Εγχειρίδια αυτοβοήθειας

6
785

Της Κατερίνας Σχινά.Κατερίνα Σχινά

 

 

Το πρώτο εγχειρίδιο αυτοβοήθειας εκδόθηκε στη χώρα μας, αν δεν κάνω λάθος, μεσούσης της δικτατορίας: ήταν οι συμβουλές του Ντέιλ Κάρνεγκι – ενδεχομένως πρωτοπόρου της σύγχρονης συμβουλευτικής που χτύπησε χρυσοφόρο φλέβα διαπιστώνοντας, ήδη από το 1914, την ανασφάλεια του μέσου αμερικανού και την ανάγκη του για περισσότερη αυτοπεποίθηση – για το πώς θα «πετύχουμε στη δουλειά μας και θα χαρούμε τη ζωή μας». Το βιβλιαράκι του είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Βίπερ» και είχε γίνει, για τα μέτρα της εποχής, μπεστ σέλερ: ίσως βέβαια να έφταιγε και η συνωνυμία του συγγραφέα με τον υπερεπιτυχημένο επιχειρηματία Άντριου Κάρνεγκι, τον μεγιστάνα της αμερικανικής χαλυβουργίας, στον οποίο η Αμερική οφείλει ένα Πανεπιστήμιο, ένα Μουσείο, ένα κληροδότημα υπέρ της παγκόσμιας ειρήνης και βέβαια το περίφημο Κάρνεγκι Χολ.  Παρά την επιτυχία, ωστόσο, του Ντέιλ Κάρνεγκι,  τα καθοδηγητικά βιβλία παρέμεναν μικρές, περιθωριακές περιπτώσεις, σε μια εκδοτική αγορά που προχωρούσε με αργά, διστακτικά βήματα.

Τα χρόνια πέρασαν, πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι, η «επιτυχία» προσέλαβε νέο νόημα και η αξία της μετρήθηκε αποκλειστικά με το χρήμα. Ο κόσμος διακρίθηκε σε losers και winners, οι σχέσεις δυσκόλεψαν, οι εργαζόμενοι ανακάλυψαν μια καινούργια λέξη, την «απασχολησιμότητα». Είχε ανατείλει η χρυσή εποχή των γκουρού, «σοφών» που έχουν απαντήσεις για όλα -από τα προϊόντα αδυνατίσματος ώς το «καλό σεξ» και τις δυνατότητες του επιχειρείν: εκεί που ο ένας παροτρύνει τους πελάτες του να πετάνε τις πένες και να εκσφενδονίζουν από το παράθυρο τις καρέκλες ως «συμβολικούς τρόπους» για να απομακρύνουν τα εμπόδια προς την ευτυχία και την εξουσία, ο άλλος αποκαλύπτει στους αναγνώστες του ότι το μυστικό για την ερωτική διαθεσιμότητα ή μη των γυναικών είναι το είδος των εσωρούχων που επιλέγουν να φορέσουν. Στην Αμερική η «αυτοβελτίωση» αποτελεί σήμερα μια βιομηχανία με ετήσιο τζίρο 8,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Οργανώνοντας σεμινάρια με τίτλους «Ραντεβού με το πεπρωμένο» ή «Αποδεσμεύστε την εσωτερική σας δύναμη», οι ενορχηστρωτές αυτού του καινούριου ρεύματος θα μπορούσαν κάλλιστα να προκαλούν το γέλιο, αν δεν ασχολούνταν με τόσο σοβαρά ζητήματα όσο η ψυχική και σωματική υγεία.

