Ένα σπίτι με λογοτεχνική ιστορία – Μέγαρο Γεωργίου Καλλιγά

3
2297
Ο Τσαρούχης στην ταράτσα του Μεγάρου Καλλιγά

του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου.

 

Η «Ελευθερία», από την Κυριακή 6.1.1957, άλλαξε σπίτι. Έφυγε από το Σύνταγμα, από τον αριθμό 4 της οδού Καραγεώργη της Σερβίας, κι επήγε στον αριθμό 16 της λεωφόρου Έλ. Βενιζέλου, σ’ ένα καινούριο πολυώροφο οικοδόμημα. Ήρθε λοιπόν η στιγμή να της πω, της «Ελευθερίας», πως κάθε φορά που ανέβαινα τη σκάλα της γινόμουν κάπου τριάντα πέντε χρόνια νεότερος. Κι ας είταν η σκάλα πια φθαρμένη κι ας έπρεπε να σκαρφαλώσω στο τρίτο πάτωμα, ενώ άλλοτε σταματούσα στο δεύτερο. Άλλωστε, αν δεν γινόμουν τριάντα πέντε χρόνια νεότερος, πώς θα κατόρθωνα, με μιαν ανάσα, ν’ ανέβω; Όταν έφυγε η «Ελευθερία» κι είδα στο μεγάλο εξώστη του σπιτιού κρεμασμένο το αγγελτήριο της κηδείας, αυτή τη σύντομη φράση «πωλούνται τα υλικά κατεδαφίσεως», ένιωσα πολλή θλίψη στην καρδιά μου. Πάει, είπα, δεν θα μείνει κανένα από τα όμορφα σπίτια του περασμένου αιώνα σε τούτη την πολιτεία! Δεν είναι όμορφα όλα τα παλιά σπίτια. Πολλά το εύχεται κανείς να τα γκρεμίσουν. Αλλά συνηθέστατα γκρεμίζουν τα όμορφα. Και το σπίτι της πλατείας του Συντάγματος είχε κάποιον ησυχασμένο πια καιρό απάνω του και μια συμπαθητική αρχοντιά. Το έχτισε ο Παύλος Καλλιγάς, αυτή η ρωμαλέα συνείδηση του νεότερου Ελληνισμού, ο σοφός νομοδιδάσκαλος, ο πολυσχιδής «δημόσιος ανήρ», ο πεζογράφος του «Θάνου Βλέκα», ο ευφυολόγος και χαριτωμένος κοινωνικός άνθρωπος. Ο Παύλος Καλλιγάς γεννήθηκε στα 1814, από μητέρα Σμυρνιά, από πατέρα Κεφαλλωνίτη, που φεύγοντας την τουρκική καταδίωξη, πήγε στην Τεργέστη. Εκεί ο Παύλος Καλλιγάς έμαθε τα εγκύκλια γράμματα. Ύστερα σπούδασε στη Γενεύη, στο Μόναχο, στο Βερολίνο, στη Χαϊδελβέργη. Διαπρεπέστατος μαθητής διαπρεπεστάτου δασκάλου, του Σαβινύ, κατέβηκε στην Ελλάδα με την πρόθεση να προσφέρει, με ειλικρίνεια και τιμιότητα, ό,τι περισσότερο μπορούσε στην οργάνωση του νέου κράτους. Στα 1842, υφηγητής του φυσικού δικαίου στο πανεπιστήμιο, αγοράζει «χωράφιον παρά το παλάτιον» κι αρχίζει να χτίζει το σπίτι του. Όταν έσκαβαν για να ρίξουν τα θεμέλια, βρήκαν στον τόπο εκείνο πολλά αρχαία κομμάτια. Ανάμεσά τους μια πλάκα με την επιγραφή «ΗΟΡΟΣ ΚΗΠΟΥ ΜΟΥΣΩΝ», την πλάκα που είναι τώρα στημένη στο Σύνταγμα, προς το μέρος του καφενείου του Ζαχαράτου. Το σπίτι έμεινε στην πρώτη του μορφή ίσαμε το 1900 περίπου: είχε δυο ορόφους μονάχα κι ο πρώτος όροφος είταν χωρισμένος σε δυο οριζόντια τμήματα, το πρώτο ημιυπόγειο. Ύστερα, ο γιος του Παύλου, ο νομομαθής επίσης Γεώργιος Καλλιγάς, έβαλε τον Τσίλλερ, τον ονομαστό αρχιτέκτονα, να μεγαλώσει το σπίτι. Τότε έγινε ο τρίτος όροφος. Εχτίστηκαν και τα πλάγια τμήματα. Εκεί, όπου βρίσκεται σήμερα το ξενοδοχείο «Μινέρβα», είταν τότε οι στάβλοι του παλιού σπιτιού. Οι στάβλοι αντικαθιστούσαν, εκείνη την εποχή, τα «γκαράζ» των σημερινών σπιτιών. Ο Γεώργιος Καλλιγάς επήρε γυναίκα του τη μια από τις τρεις κόρες  του καθηγητή Ι. Πανταζίδη, την Αιμιλία. Έγιναν τρία αγόρια: ο Παύλος, η μεγάλη προσδοκία του νεοελληνικού δημόσιου βίου, που τον εθρηνήσαμε όλοι στα 1937 νεότατο, ο Γιαννάκης, που πέθανε εφτά χρονών, και ο Μαρής, ο άριστος φίλος, διευθυντής τώρα της Εθνικής Πινακοθήκης. Στο Μαρή Καλλιγά οφείλω μερικές από τις πληροφορίες, που εχρησιμοποίησα παραπάνω. Το σπίτι, με το γάμο του Παύλου, επέρασε στα χέρια της κυρίας Ειρήνης Καλλιγά, το γένος Αντ. Μπενάκη.

