο την ανάγνωσή τους.

ΙΙ

Σελίδα 1η:

Μέρες και βδομάδες υπέμεινα την, λόγω των ανελαστικών υποχρεώσεων, αναγκαστική, αν και όχι στερημένη από κάποια ηδονική γλύκα, αναβολή τού, προσωρινού έστω, καθαρίσματος της ψυχής μου. Δεν είναι, βέβαια, ακαθαρσίες αυτά από τα οποία θέλω να απαλλαγώ· είναι, όμως, βάρη, βαρίδια συμπαγή από πόνο και φόβο και ανασφάλεια. Ύστερα, εκείνη, θα είναι, ελπίζω, λίγο πιο ελαφριά, τόσο τουλάχιστον, όσο να μου επιτρέψει να φύγω, να απομακρυνθώ από κοντά σου, να σταματήσω να σε παιδεύω με τον δικό μου παιδεμό. Πρέπει, ωστόσο, να σου εξηγηθώ· σου το οφείλω, όσο κι αν είναι αυτή μια οφειλή που ίσως να προτιμούσες να μην ξεχρεωθεί.

Σελίδα 2η:

Φυλακή. Φυλακή από τούβλα. Εγώ τα έχω βάλει εκεί. Εγώ την έχω χτίσει. Μετακινείται μαζί μου. Με πνίγει· όταν είμαι κλεισμένη εκεί, αλλά και όταν την σκέπτομαι. Ζω και έξω από αυτήν. Αρκετές στιγμές. Αλλά, οπωσδήποτε, πρέπει να ζω και εντός της. Είναι τα δικά μου ανεπιθύμητα, τείχη. Φέρω την ευθύνη τους. Μόνον εγώ μπορώ να τα γκρεμίσω. Θέλω, αλλά δεν μπορώ. Δεν μπορώ πια. Δεν μπορώ; Κι αν πρέπει; Κι αν έχω να διαλέξω; Τι θα με κάνει να πεθάνω; Ποιο στέλεχος του διλήμματος; Ποιο εγώ έχτισε την φυλακή και για ποιον απ’ όλους τούς θανάτους μιλάμε;

Σελίδες 3η-4η:

Ανά πάσα στιγμή μπορούσε να εμφανιστεί. Η μορφή του, δε, θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε. Ένα τεράστιο ανατριχιαστικό έντομο, ίσως, ένας δεύτερος Γκρέγκορ Σάμσα, ή ένα δύσμορφο θηλαστικό, πιθανόν τριχωτό και με δυνατότητα να στέκεται στα δυο του πόδια. Ή ένα άλλο ον, ανθρωποειδές, αγνώστου προελεύσεως αλλά με σαφέστατες επιθετικές διαθέσεις. Οι τελευταίες, εξάλλου, θα ήταν προφανείς στην συμπεριφορά όλων των παραπάνω “εμφανίσεων”. Αλλά δεν ήταν απαραίτητο να είναι πλάσμα, να είναι ύλη, απτή, αυτό το οποίο πίστευε πως κάποια στιγμή, δεν μπορεί, θα κατόρθωνε να την αιφνιδιάσει και, κυρίως, να την κοκαλώσει με την μαυρίλα του: Διότι η μαυρίλα ήταν το μόνο χαρακτηριστικό περί του οποίου ήταν απολύτως σίγουρη. Η απειλητική παρουσία ή η παρουσία – τιμωρός (γύρευε για ποια ή ποιες, απ’ όλες τις αμαρτίες της) θα ήταν μαύρη· δεν ετίθετο ζήτημα άλλου χρώματος. Αν και, τώρα που το καλοσκεφτόταν, όταν το προαίσθημα (προ-φόβος η προ-ξάφνιασμα) της υποθετικά επικείμενης εμφάνισης την κατέκλυζε, έστω και στιγμιαία, στην διάρκεια της ημέρας, ο χρωματικός προσδιορισμός δεν έπαιζε, μάλλον, κανέναν ρόλο. Άρα, ξαναγυρίζουμε στο θέμα τού μη απαραίτητου της απτότητας. Αυτό, δηλαδή, το οποίο, την νύχτα, θα εμφανιζόταν, όταν εμφανιζόταν, ως μία τρομακτική κατάμαυρη σκιά – εντόμου, θηλαστικού ή ανθρωποειδούς, δεν έχει σημασία – την ημέρα θα την κοκάλωνε… πώς;… Σαν μια διακοπή τής ανάσας. Ναι, ναι, αυτό ήταν το προαίσθημα, αυτό της έλεγε, κλάσματα του δευτερολέπτου πριν, ο φόβος ή το ξάφνιασμα που είχε έρθει να την προετοιμάσει: θα της στερούσε τον αέρα η άυλη και έγχρωμη παρουσία, ενώ τα μάτια της, τα κακόμοιρα, κουρασμένα, τσιμπλιασμένα μάτια της, θα έμεναν ορθάνοιχτα, πελώρια, να κοιτάζουν με φρίκη το κενό. Θα της έκοβε το οξυγόνο, το ίδιο εκείνο που όλοι οι άλλοι ρουφούσαν άπληστα· θα της το έκοβε γιατί είχε φταίξει και έπρεπε να πληρώσει. Γιατί ψευδόταν ασύστολα, γιατί ήταν ασυνεπής, γιατί ήταν κακιά, άσπλαχνη, αχάριστη, εγωίστρια, ανίκανη, εμπόδιο τέλος πάντων και έπρεπε να φύγει από τη μέση.

