Π. Μ. Ζερβὸς.
(Με την ευκαιρία της εκδήλωσης για το φανταστικό μερικὲς σκέψεις γιὰ τὸν ἐφιαλτικὸ τόπο στὴν νεοελληνικὴ λογοτεχνία – ἀναφορὰ στὸ παράδειγμα τοῦ Δημοσθένη Βουτυρᾶ).
1
Ἀγαπᾶμε ἢ μισοῦμε ἕναν τόπο λόγῳ τοῦ φυσικοῦ ἢ τεχνητοῦ περιβάλλοντος (ὕπαιθρο ἢ πόλη, ἀντίστοιχα) σὲ συνάρτηση μὲ τοὺς κατοίκους του. Μιὰ ἄσχημη πόλη μπορεῖ νὰ γίνει ὑποφερτὴ χάριν τῶν γειτόνων καὶ μιὰ εἰδυλλιακὴ τοποθεσία μπορεῖ νὰ μεταμορφωθεῖ σὲ κολαστήριο ἐξ αἰτίας τους…
Ἂν αὐτὴ ἡ ἀλληλεπίδραση συμβαίνει στὴν πραγματικὴ ζωή, τότε εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀπουσιάζει στὴν λογοτεχνία· ἐπειδὴ ἡ λογοτεχνία εἶναι κατὰ βάσιν ἀνθρωποκεντρική: διαβάζουμε ἱστορίες ἀνθρώπων. Ἀκόμη καὶ στὴν ταξιδιωτικὴ λογοτεχνία, ὅταν περιγράφονται ἁπλῶς κτήρια, ρυμοτομίες, πάρκα, ἔργα τέχνης, στὴν πραγματικότητα, μέσῳ αὐτῶν τῶν περιγραφῶν, μαθαίνουμε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔζησαν, ἔδρασαν καὶ δημιούργησαν σ’ ἕναν τόπο, καθὼς καὶ γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντίστοιχα ἐπηρεάστηκαν ἀπ’ αὐτόν.
Ὥστε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄποψη, ἡ τοπιογραφία εἶναι κάποιου εἴδους ἠθογραφία.
Ἡ πόλη ἢ τὸ χωριὸ κατέχουν δεσπόζουσα θέση στὴν λογοτεχνία. Ὁ λόγος αὐτονόητος: ὁ χῶρος, συνάμα μὲ τὸν χρόνο, ἀποτελοῦν τὰ σημεῖα ἀναφορᾶς γιὰ τὴν ἀφήγηση· χωρὶς αὐτὰ δὲν νοεῖται ἀφήγηση, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ὁριοθέτηση καὶ σκιαγράφηση τῶν χαρακτήρων. Δὲν ἔχει σημασία ἂν πρόκειται γιὰ ὑπαρκτὴ ἢ ἐπινοημένη τοποθεσία· ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχει μιὰ στοιχειώδης ἀναφορά. Ἀκόμη καὶ στὶς περιπτώσεις πεζογραφημάτων ποὺ δὲν τοποθετοῦνται σὲ συγκεκριμένα χωρο-χρονικὰ πλαίσια (αὐτὸ ποὺ λέμε ἄ-τοπο καὶ ἄ-χρονο), στὴν πραγματικότητα ἀποσιωποῦνται τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ θὰ παρέπεμπαν τὸν ἀναγνώστη σὲ συγκεκριμένες χῶρες καὶ ἱστορικὲς περιόδους.
Ἀγαπᾶμε ἢ μισοῦμε ἕναν τόπο. Καὶ θέλουμε νὰ τὸ ποῦμε καὶ στοὺς ἄλλους. Θέλουμε, ἐπίσης, νὰ μοιραστοῦμε μαζί τους τοὺς λόγους γιὰ αὐτὰ τὰ συναισθήματά μας.