eleyueria
Το Μέγαρο Καλλιγά, όταν στεγαζόταν σε αυτό η εφημερίδα “Ελευθερία”. Φωτο : Εμπορική Τράπεζα- αρχείο

Αυτά είναι τα τυπικά ιστορικά. Γιατί υπάρχουν και τ’ άλλα, ο καιρός, η ζωή, το πνεύμα, η όλη ατμόσφαιρα του σπιτιού, που όχι μόνο έμεινε απείραχτη και μετά το θάνατο του συγγραφέα του «Θάνου Βλέκα», αλλά κι ενισχύθηκε με νέα πολύτιμα στοιχεία. Ο Παύλος Καλλιγάς, ο αρχαίος, είταν εκεί η ζωντανή παρουσία. Τα βιβλία του, που έδειχναν την πολυμέρεια του πνεύματός του, τ’ αντικείμενα, που είχε χρησιμοποιήσει, ό,τι αισθητό, ορατό, εκπροσωπούσε την όλη του ενέργεια, εφυλαγόταν με θρησκευτική ευλάβεια. Δεν λησμονώ πως εδιάβασα για πρώτη φορά τον Προκόπιο στο αντίτυπο της βιβλιοθήκης του Παύλου Καλλιγά, στην περιώνυμη έκδοση των βυζαντινών συγγραφέων της Βόννης. Από το σπίτι εκείνο ο Παύλος Καλλιγάς επυροβόλησε κατά την έξωση του Όθωνα. Στα παράθυρά του έφτασε πολλές φορές ο πάταγος των λαϊκών συγκεντρώσεων, από τη μια ή την άλλη αφορμή, που καταπλημμυρούσαν το Σύνταγμα. Ένα μεγάλο τμήμα της νεοελληνικής ιστορίας επέρασε από εκείνο το σπίτι. Και όχι μόνο της πολιτικής. Και της επιστημονικής. Και της λογοτεχνικής. Και γενικότερα της καλλιτεχνικής.