Προσώρας, ωστόσο, μόνο τα προμηνύματα υπήρχαν, το βούισμα στα αφτιά, η διάθεση να κλάψει (να κλάψει μέχρι να χυθεί όλη η καρδιά της, να τελειώνει, η επιτακτική ανάγκη να ζητήσει βοήθεια). Αλλά τα προμηνύματα έφευγαν άπρακτα, δίχως να έχουν ακολουθηθεί από την έλευση της παρουσίας. Δεν θα ερχόταν, τελικά; Κάποιες στιγμές μπορεί και να το ευχόταν, αλλά αυτές οι στιγμές ήταν, μέχρι τώρα τουλάχιστον, λίγες.

Σελίδες 5η-6η:

«Το πλάνο»

Στο μεταξύ, πάλευε να κατοχυρωθεί με κάθε τρόπο απέναντι στην απειλητική καθημερινότητα, απέναντι στην στιγμή τού απροσδόκητου. Να της περιορίσει τον χώρο αυτής της καταραμένης, διότι «παν και όλον εστίν εις λύπην άγον και αθυμίαν το απροσδόκητον», όπως σωστά έχει παρατηρήσει ο Πλούταρχος, αλλά και ο Σαίξπηρ μετά από αυτόν: «If it be now, ’tis not yet to come, if it be not to come, it will be now, if it be not now, yet it will come. The readiness is all».