2
Ὁ τόπος, ὅπως ἀναφέρθηκε, εἶναι ἀπαραίτητος στὴν λογοτεχνία. Ὁ τρόπος παρουσίασής του εἶναι ἄλλοτε θετικός, ἄλλοτε ἀρνητικὸς καὶ κάποιες φορὲς ἐνέχει κάτι τὸ ὀνειρικό.
Ἐδῶ θὰ μᾶς ἀπασχολήσει μιὰ συγκεκριμένη ἰδιότητά του: αὐτὴ τοῦ ἐφιαλτικοῦ – ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, τοῦ τοπίου ποὺ στέκει ἀπειλητικά, μοχθηρὰ καὶ ἐκδικητικὰ/τιμωρητικὰ ἀπέναντι στὸν ἄνθρωπο.
Ὅπως ἀκριβῶς καὶ στὴν γενικότερη χρήση του στὴν λογοτεχνία, ἔτσι καὶ ὁ ἐφιαλτικὸς τόπος συνήθως λειτουργεῖ ὡς τὸ σκηνικὸ ἐκδίπλωσης τῆς ἱστορίας. Ἡ παλαιότερη ἀναφορά, χιλιοειπωμένη καὶ πασίγνωστη, ἂν καὶ ἐξαιρετικὰ σύντομη, προέρχεται ἀπὸ τὸν Ὅμηρο καὶ ἀφορᾶ τὴν χώρα τῶν Κιμμερίων, ὅπου τοποθετεῖται ὁ Ἅδης – τόπος ἀνήλιαγος, ζοφερός, ὅπως ἁρμόζει στὸν τόπο τῶν νεκρῶν, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ φῶς τοῦ τόπου τῶν θνητῶν καὶ πλασμάτων τοῦ μύθου.
Τὴν παρακαταθήκη αὐτὴ τοῦ Ὁμήρου γιὰ τὸν ζοφερὸ τόπο χρησιμοποίησαν οἱ Νεοέλληνες συγγραφεῖς, ἀνάλογα μὲ τὴν περίσταση κι ἀνάλογα μὲ τὴν ἰδέα ποὺ ζητοῦσαν νὰ μεταδώσουν. Συχνά, ἡ περιγραφὴ ἑνὸς ἐφιαλτικοῦ τοπίου ὑπογραμμίζει τὴν ἐνοχὴ καὶ τὶς τύψεις τοῦ ἀνθρώπου ποὺ διέπραξε ἁμάρτημα, ὕβρι, ἀκόμη καὶ φόνο. Τότε τὸ τοπίο ἀποκτᾶ αὐτοσυνειδησία καὶ καταδιώκει ἢ ἐπιζητᾶ νὰ τιμωρήσει τὸν ἔνοχο.
«Κάτω εἰς τὸ Κακόρρεμα, χαμηλὰ εἰς τὸ βάθος, σιμὰ εἰς τὴν Σκοτεινὴν Σπηλιάν, οἱ λίθοι ἐχόρευον δαιμονικὸν χορὸν τὴν νύκτα. Ἀνωρθοῦντο, ὡς ἔμψυχοι, καὶ κατεδίωκον τὴν Φραγκογιαννού, καὶ τὴν ἐλιθοβόλουν, ὡς νὰ ἐσφενδονίζοντο ἀπὸ ἀοράτους τιμωροὺς χεῖρας.»[1]
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸ ἀνατριχιαστικὸ παιδικὸ ποίημα τοῦ Ζαχαρία Παπαντωνίου Ἡ κατάρα τοῦ πεύκου[2]: ὁ νεαρὸς Γιάννης, ἀφοῦ κόβει ἀναίτια τὸ πεῦκο, μένει ἐγκλωβισμένος μέσα στὸ δάσος γιὰ χρόνια, μέχρι ποὺ πεθαίνει ἀπὸ τὴν πείνα, τὴν δίψα καὶ τὴν κούραση μόνος, ἀβοήθητος κι ἀπελπισμένος. Αὐτὸ γίνεται ἐπειδὴ ἡ φύση καὶ ὁ τόπος ἀρνοῦνται νὰ συγκαλύψουν τὸν ἔνοχο· ἡ ἀνομία κι ἡ ἀδικία δὲν πρέπει, γιὰ λόγους ἠθικῆς τάξης, οὔτε νὰ συγκαλυφθοῦν οὔτε νὰ μείνουν ἀτιμώρητες[3].