Το καλοκαίρι του 1920 μερικοί νέοι που αγαπούσαν τα γράμματα ή που και οι ίδιοι έγραφαν πεζά και στίχους, αποφάσισαν να βγάλουν ένα περιοδικό, που, χωρίς ν’ αρνιέται τίποτα το αληθινά αξιόλογο από την παράδοση, να μπορεί να εκφράζει το πνεύμα των καιρών. Η συντροφιά είταν πολυπρόσωπη, ανάμεσά της κι ο Παύλος Καλλιγάς, φυσικά ο νεότερος, το περιοδικό το είπαν «Μούσα» και το πρώτο του τεύχος εκυκλοφόρησε τον Αύγουστο. Οι «παλιοί» της εποχής εκείνης αισθάνθηκαν πολλή συμπάθεια προς αυτούς τους νέους, που έρχονταν με σεβασμό και μετριοφροσύνη να ταράξουν κάπως τα κοιμισμένα νερά της πνευματικής μας ζωής. Έτσι στην πρώτη σελίδα του πρώτου τεύχους δημοσιεύονται τέσσερα τετράστιχα του Μαλακάση και στη δεύτερη σελίδα και πέρα ένα διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά, που είταν τότε το μεγάλο «εύρημα» της αφηγηματικής μας πεζογραφίας. Ακολουθούν στο δεύτερο τεύχος δυο ποιήματα του Κωστή Παλαμά κι ένα διήγημα του Παρορίτη. Στο τρίτο τεύχος ο Βλαχογιάννης. Στο τέταρτο πάλι ο Μαλακάσης. Ύστερα πάλι ο Βουτυράς και ο Λάμπρος Πορφύρας και πάλι ο Παλαμάς μ’ εκείνη την ωραιότατη «Βάννα» του και πάει λέοντας ίσαμε το δωδέκατο τεύχος, οπότε, καθώς πολύ ταιριάζει στο πεπρωμένο ενός περιοδικού, η συντροφιά που το εκδίδει, δηλώνει αδυναμία να συνεχίσει την έκδοση και αποκαλύπτει τα ονόματα των προσώπων που την αποτελούν: είναι κι αυτό μια μορφή ηρωισμού! Ας δούμε τα ονόματα: Γρηγόρης Λιβιεράτος, Κώστας Αρβιλλιάς, Νάσος Χρηστίδης, ο μυθιστοριογράφος, Αντίοχος Ευαγγελάτος, ο μαέστρος, Γ.Ρόης (Ροϊλός), ο εφέτης στα μικτά δικαστήρια της Αιγύπτου – όχι βέβαια τότε, ύστερα. Άλλωστε τότε, φοιτητές είταν όλοι, νέα παιδιά.

Αλλά, πριν κυκλοφορήσει το δωδέκατο τεύχος, νέα πρόσωπα έρχονται να ενισχύσουν τη συντροφιά και τυπώνεται βιαστικά ένα ξεχωριστό φύλλο χαρτί και «παρενείρεται» στο τεύχος, μια χαρμόσυνη είδηση: η νέα συντροφιά της «Μούσας», παίρνοντας κι από την παλιά στοιχεία, θα συνεχίσει την έκδοση του περιοδικού, που είχε αφήσει τόσο αγαθή εντύπωση με την πρωτότυπη και τη μεταφραστική εργασία του. Βρίσκεται και ο υποφαινόμενος στη νέα τούτη συντροφιά. Κι ο Παύλος Καλλιγάς ο νεότερος. Τελειώνει κι ο δεύτερος χρόνος. Στον τρίτο χρόνο η συντροφιά έχει περιορισθεί σε τρία πρόσωπα, που γράφουν και το όνομά τους στην προμετωπίδα: το Νάσο Χρηστίδη, τον Π. Γ. Καλλιγά και τον υποφαινόμενο. Βγαίνουν και τα δυο πρώτα τεύχη του τέταρτου χρόνου. Τον Π. Γ. Καλλιγά έχει αντικαταστήσει στην προμετωπίδα ο Μ. Γ. Καλλιγάς. Δυο τεύχη και η «Μούσα» παραδίνεται σ’ άλλη συντροφιά, πολυπρόσωπη: εκεί ο Τέλλος Άγρας, ο Άλκης Θρύλος, ο Πάνος Καραβίας, της «Ελευθερίας» σήμερα, ο Φάνης Μιχαλόπουλος, επίσης της «Ελευθερίας»,  ο Κώστας Ουράνης, ο Τάκης Παπατσώνης, ο Κλ. Παράσχος και άλλοι. Αναγράφονται ιδιοκτήτες ο Κώστας Κροντηράς και ο Θ. Τσολαϊνός. Βγαίνει ένα τεύχος και μόνο και η ιστορία της «Μούσας» τελειώνει. Από τον Αύγουστο του 1921 ίσαμε το Σεπτέμβρη του 1923 τα γραφεία της βρίσκονται σ’ αυτό το σπίτι, που τώρα γκρεμίζεται στο Σύνταγμα. …….