Γι’ αυτό κανόνιζε, οργάνωνε, τηλεφωνούσε και ενημέρωνε, πληροφορείτο και κατέγραφε, σχεδίαζε και αναπροσάρμοζε, προσπαθώντας να προβλέψει κάθε ενδεχόμενη αλλαγή για να αποφύγει εγκαίρως τις συνέπειες, στύβοντας το μυαλό της να βρει λύση για οποιοδήποτε ρηξικέλευθο συμβάν τής ανέτρεπε, πιθανόν, το πρόγραμμα, δαπανώντας, τελικά, χρόνο και ενέργεια στην κατάστρωση ενός πλάνου που, είτε καλώς είτε κακώς εχόντων των πραγμάτων, θα την κάλυπτε με τις συνεχείς προεκτάσεις του μέχρι… μέχρις ότου να εκμετρήσει, με την σειρά της, το ζην. Μπορούσε κάλλιστα να υπάρχει ένα τέτοιο πλάνο, διαβεβαίωνε τον εαυτό της. Όλο και περισσότερο ασχολείτο με το να το εμπλουτίζει, να το βελτιώνει από κάθε άποψη, λειτουργική αλλά και ποιοτική. Διότι σε αυτό το πλάνο περιλαμβάνονταν τα πάντα: θέατρο και κινηματογράφος, συναντήσεις με φίλους και συγγενείς (οι τελευταίες είχαν, πάντως, λιγοστέψει δραματικά για ευνόητους λόγους), έξοδοι για φαγητό ή ποτό, εκδρομές, ή μάλλον, ταξίδια, μικρές σπιτικές απολαύσεις και, φυσικά, οι αναπόφευκτες κοινωνικές και προσωπικές υποχρεώσεις. Το μεγαλύτερο μέρος, οπωσδήποτε, καταλάμβανε, όπως πάντα, σε όλη της την ζωή, η δουλειά, η οποία συχνότατα κατέληγε σε εργασιοθεραπεία, μα που το ίδιο κάνει, όπως θα έλεγε και ο αγαπημένος της συγγραφέας.

Πάντως το πλάνο ως σύνολο, οποιαδήποτε μορφή κι αν έπαιρνε η σύνθεσή του, ήταν παρόν – τόσο έντονα παρόν, μάλιστα, στη ζωή της, ώστε διαφαινόταν μία τάση να γίνει κυρίαρχο, να θρονιαστεί α υ τ ό στη θέση τής δικής της ζωντανής παρουσίας και να ρυθμίζει την καθημερινότητά της με τους καλοκουρδισμένους πια μηχανισμούς του, εις το, δικό της, το θνητό, διηνεκές. The readiness is all – και το πλάνο θα την διασφάλιζε αυτήν την ετοιμότητα, όσο ήταν, βέβαια, ανθρωπίνως δυνατόν.

Μήπως θα έπρεπε, ωστόσο, να έχει κατά νου, ότι το εν λόγω Πλάνο ήταν πιθανόν να εξελιχθεί σε έναν ακόμη μπαμπούλα, σε μία ακόμη δαμόκλειο σπάθη, και μάλιστα αυτή, ιδίας, επιμελέστατης επιπλέον, κατασκευής, η οποία, μαζί με τις άλλες, θα κατέληγε να την βασανίζει, να την απειλεί και να την πνίγει ομοίως, ανά πάσα στιγμή;

Σελίδα 7η:

«Το καταφύγιο»

Φύγε! σου λέω. Παράτα με! Φύγε απ’ το μυαλό μου! Ξεκουμπίσου! Γιατί τρυπώνεις συνέχεια στην σκέψη μου; Γιατί δεν με αφήνεις σε ησυχία;

Ο χρόνος είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουμε και γι’ αυτό, τώρα που λιγοστεύει, επιλέγω να τον επενδύω στα απολύτως αναγκαία και στα απολύτως απαραίτητα. Ε, λοιπόν, εσύ, δεν συγκαταλέγεσαι ανάμεσα σε αυτά. Ίσως, αν δεν είχες καταχραστεί την υπομονή μου, αν είχες σεβαστεί τις διαμαρτυρίες μου, ίσως, τώρα να υπήρχες ακόμα κάπου, αλλά πάντα στο περιθώριο της ζωής μου. Μα εσύ το παραξήλωσες, έχασες το μέτρο (αν το είχες ποτέ) και με κατέκλυσες με παράπονα και κλάψες. Γιατί; Με ποιο δικαίωμα; Τι σου είμαι; Τι μου είσαι; Τίποτα! Αλήθεια τίποτα! Στην καθημερινότητά μου δεν υπάρχει ο παραμικρός χώρος για σένα. Κι όμως εσύ διεκδικείς επιτακτικά τον χώρο σου στον νου μου. Εντάξει, τον κρατάς, τον έχεις γραπώσει με νύχια και με δόντια αυτόν τον χώρο, αλλά μόνο και μόνο επειδή σε σιχαίνομαι. Τα αρνητικά συναισθήματα μας καταλαμβάνουν με την ίδια αν όχι με μεγαλύτερη σιγουριά από τα θετικά. Η νοσηρότητά σου σε κατέστησε ικανό να επηρεάσεις τις νοητικές και ψυχικές μου λειτουργίες. Αλλιώς, γιατί να με αηδιάζεις τόσο; Γιατί να σε απεχθάνομαι;