Ὁ ἀνιμισμὸς τοῦ τοπίου ἀποτελεῖ ἀπομεινάρι τῆς λατρείας τῆς ζωντανῆς φύσης ἀπ’ τοὺς πρωτόγονους ἀνθρώπους κι ἀπ’ τοὺς παγανιστές· ἴσως γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, ὅπως διαπιστώνεται στὰ παραπάνω παραδείγματα, οἱ συγγραφεῖς νὰ προσδίδουν αὐτὴν τὴν ἰδιότητα στὴν ὕπαιθρο.
Τί γίνεται ὅμως στὴν περίπτωση τοῦ ἀστικοῦ τοπίου; Ἐδῶ τὰ πράγματα φαίνεται νὰ διαφέρουν ἀρκετά. Ἡ πόλη, ἀπομακρυσμένη ἀπ’ τὴν φύση, δὲν προσφέρεται γιὰ ἀνιμισμό. Ἡ ἐκλογίκευση τῶν φόβων ἀντιτίθεται στὴν δεισιδαιμονία. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐπιτέλους ξεφύγει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς εὐπιστίας. Εἶναι ὅμως ἔτσι;
Ἡ πόλη γίνεται ἀσφυκτικὴ ὅταν τὰ πάντα γύρω μας μᾶς ὑπενθυμίζουν τὰ ἄγχη καὶ τοὺς προσωπικούς μας φόβους. «Ὅσο γρηγορότερα φύγω ἀπό αὐτή τήν πόλη, τόσο τό καλύτερο» σκέφτεται ἡ Μαρίνα στὴν Μεγάλη Χίμαιρα τοῦ Μ. Καραγάτση[4]. Ὁ Κονδυλάκης, ἀπ’ τὴν πλευρά του, μᾶς περιγράφει πῶς ἕνας μαῦρος γάτος, στὸ ὁμότιτλο διήγημά του[5], ἀκολουθεῖ σὲ κάθε σημεῖο τῆς Ἀθήνας τὸν παρανοϊκὸ Παῦλο μέχρι ποὺ τὸν ὁδηγεῖ στὴν αὐτοκτονία. Καὶ ὁ Κωνσταντῖνος Χρηστομάνος, στὴν Κερένια Κούκλα του, περιγράφει μὲ ζωηρὰ χρώματα τὴν ὄμορφη, ἐκείνη τὴν ἐποχή, Ἀθήνα, πῶς ἀνθίζουν τὰ λουλούδια, πῶς ζωντανεύει ἡ πλάση, ἴσα γιὰ νὰ κάνει πιὸ ἔντονη τὴν ἀντίθεση μὲ τὴν κατάρα ποὺ κουβαλᾶ ἡ Λιόλια καὶ μὲ τὴν φαρμακογλωσσιὰ τῶν γειτονισσῶν.
Ἡ τρέλα, ἡ ἐνοχή, ὁ φόβος, λοιπόν, γίνονται μέρος τῆς πόλης. Οἱ βασανισμένοι χαρακτῆρες πνίγονται, δὲν μποροῦν ν’ ἀνασάνουν καὶ νὰ λυτρωθοῦν. Εἴτε φτωχικὰ σπίτια (Κερένια κούκλα) εἴτε ἀστικὰ (Μεγάλη Χίμαιρα) εἴτε, πάλι, πολυσύχναστοι δρόμοι (Μαῦρος γάτος) –εἴτε ὀμορφιὰ εἴτε ἀσχήμια, δηλαδή–, ὅπως καὶ νά ’χει, ἡ πόλη μεταμορφώνεται σὲ φυλακή, σὲ ἐφιάλτη, ἐπειδὴ καθρεφτίζει τὶς νοσηρὲς σκέψεις τῶν κατοίκων της.