Ξεφύλλιζα πρόσφατα το βιβλίο του δημοσιογράφου (και εξαιρετικού μουσικού της τζαζ) Στιβ Σαλέρνο που βασισμένο σε πολύχρονο ρεπορτάζ στα ενδότερα του αμερικανικού κινήματος αυτοβοήθειας (Self-Help and Actualization Movement, τα αρχικά του οποίου δίνουν και τον ιδιαίτερα επιτυχημένο τίτλο του βιβλίου –Sham, τουτέστιν «Παραμύθι» ή, αν θέλετε, «Φενάκη») υποστηρίζει ότι οι γκουρού του κινήματος δεν χειραγωγούν μόνο τους οπαδούς τους, αλλά καθιστούν ολόκληρη την Αμερική ανίσχυρη, μολύνοντας κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, το ρεύμα αυτό βασίζεται σε δύο διαφορετικές φιλοσοφίες – στη θυματοποίηση, από τη μια, στον υπερτονισμό των «δυνάμεων» των συμβουλευομένων, από την άλλη. Η θυματοποίηση διατρανώνει ότι οι ζωές όλων μας είναι κατεστραμμένες και ότι όσοι δεν το αναγνωρίζουν αυτό είναι όντως κατεστραμμένοι. Για ό,τι κακό μας συμβαίνει φταίει κάποιος άλλος, κατά κανόνα οι γονείς μας. Ο υπερτονισμός της «εσωτερικής δύναμης», από την άλλη πλευρά, σχετίζεται με την ιδέα ότι το πνεύμα πάντοτε κατισχύει της ύλης. Αν πιστεύεις ότι θα είσαι «νικητής», τότε θα γίνεις (κορυφαίο παράδειγμα «λογοτεχνικής εκμετάλλευσης» αυτής της αρχής, ο ανεκδιήγητος Κοέλιο). Είτε ενισχυτική, πάντως, είτε θυματοποιητική, η αυτοβοήθεια μάλλον θολώνει την έννοια της πραγματικότητας και κατά τον Σαλέρνο αφήνει μετέωρους και ευάλωτους τους ανθρώπους.

Εκθέτοντας όλες τις στρεβλώσεις της βιομηχανίας της αυτοβοήθειας, ο Σαλέρνο ενδεχομένως αποδίδει υπερβολική εξουσία στους σύγχρονους πωλητές ευτυχίας· ωστόσο, οι διαπιστώσεις του δεν παύουν να είναι εντυπωσιακές. Οι σύγχρονοι γκουρού, γράφει ο Σαλέρνο, έχουν καταφέρει να χειραγωγήσουν πλήρως μεγάλα ακροατήρια και να επιβάλουν τις ιδέες τους στους θεσμούς -από την Ιατρική ώς την Εκπαίδευση. Διακεκριμένοι γιατροί έχουν επιτρέψει στους αρωματοθεραπευτές να εισβάλουν στα νοσοκομεία τους, οι δάσκαλοι διδάσκουν περισσότερο την αυτοεκτίμηση παρά την αλφαβήτα και οι επιτήδειοι κεφαλαιοποιούν τις αδυναμίες και τους φόβους τής εποχής μας. Ακόμη και οι στοχαστές επιστρατεύονται για να λειτουργήσουν ως ηθικά δεκανίκια: χαρακτηριστικό παράδειγμα η χρήση που επιφύλαξε ο δημοσιογράφος Άλαν Πέρσι στον Νίτσε (προτείνοντας, τον πιο βασανισμένο, ίσως, των φιλοσόφων ως δάσκαλο τού «πώς να καταπολεμούμε τις αγωνίες και τους φόβους του σήμερα») στον Όσκαρ Γουάιλντ (από τον οποίο δανείστηκε «99 μαργαριτάρια σοφίας» για να τα μεταπλάσει σε «99 μαθήματα σοφίας για μια ευτυχισμένη ζωή εδώ και τώρα») και στον Χέρμαν Χέσε (το σχετικό βιβλίο δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη στα ελληνικά).