Θέλω να φύγεις απ’ το μυαλό μου, καταλαβαίνεις; Δεν τα καταφέρνω να σε βγάλω από μόνη μου. Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Για πόσο ακόμα θα σε κουβαλάω; Έχω όλα τα άλλα που με βαραίνουν, αναπόφευκτα, και έχω και σένα. Ένα άχρηστο βάρος, ένας σιχαμένος, κλαψιάρικος, εγωπαθής όγκος μιζέριας που έπεσε στο κεφάλι μου από το πουθενά. Θες να προστεθείς, λοιπόν, ως ενοχή έστω στη συνείδησή μου. Αφού δεν μπορείς να είσαι τίποτε άλλο, ας είσαι, τουλάχιστον, μια ενοχή. Δεν με ενδιαφέρει αν αυτός ήταν ο σκοπός σου ή όχι, με ενδιαφέρει ότι αυτό είναι το αποτέλεσμα. Και το φορτώνομαι εγώ. Εσύ μια χαρά είσαι με την αυτολύπησή σου. Ήλπιζα πως, καταγράφοντάς σε, θα γλίτωνα, θα εξατμιζόσουνα, πως θα σε ξόρκιζε το μελάνι μου, πως θα σε έσβηνε απ’ την σκέψη μου, απορροφώντας στο λυτρωτικό του μπλε την εμμονή μου. Φαίνεται πως έκανα λάθος. Θα περιμένω, ωστόσο, λίγο ακόμα. Ίσως η ενέργειά του να είναι βραδυφλεγής.

Σελίδα 8η:

«Ήττα»

Είχαν κερδίσει. Οι άλλοι είχαν κερδίσει. Όλοι οι άλλοι, και οι άλλες. Το μικρό πιόνι είχε ηττηθεί. Σκέφτηκε, λοιπόν, να το γράψει, να την παραδεχθεί εγγράφως την ήττα του, και ύστερα να την δημοσιοποιήσει, να την γνωστοποιήσει σε κάθε ενδιαφερόμενο και ενδιαφερόμενη. Είχαν κερδίσει. Οι άλλοι. Οπότε αυτό είχε χάσει.

Δεν υπήρχε πλέον μέσα του ούτε ίχνος ικμάδας για να παλέψει, να αντισταθεί, να ορθώσει το μικρό έστω ανάστημά του και να δηλώσει την παρουσία του. Δεν ήταν πια ούτε καν ένα μικρό πιόνι που σεβόταν τον εαυτό του και υπολόγιζε την γνώμη των άλλων. Ήταν μια άδεια ξύλινη κατασκευή περιτριγυρισμένη από άλλες φαινομενικά ίδιες ή ανώτερες σε βαθμό, σε δυνατότητες και σε εξουσία, κατασκευή η οποία, όμως, είχε απομείνει απλώς και μόνον αυτό: ένας σκελετός ύπαρξης, όχι μια ύπαρξη καθεαυτήν.

Μόλις τώρα, μάλιστα, – έπρεπε, φαίνεται, να περιέλθει σε αυτήν την κατάσταση της αδράνειας – συνειδητοποιούσε ότι όλες του οι αγωνίες μέχρι τώρα, κάθε του σκληρή πάλη, κάθε διαμαρτυρία και οδύνη ήταν και μία απόδειξη ύπαρξης, ύπαρξης αληθινής, αν και ασπαίρουσας, με ελπίδες, πάντως, επιβίωσης. Κάθε του αντίσταση στους άλλους και στις άλλες ήταν ένδειξη της όχι ακόμα αδρανοποιημένης βούλησής του να συνεχίσει να ζει, έστω και μαζί τους, έστω και κάτω από την σπάθη τους, έστω και κάτω από την μόνιμη απειλή τους.