Τὰ πιὸ πάνω παραδείγματα καταδεικνύουν, κατὰ τὴν γνώμη μου, μὲ δυὸ λόγια τὴν ἑξῆς διαπίστωση: τὸ τοπίο γίνεται ἐφιαλτικό, ἐπειδὴ συμμαχεῖ μὲ τὴν θεία δίκη στὴν τιμωρία τοῦ ὑβριστῆ (ἀνιμισμός) ἢ ἐπειδὴ ὁ βασανισμένος προσδίδει στὸν τόπο τὴν ἰδιότητα τοῦ ἐφιαλτικοῦ (μεταφορά).
3
Μέσα στὴν νεοελληνικὴ λογοτεχνία, ὁ Δημοσθένης Βουτυρᾶς ἀποτελεῖ μιὰ ἰδιάζουσα, ξεχωριστὴ περίπτωση. Ἐν προκειμένῳ, τὸ τοπίο διαδραματίζει στὸ ἔργο του ἰδιαίτερο ρόλο. Ἐντασσόμενο στὴν θεματολογία τοῦ πεζογράφου (περιγραφὴ τῶν περιθωριακῶν ὁμάδων τῆς Ἀθήνας καὶ τοῦ Πειραιᾶ, δηλαδὴ μέσα στὸ ἀστικὸ περιβάλλον) καὶ στὸ μελαγχολικό, συχνά δε καταθλιπτικὸ ὕφος, τὸ ἄστυ (καὶ κατὰ προέκταση ὁ τόπος) δὲν θὰ μποροῦσε παρὰ νὰ εἶναι ζοφερό.
Ἀντίθετα μὲ τοὺς περισσότερους Ἕλληνες συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐνέταξαν τὸ τοπίο μὲ τοὺς τρόπους ποὺ περιγράφτηκαν, ὁ Βουτυρᾶς φαίνεται πὼς τὸ χρησιμοποίησε μὲ πρόθεση, πὼς θέλησε πραγματικὰ νὰ μιλήσει γι’ αὐτόν, εἴτε δανειζόμενος στοιχεῖα τοῦ νατουραλισμοῦ εἴτε παίζοντας μὲ τὴν ἰδέα τοῦ ἀνιμισμοῦ, προκειμένου νὰ ἐνισχύσει τὴν (πολιτικὴ κατὰ βάσιν) ἀλληγορία.
Πρῶτο παράδειγμα, τὸ διήγημα Τόπος ψυχῶν[6]. Ὁ ἀφηγητής, πηγαίνοντας σὲ κάποιο χωριό, μαθαίνει ἀπὸ τὸν συνοδοιπόρο του τὴν ἱστορία ἑνὸς ἐρειπωμένου χωριοῦ ποὺ συναντοῦν στὴν διαδρομή τους: ἕνας μπέης, τὸν καιρὸ τῆς τουρκοκρατίας, εἶχε χτίσει ἐκεῖνο τὸ χωριό. «Εἶναι μελαγχολικό –εἶναι ἡ ἀλήθεια– μέρος, ἄλλά ἔτσι ἴσως θά ’τανε κι ἡ ψυχή αὐτουνοῦ τοῦ Τούρκου». Ξαφνικά, χωρὶς κάποια φανερὴ αἰτία, τὸ ἀφήνει καὶ φεύγει. Ἔρχονται ἀργότερα Ἕλληνες χωρικοὶ καὶ τὸ ἐποικίζουν. Θαρροῦν πὼς κάποιος ἅγιος προστάτευε τὸν τόπο κι εἶχε κάνει τοὺς Τούρκους νὰ φύγουν. Ὅμως, σ’ αὐτὴν τὴν εὐτυχία κάτι παραμονεύει: εἶναι ἡ καμπάνα τῆς ἐκκλησίας ποὺ χτυπᾶ μόνη της, λίγους χτύπους καὶ πένθιμους. Καί, σὰν νὰ μὴν ἀρκεῖ αὐτό, φαντάσματα πλανῶνται στοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ ὅταν νυχτώνει. «Καί ὅλοι, ὅλοι σιγά σιγά εἴχανε βρεθεῖ νά δοῦνε κάποιον δικό τους, συγγενή ἤ φίλο, πού ἤτανε ἀπό χρόνια πεθαμένος νά γυρίζει ἐκεῖ!