Και μια που το έφερε η περίσταση, καλό θα είναι, νομίζω, να ιδούμε τι έχει προσφέρει αυτή η «Μούσα» στην όλη κίνηση της πνευματικής μας ζωής. Τα χρόνια που καλύπτει η έκδοσή της είναι απ’ τα πιο μεγάλα και τα πιο πικρά του νεότερου ελληνισμού. Είναι τα χρόνια της μικρασιατικής εκστρατείας και της μικρασιατικής συμφοράς. Η «Μούσα» εκφράζει μια λογοτεχνική γενιά, τη γενιά του είκοσι, αυτούς τους νέους ανθρώπους, που εμεγάλωσαν μετά τη σφαγή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και που ένιωσαν έπειτα, πως εκείνη η σφαγή δεν είχε τίποτα ρυθμίσει, δεν είχε δημιουργήσει κανιά δυνατότητα αληθινά ειρηνικού βίου: είχε θρυμματίσει μόνο τον άνθρωπο και τις αιώνιες αξίες του ανθρώπου, μελαγχολική είναι αυτή η γενιά. Επηρεασμένη από το γαλλικό συμβολισμό και τις πρώτες μετασυμβολιστικές σχολές, επηρεασμένη και από τη λυρική πεζογραφία, που είναι, καθώς και ο συμβολισμός, μια πεζογραφία ατμοσφαίρας, ιδού ο Κνουτ Χάμσουν, για να φέρω ένα παράδειγμα, είναι αντιρρητορική και αντιρρομαντική ή, τουλάχιστον, νεορρομαντική, αναζητεί την αβρή και αποσταγμένη έκφραση και αντιμετωπίζει τα φαινόμενα και τα περιστατικά μ’ ένα μορφασμό ανησυχίας, που σιγά-σιγά γίνεται μορφασμός αγωνίας. Η «Μούσα» είναι το περιοδικό, όπου αναπτύσσεται το λυρικό έργο του Τέλλου Άγρα, η προοδευτική απόγνωση του Καρυωτάκη, η λεπτή, φίλη της σιωπής, τέχνη του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, όπου εμφανίζονται μερικά από τα ωραιότερα ποιήματα του Μήτσου Παπανικολάου και αποσπάσματα από τον «Απολλώνιο» του Απ. Μελαχρινού. Η «Μούσα», με πυκνές αναδημοσιεύσεις, προσπαθεί να ευρύνει τον κύκλο επιρροής του Καβάφη, ενός ποιητή, που τότε στην Αθήνα τον παρωδούσαν και με κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο τον εξευτέλιζαν. Και, από την άλλη μεριά, με πολλές και προσεκτικές μεταφράσεις φέρνει τη νεοελληνική πνευματική ζωή σε όσο γίνεται πληρέστερη γνωριμιά με τον άρτιο ξένο λόγο. Ο Κώστας Ουράνης παρουσιάζει τη μεγάλη ποίηση της ιβηρικής χερσονήσου, τους Πορτογάλους, το Ζουάο ντε Μπάρρος, τον Αντέρο ντε Κεντάλ, το Ζουάο ντε Ντέους, ο Λ. Κουκούλας τους βορεινούς, παλιούς και νέους Γερμανούς και Σκανδιναβούς, ο Γ. Σπαταλάς Ιταλούς – και ο Κόκκαλης. Η Αθηνά Σαραντίδη Ρώσους, ο Ν, Νικολαϊδης (ο σατιρικός αργότερα Πολ Νορ) Άγγλους, άλλοι άλλους. Από την «Μούσα» εκείνα τα τριάμιση περίπου χρόνια περνούν όλοι είτε είχαν συντελέσει είτε συντελούσαν το έργο τους τότε είτε και μόνο έδιναν υποσχέσεις. Βέβαια, δεν έλειψαν, καθώς είναι πολύ φυσικό, και τα παραστρατήματα. Αλλά το σύνολο δείχνει πολλή συνείδηση ποιότητας. Γι’ αυτό και το μεγαλύτερο μέρος των τόμων του περιοδικού έχει περάσει ήδη στα βιβλία, καθώς γίνεται τώρα με τη «Ν. Εστία».

