Αγγέλα Καστρινάκη.
Τρεῖς μέρες πρὶν ἀπὸ τὴ μεγάλη ἀναμέτρηση [τῶν ἐκλογῶν τοῦ 1977], ἕνα βράδυ, καθὼς ἡ Εἰρήνη γυρνοῦσε ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ ἐργοτάξιο τῆς Συμμαχίας μὲς στὴ στοά, συνέβη τὸ μεγάλο γεγονός. Ἔφτασε σπίτι της πανηγυρίζοντας. Στὸ ἡμερολόγιό της σημείωσε: «Ζήτω, ζήτω, ζήτω!!!». Τὰ τρία θαυμαστικὰ λίγα ἦταν, ἐλάχιστα. Ἔβαλε καὶ μιὰ μεγάλη, περιποιημένη ἡμερομηνία. Αὐτὸς ποὺ ἔψαχνε τόσον καιρὸ στὸν ὕπνο της καὶ στὸν ξύπνο της, στοὺς διαδρόμους καὶ στοὺς δρόμους, εἶχε ἐπιτέλους βρεθεῖ.
Εἶχε βρεθεῖ σὲ μιὰ στάση λεωφορείου. Ἡ Εἰρήνη περίμενε νὰ ἔρθει τὸ λεωφορεῖο της καί, γιὰ νὰ μὴ χάνει χρόνο καὶ τὸ κοινὸ ποὺ ἦταν μαζεμένο στὴ στάση, μοίραζε προκηρύξεις. Κάνει νὰ δώσει καὶ σὲ ἕναν γελαστὸ γυαλάκια. «Χὲ χέ, συντρόφισσα», τῆς λέει, «ἐγὼ δὲν εἶμαι Ρηγάς, εἶμαι Κνίτης. Ἀλλὰ δὲν ἔχω πρόβλημα, δῶσε τὴν προκήρυξη. Εἶμαι ἀπὸ τοὺς ἀνοιχτόμυαλους Κνίτες». Ἡ Εἰρήνη μαζὶ μὲ τὴν προκήρυξη τοῦ ἔδωσε καὶ τὸ χέρι της, σὲ θερμὴ χειραψία.
Ἦταν λίγο μεγάλος, ἡ ἀλήθεια νὰ λέγεται· στὸ μέτωπό του γυάλιζε, κάτω ἀπ’ τὸ φῶς τοῦ δρόμου, μιὰ ἀρκετὰ προχωρημένη φαλακρίτσα. Μικρὸ τὸ κακό! Ὅταν ἐπιτέλους, ὕστερα ἀπὸ τόσο ψάξιμο, ἡ Εἰρήνη ἔπεφτε σὲ μιὰ ἀδελφὴ ψυχή, μὲ χιοῦμορ καὶ μάτια ποὺ σπίθιζαν μὲς στὸ σκοτάδι, μὲ παλάμη ζεστὴ καὶ μὲ ὁλοφάνερη ἐπιθυμία νὰ τὴν τραβήξει κοντά του, τὰ ὑπόλοιπα εἶχαν μηδαμινὴ σημασία. Ἐκεῖ στὴ στάση εἶπαν στὰ πεταχτὰ πολλὰ καὶ διάφορα, καὶ ἀνακάλυψαν –γιά φαντάσου!– καὶ κάποιους κοινοὺς γνωστούς. Ἡ Εἰρήνη πῆρε τὸ λεωφορεῖο της, μὲ τὸ ὄνομά του καὶ τὸ τηλέφωνό του στὸ τσεπάκι τοῦ πουκαμίσου της. Αὐτὴ τὴ φορὰ ἤξερε πὼς δὲν θὰ καταχώνιαζε ἁπλῶς τὸ χαρτάκι στὸ συρτάρι τοῦ γραφείου της· θὰ τὸ χρησιμοποιοῦσε. Ἦταν ὁ Ἰάκωβος, καὶ τὸ ἐπάγγελμά του δὲν τὸ κατάλαβε ἀκριβῶς, εἶχε πάντως κάποια σχέση μὲ τὸν κινηματογράφο.
Στὸ φῶς τῆς μέρας τῆς ἄρεσε ἐπίσης, ὢ ναί, τῆς ἄρεσε. Ἦταν ψηλολέλεκας, μὲ ἀτέλειωτα χέρια καὶ πόδια. Μακριὰ μαλλιά, στρογγυλὰ γυαλιὰ καὶ βαθιὰ φωνή. Καὶ ἡ φαλάκρα τοῦ πήγαινε μιὰ χαρά: μᾶλλον πρόσθετε παρὰ ἀφαιροῦσε ἀπὸ τὴ διανοουμενίστικη γοητεία του. Ἕνας κουλτουριάρης μὲ τὰ ὅλα του! Ἡ Εἰρήνη ἔτσι κι ἀλλιῶς τασσόταν ὑπὲρ τῶν «κουλτουριάρηδων», κι ἂς ἦταν αὐτὴ μιὰ λέξη ποὺ λεγόταν κυρίως γιὰ κοροϊδία.