… Κι ὅταν τόν βλέπανε, λησμονοῦσαν τό μέρος πού βρισκόντουσαν καί νομίζανε ὅτι ἤτανε στό μέρος πού τόν εἴχανε γνωρίσει καί ὅπου ἤτανε θαμμένος αὐτός!…» Ὁ ἀφηγητὴς πηγαίνει νύχτα μὲ τὸ ζῶο του στὸ καταραμένο χωριό, δῆθεν γιὰ νὰ γκρεμίσει τὴν εὐπιστία τοῦ φίλου του καὶ τῶν χωρικῶν. Ἀλλὰ ὄχι, δὲν εἶναι γι’ αὐτό: «Ἤθελα ἔτσι νά τό δῶ, νά τό δῶ τή νύχτα, τή βαθιά νύχτα, νά περπατήσω στούς ἔρημους δρόμους του, νά προσκαλέσω τά φαντάσματα καί νά αἰσθανθῶ τόν τρόμο», ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος.
Ἡ διαστροφὴ τοῦ ἀφηγητῆ, ποὺ μᾶς θυμίζει διηγήματα τοῦ Ἔντγκαρ Ἄλλαν Πόου, ἐδῶ προσλαμβάνει μιὰν ἄλλη ἑρμηνεία, πολὺ πέραν τῆς ψυχαναλυτικῆς. Μὲ πρόσχημα καὶ τεχνοτροπία στὰ καθ’ ἡμᾶς τῆς γοτθικῆς λογοτεχνίας, ὁ Βουτυρᾶς μιλᾶ γιὰ τὴν διαρκῆ διάψευση τῶν ὀνείρων τῆς ἐργατικῆς τάξης (μέσα στὴν φαινομενικὴ εὐτυχία, ἐκεῖ ποὺ πᾶνε νὰ ὀρθοποδήσουν οἱ χωρικοί, ἐμφιλοχωρεῖ ὁ τρόμος)· καὶ ἡ ξεκάθαρη μεταφυσικὴ λύση (ἡ ἐπιβεβαίωση τοῦ θρύλου) ταὐτόχρονα ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀνημπόρια τοῦ φτωχοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον μιᾶς ἄλλης, ἀνώτερης ἀπ’ αὐτόν, δύναμης.
Τὸ κοινωνικὸ-πολιτικὸ σχόλιο γίνεται πιὸ ἐμφανὲς στὸ διήγημά του Ἡ πόλη τῆς κατάρας[7], ὅπου ὁ ἀφηγητὴς πηγαίνει σὲ μιὰ πόλη γιὰ νὰ συναντήσει κάποιους γνωστούς του. Τοὺς βρίσκει ὅλους, μὰ ὅλοι εἶναι γερασμένοι πρὸ τῆς ὥρας τους. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ κάθε κάτοικο ποὺ συναντᾶ – ἀκόμη καὶ τὰ παιδιὰ μοιάζουν σὰν νὰ γεννήθηκαν γέροι. Κι ὅλοι τους ἔχουν τὴν μυρωδιὰ τοῦ τάφου. Ὁ ἀφηγητὴς προειδοποιεῖται νὰ φύγει ἀμέσως ἀπ’ αὐτὴν τὴν πόλη προτοῦ μολυνθεῖ ἀπ’ τὴν ἀρρώστια της. «Ἔτσι μοῦ ’πε, ἀλλ’ ἐγώ δέν τόν ἄκουσα, συρμένος ἀπό κάποιο κέρδος», λέει. Δὲν φεύγει, λοιπόν, καὶ μένει ἐγκλωβισμένος κι αἰχμάλωτος στὴν πόλη, μὲ τὴν μυρωδιὰ τοῦ ἀνοιγμένου τάφου νὰ πλανᾶται στὸν ἀέρα.