Αλλά είχε κουραστεί. Έτσι φαίνεται. Ούτε να γράψει άλλο δεν μπορούσε. Το παραδέχτηκε, το έγραψε, τελείωσε. Άφηνε τα άλλα πιόνια και, κυρίως, τους αξιωματικούς, τους ψυχωμένους πύργους, και, βέβαια, τους βασιλιάδες και τις βασίλισσες να συνεχίσουν τις υπόλοιπες παρτίδες. Εκτός τού ότι αυτό ποτέ δεν επρόκειτο να γίνει βασίλισσα – κανείς δεν υπήρχε να το σπρώξει σε μια τέτοια πορεία – από την αρχή είχε ταχθεί να παίζει με τους χαμένους: ήταν το αποτέλεσμα ενός αμείλιχτου γενετικού προγραμματισμού. Ο θαυμαστός, καινούργιος κόσμος δεν έμελλε να το περιλάβει ποτέ στους κόλπους του· ούτε ο παλιός το περιελάμβανε, άλλωστε. Το πιόνι αυτό ήταν ελαττωματικό. Και το ψεγάδι του είχε πια φανερωθεί… και είχε κυριαρχήσει.

 

Το τελευταίο που διάβασε ο Άνθιμος, στην όγδοη και καταληκτική χειρόγραφη σελίδα, ήταν η υπογραφή της. Προς μεγάλη του έκπληξη (και αυτό το συναίσθημα για τον Άνθιμο ήταν από τα πιο ασυνήθιστα) είχε επιλέξει ένα ψευδώνυμο, αν μπορούσε κανείς να το πει έτσι· υπέγραφε ως «Η Κίχλη», συμπληρώνοντας από κάτω εντός παρενθέσεως: που περιμένει να την βρεις στην άλλη γλώσσα.

 

ΙΙΙ

Μετά το τέλος τής ανάγνωσης, εύκολα μπορούσε να παρατηρήσει όποιος τον γνώριζε έστω και λίγο ότι ο Άνθιμος Μαρίνης βρισκόταν σε μία κατάσταση έντονης πνευματικής σύγχυσης και ψυχικής αναταραχής, τέτοιας που ποτέ πριν δεν είχε χαράξει τόσο χαρακτηριστικά το πρόσωπό του. Με μάτια ορθάνοιχτα, όπως τα διάπλατα ανοιγμένα παραθυρόφυλλα, προσπαθούσε να συγκεντρώσει, λες, μπροστά στο οπτικό του πεδίο όσα γνώριζε για την σεφερική Κίχλη, προκειμένου να μπορέσει να ξεδιαλύνει το μυστήριο, διότι προς αυτήν την κατεύθυνση εξελισσόταν, της εξαφάνισης της συντρόφου του. Εκείνο το οποίο στην αρχή είχε θεωρήσει ως απλή, διήμερη ή τριήμερη, έξοδο από την δεινή καθημερινότητα (τις συνήθιζε παρόμοιες, χαριτωμένα απροειδοποίητες “εξόδους” η αγαπημένη του, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι ο Άνθιμος ποτέ δεν της θύμωνε ούτε και την μάλωνε για τίποτε) πρόβαλλε τώρα ως μία “έξοδος” πολύ πιο απειλητική, ως μία “έξοδος” απελπισμένη. Γνώριζε, βέβαια, πολύ καλά την κυκλοθυμικότητά της, αλλά ποτέ δεν φανταζόταν τι έκρυβαν πίσω τους οι μακριές σιωπές της. Ίσως, τελικά, οι επιστημονικές ενασχολήσεις του να τον είχαν απορροφήσει περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Όμως, τώρα, να που αυτές οι ίδιες θα μπορούσαν να του δώσουν και την λύση· ο τρώσας και ιάσεται. Διότι το «Κίχλη» σίγουρα ήταν διαλεγμένο από τον Σεφέρη και όχι από το βασίλειο των πτηνών· η σύντροφός του γνώριζε πως εκείνος δεν συμμεριζόταν την δική της λατρεία και, κυρίως, τις δικές της εξειδικευμένες γνώσεις στην ορνιθολογία. Αλλά, αλίμονο, οι πρώτες πληροφορίες που συγκέντρωνε ο σε υπερδιέγερση ευρισκόμενος νους τού Άνθιμου δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικές: ποντισμένο μικρό καράβι στα νερά του Δασκαλιού, στον Πόρο, «η καρδιά τού Σκορπιού» (του ζωδίου της) που «βασίλεψε», το ζεύγος τού νόστου και του θανάτου. Όχι, όχι, προς Θεού. Δεν μπορούσε να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ξαναγύρισε πυρετικά στις σελίδες της, στην κρυπτική υπογραφή της. Σε ποια άλλη γλώσσα θα την έβρισκε, σε ποια άλλη γλώσσα;