Δεν ξέρω αν πουλιούνται με τον ρυθμό της Αμερικής τα εγχειρίδια αυτοβοήθειας στον τόπο μας· πάντως στην κατηγορία «Συμβουλευτική» της βάσης δεδομένων της Biblionet μετράμε 1280 αποτελέσματα, με τίτλους όπως «Απόλυτη αυτοπεποίθηση», «Η γλώσσα του σώματος στην εργασία και την καριέρα», «Αλλάξτε το μέλλον σας μέσα από τα ανοίγματα του χρόνου», «Μαθήματα ευτυχίας», «101 πράγματα που πρέπει να κάνεις όσο ζεις» και εκατοντάδες ακόμη παραλλαγές τους. Η κρίση ίσως αποτελεί σημαντική παράμετρο αυτής της υπερδιόγκωσης του είδους· και το γεγονός ότι τόσοι άνθρωποι στον κόσμο καταπίνουν τα στερεότυπα των γκουρού με πραγματική δίψα δεν δείχνει παρά την ανυπαρξία άλλων πηγών κοινωνικής στήριξης. Η αυτοβοήθεια είναι μια βιομηχανία στηριγμένη στην απελπισία -την ίδια απελπισία που σπρώχνει μια νεαρή γυναίκα να τηλεφωνεί σε έναν παντελώς άγνωστο τηλεοπτικό αστέρα για να τον ρωτήσει αν πρέπει να εγκαταλείψει ή όχι τον παντρεμένο της φίλο.

Προηγούμενο άρθροΑγγλο-γαλλικά στερεότυπα
Επόμενο άρθροΖαν Ματέρν : «Σιχαίνομαι την επιστροφή στις ρίζες..»

6 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πόσοι άνθρωποι, όπως ακριβώς το λέτε, “καταπίνουν τα στερεότυπα των γκουρού”, και τι ολόκληρη “βιομηχανία στηριγμένη στην απελπισία” έχει στηθεί!
    Στους εγχώριους τίτλους ανήκει και το πρόσφατο βιβλίο “Φαντασία η Μεγάλη Diva. Ελληνική Μέθοδος αυτοβελτίωσης”, η συγγραφέας του οποίου έχει μάλιστα ιδρύσει και σχετική σχολή 8ετούς φοίτησης…

  2. Όταν η βιβλιοκριτική στην Ελλάδα γίνεται όχι από ανθρώπους που έχουν σπουδάσει το αντικείμενο (φιλόλογοι κλπ) αλλά από κάθε “ερασιτέχνη” με άσχετες σπουδές (πολιτικές επιστήμες, οικονομικές, μουσικές κλπ) επειδή έτυχε να αρθρογραφούν σε κάποιες φυλλάδες για χρόνια ιδού τα αποτελέσματα… Αλήθεια με ποια κριτήρια μπορεί ο κάθε άσχετος να γράφει μια κριτική και να προωθεί ένα έργο δηλώνοντας πως είναι βιβλιοκριτικός κι όχι απλά αναγνώστης; Οικονομικά, δημοσιοσχετίστικά; Όντως η συγκεκριμένη κατηγορία βιβλίων είναι “αμερικανιά” σκέτη και υπέρ το δέον πληκτική θα συμφωνήσω.

  3. ΥΓ. Κι επειδή ξέρω πως κάποιοι θα ενοχληθούν σπεύδω να διευκρινίσω πως δεν λέω πως μόνο οι “ειδικοί” έχουν το δικαίωμα να εκφράζουν τη γνώμη τους, απλά δε καταλαβαίνω τα κριτήρια με τα οποία κάποιοι στην Ελλάδα γίνονται βιβλιοκριτικοί και πληρώνονται για να λένε “επαγγελματικά” τη γνώμη τους. Ένας θεατρολόγος μπορεί να γράψει για μία θεατρική παράσταση, ένας μουσικολόγος για μία συναυλία, ένας ιστορικός τέχνης για μία εικαστική έκθεση, ένας αθλητικογράφος για έναν αγώνα κοκ. Με τη λογοτεχνία φαίνεται πως ασχολούνται οι πάντες ως “επαγγελματίες”. Δε θα έπρεπε “επαγγελματικά” πάντα να γράφουν έγκριτοι φιλόλογοι που γνωρίζουν από λογοτεχνία, καθιερωμένοι πανεπιστημιακοί σχετικοί με τη λογοτεχνία, γνωστοί για το έργο τους λογοτέχνες,και έμπειροι στο χώροι εκδότες; Κοινή λογική δεν είναι; Δε το λέω για να προσβάλλω κανέναν απλά μια εύλογη απορία έχω, στην Ελλάδα ό,τι δηλώσεις είσαι; Όλοι έχουμε γνώμη και είναι σεβαστή απλά οι εκδότες όταν πληρώνουν κάποιον για μία βιβλιοκριτική πως προσλαμβάνουν άτομα τόσο άσχετα με το αντικείμενο. Μπορεί κάποιος να λατρεύει την όπερα, να έχει γνώμη για το ανέβασμα κάποιου έργου αλλά ελλείψη σχετικών σπουδών πάνω στην μουσική, φωνητική κλπ μπορούμε να του εμπιστευθούμε μία επίσημη κριτική;