Ἡ πόλη, σ’ αὐτὸ τὸ διήγημα, εἶναι ἀναμφισβήτητα ὁ πρωταγωνιστής, ὄχι ὁ ἀφηγητής. Ὁ τελευταῖος δὲν εἶναι παρὰ ἕνας παρατηρητής, ποὺ ὅμως, δελεασμένος ἀπὸ κάποιο κέρδος (λέξη-κλειδὶ γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ἱστορίας), πέφτει στὴν παγίδα της. Πολὺ λίγες ἱστορίες ἔχουν γραφεῖ μ’ αὐτὸ τὸ θέμα καί, ἐξ ὅσων γνωρίζω, καμμία μὲ τόση ἰσχύ, μὲ τόσο βαθὺ τρόμο. Μὰ ὁ τρόμος εἶναι ἔντονος ἐπειδὴ ἡ πόλη εἶναι μιὰ ἀλληγορία γιὰ τὴν δαιμόνια μηχανὴ ποὺ ἀπειλεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ γίνουν ζωντανοὶ-νεκροί, ἄψυχοι, ἄβουλοι, νὰ σέρνονται δεξιὰ κι ἀριστερὰ χωρὶς προσδοκία καὶ χωρὶς μέλλον. Γιατὶ τὸ μόνο μέλλον ποὺ περιμένει τοὺς ἀνένταχτους, τοὺς περιθωριακοὺς καὶ τοὺς φτωχοὺς εἶναι ὁ ζόφος, ἡ ἀπελπισία καὶ ὁ θάνατος.
Πιὸ ὑπαινικτική, κι ὡστόσο πιὸ βαθειὰ σὲ ἰδέες καὶ συναισθήματα, εἶναι τὸ τρίτο παράδειγμα: Ξωτικὸ ἐργαστήρι[8]. Ὁ Βουτυρᾶς, μὲ ἀφορμὴ τὸ γκρέμισμα τοῦ παληοῦ νεκροταφείου στὸν Ἅγιο Διονύσιο τοῦ Πειραιᾶ, στὸ ὁποῖο ὑπῆρξε αὐτόπτης μάρτυρας, καὶ τὴν μεταφορά του στὸ Νεκροταφεῖο Ἀναστάσεως τὸ 1909, ἔγραψε ἕνα χρονικό, μὲ στοιχεῖα λογοτεχνικά. Ὅλο τὸ κείμενο εἶναι μιὰ περιγραφὴ τοῦ γκρεμίσματος τοῦ νεκροταφείου καὶ ἕνα σχόλιο ἀφ’ ἑνὸς στὴν προσωρινότητα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καὶ ταὐτόχρονα ἕνα σχόλιο ἠθογραφικὸ γιὰ τὶς ταφικὲς συνήθειες. Ὡστόσο, πέραν αὐτῶν τῶν ἐξωτερικῶν περιγραφῶν, ὁ συγγραφέας παίρνει τὴν εὐκαιρία νὰ ἀναστοχαστεῖ γιὰ τὴν ἴδια τὴν πόλη καὶ τὴν μοῖρα τῶν κατοίκων της.
Τὸ διήγημα καταλήγει ὡς ἑξῆς:
«Σταμάτησα στήν ἔξοδο καί κεῖ ἔμαθα τί συνέβαινε καί γιατί ἦταν ὅλα πάνω κάτω. Τό νεκροταφεῖο εἶχε πάψει νά θάφτει καί πήγαιναν ἀλλοῦ, σ’ ἕνα νέο!… Τ’ ἀγορασμένα μνήματα θά τά πήγαιναν ἐκεῖ!…
»Δέν ξέρω πῶς μοῦ φάνηκε τότε.