Σηκώθηκε από το γραφείο. Αδύνατον να μείνει καθιστός πια. Αισθάνθηκε επιτακτική την ψυχική ανάγκη να ακουμπήσει στο προσκεφάλι της, στο κρεβάτι τους, να χαϊδέψει τα φασματικά απομεινάρια τής ζεστασιάς της στο σεντόνι. Γιατί, γιατί, γιατί δεν είχε καταλάβει, δεν είχε δει, δεν είχε πιστέψει πόσο υπέφερε; Αυτό το τελευταίο ήταν το πιο σημαντικό: διέφεραν τόσο πολύ στις ψυχικές αντιδράσεις, ώστε δεν μπορούσε στ’ αλήθεια να νοιώσει ο ίδιος το μέγεθος και το βάθος αυτού του πόνου, τον οποίο κάποτε κάποτε του επέτρεπε να δει μέσα από τις χαραμάδες της.

Γυρίζοντας το κεφάλι πάνω στο μαξιλάρι της αισθάνθηκε από κάτω κάτι σκληρό· θα ήταν το βιβλίο που διάβαζε πρόσφατα, εκεί τα τοποθετούσε συνήθως, όταν δεν ήταν ογκώδη. Δεν είχε προλάβει καλά καλά να ξετρυπώσει το παραχωμένο βιβλίο τού Auden, όταν θυμήθηκε! Θυμήθηκε την ερώτησή της για την σχέση τής σεφερικής Κίχλης με την «πολιτεία τής Κίχλης» τού Auden, το «γενναίο καντόνι» που παρέπεμπε από την «Ισπανία» στην ελβετική ισονομία. Ω… Να ήταν αυτός ο νόστος της, λοιπόν; Αυτή η άλλη γλώσσα; Θα την έβρισκε στην άλλη άκρη τής γραμμής, εάν τηλεφωνούσε στο ξενοδοχείο των πιο ξένοιαστων διακοπών τους, πολλά χρόνια πριν; Την Κίχλη, τελικά, την ανέλκυσαν, έστω και συμβολικά…      

Προηγούμενο άρθροΝα μεταχειρίζεσαι τους ίσκιους σαν πράγμα στερεό (του Ευριπίδη Γαραντούδη)
Επόμενο άρθροΧρυσάφι και λάσπη (του Θανάση Μαρκόπουλου)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. πολυ ωραια ολα οσα διαβασα,η ρου.η κορτιζολη,μ αρεσει η ανασκαφη του κ.Φαις.η κυρια Παπαδημα που εχει δημιουργησει ενα κρατος με τον Πεσσοα,ολα προστατευτικα καταφυγια απο τη προσκρουση μου στη πραγματικοτητα.Τωρα ομως φορω την πανοπλια μου για ναβγω εξω στη νεα εβδομαδα.Σας χαιρετω Στελλα Παπαθανασιου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