Ὁ Ἰάκωβος ἔλεγε καλαμπούρια γιὰ τὴν παράταξή του, ἀστειευόταν ἀσταμάτητα γιὰ τὴν ΚΝΕ καὶ τὸ ΚΚΕ. Αὐτὸ δὲν τὸ εἶχε ξανασυναντήσει ἡ Εἰρήνη. Ὁ συγκεκριμένος χῶρος εἶχε ἔμβλημά του τὴ σοβαρότητα· ἐκεῖ μέσα δὲν γελοῦσαν συχνὰ οὔτε εἰρωνεύονταν τὸν ἑαυτό τους. Ἕνας Κνίτης μὲ χιοῦμορ, λοιπόν, καὶ δὲν χρειαζόταν τίποτε ἄλλο σὲ αὐτὴ τὴ ζωή!
«Ἔχουν ἀπειλήσει νὰ μὲ διαγράψουν», τῆς ἐκμυστηρεύτηκε μετὰ ἀπὸ ἕνα μακρόσυρτο φιλί· ὁπότε ἡ Εἰρήνη τὸν ἔνιωσε ἀκόμα πιὸ δικό της. Τί κρίμα! Νὰ διαγράψουν ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο! Ὄχι, δὲν θέλησε νὰ τὸν πείσει νὰ προσχωρήσει στὴ δική της ὀργάνωση· τὸν συμβούλεψε νὰ μείνει στὸν χῶρο του, ἀφοῦ χρειάζονταν καὶ ἀνοιχτόμυαλοι ἄνθρωποι στὸ ΚΚΕ (εἶπε γενναιόδωρα «στὸ ΚΚΕ», γιὰ χάρη του, ἀντὶ νὰ πεῖ στὸ «ἐξ»). Ἀπὸ τὰ μέσα, μὲ ἐσωτερικὲς διεργασίες, θὰ μποροῦσε νὰ ἀλλάξει καὶ αὐτὸ τὸ κόμμα.
Ἔτσι τὴ νύχτα τῶν ἀποτελεσμάτων, τὴ νύχτα τῆς συντριβῆς τῆς Συμμαχίας, ἡ Εἰρήνη τὴν πέρασε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἰάκωβου, κάτι ποὺ ἁπάλυνε τὸ ἰσχυρὸ πλῆγμα. Μόλις 2,7% γιὰ τὸ σχῆμα τῆς ἑνότητας, γιὰ τὴν ἐλπίδα αὐτοῦ τοῦ τόπου! Ὁ κόσμος, ἄχ, αὐτὸς ὁ περίφημος «πληθυσμός», ἦταν τελικὰ ἀνώριμος. Δὲν μποροῦσε νὰ ἐκτιμήσει μιὰ καινούργια ἀντίληψη, μιὰ καινούργια νοοτροπία. Ἔμενε δέσμιος τῶν παλιῶν σχημάτων, τῶν ἀνεδαφικῶν ὑποσχέσεων, τοῦ «ἄσπρο ἢ μαῦρο». Νά, ὁ Ἀντρέας Παπανδρέου, ὁ κατεξοχὴν φορέας τῶν μεγάλων λόγων, ὁ λαοπλάνος, εἶχε φτάσει στὸ 25,3%. (Κάτι ἤξερε ὁ συμμαθητὴς ὁ Στέλιος, ποὺ ἐπέμενε νὰ εἶναι πασοκάκι.) Ἦταν ἄδικο, πολὺ ἄδικο! Στὴ Συμμαχία ἔμενε τουλάχιστον ὁ ὡραῖος ἀγώνας ποὺ ἔδωσαν ὅλοι μαζί, ἔμενε καὶ ἡ κάπως παρήγορη αἴσθηση ὅτι οἱ περισσότεροι τοὺς συμπαθοῦσαν, ἔστω κι ἂν δὲν τοὺς ψήφισαν.
[…]
Λάμπετε σβήνετε μακριά μας
Ἡ Εἰρήνη θὰ ἤθελε νὰ ξέρει περισσότερα γιὰ τὸν Ἰάκωβο, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἦταν λιγομίλητος. Ἐλάχιστα πράγματα γιὰ τὶς σπουδές του τῆς εἶχε πεῖ –τί ἀκριβῶς ἐπαγγελλόταν συνέχιζε νὰ παραμένει θολό–, καὶ γιὰ τὴν οἰκογένειά του, ποὺ ζοῦσε στὴν ἐπαρχία, ἀκόμα λιγότερα. Ἴσως τοῦ ἄρεσε νὰ εἶναι ἐλαφρῶς μυστηριώδης. Τὸ βλέμμα του χανόταν ὧρες ὧρες κι οἱ σκέψεις του ἔμοιαζαν ἐντελῶς ἀπροσπέλαστες. Ἡ Εἰρήνη ἀγχωνόταν. «Τώρα χαμογελᾶς ἢ κάνεις γκριμάτσα;» τὸν ρώτησε κάποια στιγμή. Τὴν κοίταξε αὐστηρά. Γιατί ὅμως; Ἡ ἴδια ρώτησε μόνο γιὰ νὰ δεῖ τὴν ἀντίδρασή του, γιὰ νὰ τὸν καταλάβει καλύτερα.