  4. Σωστός ο φίλος…
    Κοίτα προσωπικά δε με νοιάζει τόσο αν έχει ουσιαστική σχέση ο βιβλιοκριτικός με τη λογοτεχνία ή αν έχει σπουδάσει το αντικείμενο,αν και όσα λες είναι σωστά.Μη ξεχνάμε πως ζούμε σε μία χώρα που ο κάθε αναρμόδιος το “παίζει” αρμόδιος και όλοι έχουν γνώμη για τα πάντα. Εγώ εκνευρίζομαι περισσότερο βλέποντας τους ή ακούγοντας τους να εκφέρουν τη γνώμη τους με τόση αλαζονεία και έπαρση, με στόμφο και τελείως αξιωματικά κρίνοντας λες και είναι οι αυθεντίες. Μου θυμίζουν τους δημόσιους υπαλλήλους που επειδή έχουν το κόμπλεξ ότι κατέχουν μια θέση που δικαιωματικά δε τους ανήκει συμπεριφέρονται δεσποτικά στον άμοιρο πολίτη. Χαλαρώστε λίγο… Δε φθάνει που οι μισοί κριτικοί έχουν χρήσει εαυτόν συμπεριφέρονται κιόλας έτσι… Τι να λέμε τώρα… Γνωστά όλα αυτά…

  5. Κάπου διάβασα:

    “Το να γράφει κανείς, είναι λογοτεχνία, και προϋποθέτει δημιουργικό έργο.

    Το να κρίνει κανείς και να αναλύει τα λογοτεχνικά κείμενα (ποίηση ή πεζογραφία) είναι φιλολογία, και αποτελεί έργο επιστημονικό.

    Προηγήθηκε η λογοτεχνία, για να μπορέσει να ακολουθήσει η φιλολογία. πρώτα έγραψαν οι μεγάλοι δημιουργοί και ύστερα ήρθαν οι μελετητές. Μελέτησαν τα κείμενα, εμβάθυναν, σύγκριναν, έβγαλαν συμπεράσματα και διατύπωσαν τους νόμους, πού βρήκαν ότι ισχύουν -στη λογοτεχνική δημιουργία.

    Όταν μάθει κανείς αυτούς τούς νόμους βοηθιέται να κατανοήσει το κείμενο. Όχι όμως και να γίνει λογοτέχνης. Για να γίνει συγγραφέας ή ποιητής, πρέπει, πριν απ’ όλα, να έχει το θείο δώρο τής εμπνεύσεως, το ταλέντο. Μόνο, όταν υπάρχει ταλέντο, βοηθάει και η γνώση των κανόνων. Όταν μάλιστα υπάρχει πολύ ταλέντο, τότε μπορεί και να καταπατήσει τούς υπάρχοντες κανόνες και να καθιερώσει δικούς του.”

    Στην Ελλάδα η λογοτεχνία μονάχα από τη φιλολογία δε κρίνεται…

Γράψτε απάντηση στο Reader Ακύρωση απάντησης

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