Πολλά θα είχε να πει κανείς για τη «Μούσα». Να θυμηθεί, έξαφνα, τη λυρική μάχη ανάμεσα στον Παλαμά, το Βάρναλη και το Μαλακάση. Ο Παλαμάς τύπωσε στη «Μούσα» τον Οκτώβριο του 1922 το μεγάλο του ποίημα «Οι λύκοι». Ο Βάρναλης εθεώρησε ότι ο πατριάρχης τότε των νεοελληνικών γραμμάτων εδυσφημούσε την ιδεολογική του τοποθέτηση και του αποκρίθηκε με το ποίημα «Λευτεριά», όπου ούτε λίγο ούτε πολύ ονόμαζε «μωρό ποιητή» τον Παλαμά. Ο Μαλακάσης, μ’ ένα τρίτο ποίημα, τον «Εξιλασμό», ήρθε να επιτιμήσει τη «βλασφημία» του Βάρναλη και να παίξει το δύσκολο ρόλο του ειρηνοποιού. Να θυμηθεί επίσης, πως το πολύστιχο εκείνο «Τραγούδι των προσφύγων» του Παλαμά πρωτοτυπώθηκε στη «Μούσα». Να θυμηθεί τέλος και το Μπραντές. Ο μεγάλος Δανός κριτικός και φιλόσοφος είχε έρθει το 1922, την άνοιξη, στην Αθήνα. Ηλικιωμένος πια, δύστροπος και αλαζονικός εδημιούργησε μεγάλο πάταγο γύρω του. Ακόμη και για το ξενοδοχείο του παραπονέθηκε, έν’ από τα καλύτερα, ανακοινώνοντας, με ιερή αγανάκτηση, πως τον κατασπάραξαν οι κοριοί! Άνθρωπος δεν μπορούσε να του αποσπάσει χειρόγραφο, ένα αρθράκι, δυο σύντομες φράσεις, έστω. Η κυρία Αιμιλία Καλλιγά τον προσκάλεσε σε γεύμα. Ο Μπραντές δεν μπόρεσε να αρνηθεί. Κι έμεινε τόσο ενθουσιασμένος, ώστε παραχώρησε στη «Μούσα» ένα κείμενο, μια σελίδα, ειδικά γραμμένο γι’ αυτήν γαλλικά με τον τίτλο «Εντυπώσεις ενός περαστικού» και ημερομηνία 13) 26 Μαρτίου 1922. Στο τέλος του άρθρου αυτού, που είναι ένας ύμνος προς την Ελλάδα, παρατηρεί τ’ ακόλουθα: «Η κοινωνία των Αθηνών αιχμαλωτίζει τον ξένο με τα ζωηρότητά της, το σχεδόν παγκόσμιο ενδιαφέρον για όλες τις εκδηλώσεις του πνεύματος των διαφόρων τόπων. Έχει τις αρετές της καλής κοινωνίας μιας μικρής χώρας βαθειά πολιτισμένης, όπως της Ολλανδίας». Ελησμόνησε τους κοριούς! Και καταλήγει: «Όπως ξέρει ο καθένας: ο παγκόσμιος πόλεμος έγινε «για να ασφαλίσει την ελευθερία και την εθνικότητα των μικρών λαών». Δέστε τι έκαμαν οι Δυνάμεις για την Ελλάδα! Την αισθάνεται κανείς να απειλείται από πολλά μέρη. Ευτυχώς που η Πανδώρα, ανοίγοντας τη φρικτή της πυξίδα, άφησε για παρηγοριά την ελπίδα». Τι θλίψη, που είναι και πάλι επίκαιρο τούτο το κείμενο!

Το σπίτι που γκρεμίζεται μ’ έφερε πίσω τριάντα πέντε χρόνια. Για την αιωνιότητα, βέβαια, δεν είναι τίποτε. Αλλά για μια ανθρώπινη ζωούλα είναι η ίδια η αιωνιότητα.

1957

(Επιμέλεια: Λίλα Κονομάρα)

kalligas2
Δεύτερο δεξιά το κτήριο Καλλιγά

 

Προηγούμενο άρθροΟ γλάρος
Επόμενο άρθροΒ. Χριστόπουλος: το κράτος και ο πολιτισμός

3 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Το κείμενο είναι πραγματικά υπέροχο. Αυτό που πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου, όταν οι εξωτερικές συνθήκες – όπως η κατεδάφιση ενός αγαπημένου κτηρίου στην συγκεκριμένη περίπτωση – μας προβληματίζουν ή μας στενοχωρούν, είναι ότι όλα όσα ζήσαμε εντός του υπήρξαν ανεπανάληπτα και θα μας συντροφεύουν πάντα. Η μνήμη είναι πιο έντονη από την ίδια την παρουσία. Οι όμορφες στιγμές είναι εκείνες που με τη θύμησή τους μας ενδυναμώνουν, έστω και αν το παρόν προσπαθεί να μας αποσπάσει βίαια από αυτές.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