»Τό νεκροταφεῖο αὐτό, τό ἀφημένο, τό παρατημένο, μοῦ φάνηκε σάν ξωτικό ἐργοστάσιο, πού ἀφῆκαν ἔρημο οἱ ξωτικοί ἐργάτες του, καί πῆγαν ἀλλοῦ, ἐργοστάσιο πού ἀπό χρόνια πολλά ρουφοῦσε τή μεγάλη πολυθόρυβη πόλη, πού ἀκουγότανε νά διασκεδάζει ἀμέριμνη, καί πού ἡ ἐργασία του ἡ τελειωμένη ἦταν οἱ σωροί τῶν κοκάλων!…
»Ἔφυγα γρήγορα πρός τήν πόλη, πού πάλι ὁ θόρυβος τῆς μουσικῆς της ἦρθε σβηστός-σβηστός ἴσαμε κεῖ».
Τὸ νεκροταφεῖο-ἐργοστάσιο ποὺ ρουφοῦσε τὴν μεγάλη πολυθόρυβη πόλη, ποὺ ἡ ἐργασία του ἡ τελειωμένη ἦταν οἱ σωροὶ τῶν κοκάλων: σ’ αὐτὲς τὶς λίγες ἀράδες συνοψίζεται ἡ ἰδεολογικὴ τοποθέτηση τοῦ συγγραφέα. Ἀφοῦ ἡ πόλη, ἄτεγκτη, ἄσπλαγχνη, ἀπάνθρωπη, ξεζουμίσει τοὺς ἀνθρώπους της, ἔρχεται ἡ σειρὰ τοῦ νεκροταφείου νὰ καταβροχθίσει καὶ τὰ κόκαλά τους, νὰ μὴ μείνει τίποτα.
Οἱ ἥρωες τοῦ Βουτυρᾶ θέλουν ἀπεγνωσμένα νὰ ξεφύγουν ἀπ’ αὐτὴν τὴν μεγάλη φυλακὴ τοῦ τόπου, ἀλλὰ δὲν μποροῦν· κάποια ἀνώτερη δύναμη τοὺς κρατᾶ δέσμιους, μέσα στὴν φρίκη καὶ τὴν ἀπελπισία. Γιὰ λίγο δελεάζονται, ξεγελιῶνται. Ὥσπου ἔρχεται ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἀνημπόριας τους –μεγαλύτερη φρίκη αὐτή– καὶ τοὺς καταβροχθίζει.
Γιὰ τὸν Βουτυρᾶ, ἑπομένως, ἡ πόλη γίνεται ὁ συμβολισμὸς τῆς κοινωνικο-πολιτικῆς κατάστασης ποὺ ἐκμεταλλεύεται τὸν ἄνθρωπο (ἐν προκειμένῳ τὸν ἀπόκληρο καὶ φτωχό) μέχρι τὴν ἐκμηδένισή του, ἐνῶ τὸ ἀπαισιόδοξο τέλος τῶν διηγημάτων του δὲν προσφέρεται γιὰ διέξοδο ἢ λύση.
Ὁ δυσ-τόπος, τὸ ἐφιαλτικὸ τοπίο, παρ’ ὅλο ποὺ ἔχει πολλὲς συμπαραδηλώσεις, δὲν ἔχει ἐρευνηθεῖ ἀρκετὰ στὴν γενικὴ λογοτεχνία, μὲ ἐξαίρεση ἴσως τὸ παράδειγμα τοῦ Βουτυρᾶ. Ἤ, γιὰ νὰ εἴμαστε πιὸ ἀκριβεῖς, οἱ συγγραφεῖς δὲν τὸν ἐκμεταλλεύτηκαν θεματικὰ καὶ μὲ βασικὴ πρόθεση νὰ μιλήσουν γι’ αὐτόν. Πιὸ ἔντονη εἶναι ἡ παρουσία του στὰ δυστοπικὰ κείμενα ποὺ ἀνήκουν στὸ γένος τῆς ἐπιστημονικῆς φαντασίας ἢ τοῦ φουτουρισμοῦ, μολονότι κι ἐκεῖ ἡ ἰδιότητά του εἶναι τὸ σκηνικὸ ἢ ἡ ὑπογράμμιση ἑνὸς ζοφεροῦ μέλλοντος. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἕνα πεδίο μὲ τὸν ὁποῖο δὲν εἶμαι ἐπαρκῶς ἐξοικειωμένος.
Πειραιᾶς, Μάρτιος 2015
Ὁ Π. Μ. Ζερβὸς γεννήθηκε τὸ 1972. Ζεῖ κι ἐργάζεται στὸν Πειραιᾶ. Ἔχει ἐκδώσει ἕνα μυθιστόρημα (Ἀνάμεσα, Biblio Ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2007). Κείμενά του (διηγήματα καὶ δοκίμια γιὰ τὴν πεζογραφία Φρίκης) ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ περιοδικά (Φαρφουλᾶς, Ὁδὸς Πανός) κι ἔχει συμμετάσχει σὲ ἀνθολογίες διηγημάτων (Θρύλοι τοῦ Σύμπαντος, ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ· Γράψε-Σβῆσε, μοῦ πήδηξες τὴν ἰδέα, ΦΑΡΦΟΥΛΑΣ· Πειραιᾶς: Ἀνθολόγιο ἀφηγήσεων, ΤΣΑΜΑΝΤΑΚΗ). Ἔχει ἐπιμεληθεῖ βιβλία (Βοῦρλα-Τρούμπα, Βασίλης Πισιμίσης, ΤΣΑΜΑΝΤΑΚΗ· Ἐκ δήμου Μέσσης ὁρμώμενος, Παναγιώτης Μπάιζος, Αὐτοέκδοση). Εἶναι μέλος τῆς Λέσχης Δημιουργικῆς Γραφῆς Γομολάστιχα. Τώρα ἔχει ἕτοιμο τὸ δεύτερο μυθιστόρημά του μὲ τὸν τίτλο Διάβρωση, ποὺ ἀναζητᾶ ἐκδότη.
[1] Ἡ Φόνισσα, Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στὸν ἱστότοπο: http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/334-03-43-h-fonissa-1903
[2] http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/papantwniou_peukos.html
[3] Πρβλ. «… η γη δε θέλει να κρύψει την αλήθεια. Ξεσκεπάζει το αίμα. Δεν το πίνει. Δεν το απορροφά. Το αίμα πέφτει σε αδιάβροχο πέτρωμα» στὸ Αἷμα: Μύθοι, Σύμβολα καὶ Πραγματικότητα, Jean-Paul Roux, ΛΙΒΑΝΗΣ, Ἀθήνα 1998, σελ. 172
[4] Ἡ Μεγάλη Χίμαιρα, ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ, Ἀθήνα 2006 (37η ἔκδοση), σελ. 55-56
[5] Ὁ μαῦρος γάτος καὶ ἄλλες ἱστορίες, Ἰωάννης Κονδυλάκης, ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ (σειρά: Μικρὰ τσέπης), Ἀθήνα 1996, σελ. 7 κ.ἑ.
[6] Ἅπαντα, τόμος Β, Δημοσθένης Βουτυρᾶς, ΔΕΛΦΙΝΙ, Ἀθήνα 1999, σελ. 42 κ.ἑ.
[7] Ὅ.π., σελ. 78 κ.ἑ.
[8] Ξωτικὸ ἐργαστήρι, Δημ. Βουτυρᾶς, στὸ Πειραιᾶς: ἀνθολόγιο ἀφηγήσεων, ΤΣΑΜΑΝΤΑΚΗ, Πειραιᾶς 2009, σελ. 150-151.
Εξαιρετικό άρθρο.