Τελικὰ ἡ ἀποκάλυψη ἔγινε μόλις δέκα μέρες μετὰ τὴ λαμπρὴ ἐκκίνηση. Μόλις ποὺ εἶχαν προλάβει νὰ πᾶνε δεύτερη φορὰ σινεμά. Μόλις ποὺ εἶχαν προλάβει νὰ πιαστοῦν ξανὰ χέρι χέρι καὶ νὰ δώσουν ἄλλο ἕνα φιλὶ ἔξω ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ αἴθουσα… Ναί, τότε θεώρησε σκόπιμο νὰ τὴν ἐνημερώσει. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἴδια, εἶπε, μιὰ θέση στὴν καρδιά του κατεῖχε καὶ ἡ Μαρίνα. Μάλιστα, ἡ Μαρίνα. Τὴν ἀγαποῦσε πολύ, δὲν ἤθελε νὰ τὴν πληγώσει, δὲν τῆς εἶχε ἀνακοινώσει τίποτα. Ἦταν καὶ ἀξιόλογη καλλιτέχνις. Ἐδῶ, νά, στὸ γραφεῖο του, εἶχε κάποια δείγματα τῆς δουλειᾶς της. Ἀνῆκε στὸ ΚΚΕ (μ-λ).
Ἡ Εἰρήνη ἔμεινε ἄναυδη. Τέτοια πράγματα νόμιζε πὼς συνέβαιναν μονάχα στὴ δική της παράταξη. Τοὺς Κνίτες τοὺς εἶχε γιὰ πιὸ σοβαροὺς στὰ ἐρωτικὰ ζητήματα. (Ὁ Ρήγας, ἔλεγαν, ἂν καὶ ἡ ἴδια δὲν τὸ εἶχε διαπιστώσει μὲ τὰ μάτια της, ἦταν ὅλος μιὰ «κρεβατοκάμαρα».) Ἄχ, ὁ δικός της Κνίτης ἦταν ὅμως ἕνας Κνίτης «τῆς ἀνανέωσης». Θὰ τὸν προτιμοῦσε γιὰ τὴν περίσταση πιὸ ὀρθόδοξο.
Περιεργάστηκε τὰ δερμάτινα κοσμήματα, τὰ δερμάτινα πιαστράκια γιὰ τὰ μαλλιὰ ποὺ φιλοτεχνοῦσε ἡ Μαρίνα καὶ ποὺ ὁ Ἰάκωβος τὰ εἶχε τώρα ἀραδιασμένα πάνω στὸ τραπέζι του. Ἴσως τὰ προωθοῦσε καὶ στὶς γνωστές του. Ἡ Εἰρήνη δὲν τὰ εἶχε ξαναδεῖ, πάντως τὰ βρῆκε καλοφτιαγμένα, πολὺ ὄμορφα. Μὰ γιατί ἔπρεπε νὰ κρατάει μυστικὴ ἀπ’ τὴ Μαρίνα τὴν καινούργια του σχέση; Αὐτὴ ἦταν ἡ νέα ἠθικὴ ποὺ εὐαγγελίζονταν, ἡ τιμιότητα, ἡ εὐθύτητα στὶς σχέσεις;
«Πῶς εἶναι δυνατὸν τόσον καιρὸ νὰ μὴν τῆς τὸ ἔχεις πεῖ;» τὸν ρώτησε ἀπελπισμένη.
«Ἡ Μαρίνα ἔχει μικροαστικὰ κατάλοιπα», τῆς ἐξήγησε ὁ Ἰάκωβος, «κι αὐτὸ θὰ τὴν πλήγωνε πολύ».
Ἡ Εἰρήνη δὲν ἦταν, βέβαια, μικροαστή. Καὶ θὰ τὸ ἀποδείκνυε ἀμέσως.
«Ἐντάξει», εἶπε, «ἐγὼ δὲν διεκδικῶ τὴν ἀποκλειστικότητα. Πιστεύω ὅτι δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχει ἰδιοκτησία στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις».
Ἐκεῖνος, ἱκανοποιημένος, τῆς ἀνέπτυξε τὴν ἄποψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὂν πολυγαμικό. Πῶς κάνουν τὰ ζῶα; Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του προσηλωμένος σὲ ἕνα μόνο πρόσωπο. Οἰκονομικοὶ λόγοι, ποὺ ἐπενδύθηκαν μὲ συναίσθημα (ὅπως πάντα), ὠθοῦν στὴ μονογαμικὴ συμβίωση. Ὅπως στὰ ζῶα ἐπίσης, πρόσθεσε, δὲν ἀποκλείεται οὔτε ἡ ὁμοφυλοφιλία οὔτε κὰν ἡ αἱμομιξία. Οἱ γάτες… Καὶ συνέχισε νὰ μιλᾶ γιὰ τὶς αἱμομικτικὲς συνήθειες τῶν γατῶν γιὰ πολλὴ ὥρα.
Ἡ Εἰρήνη ἔλπισε κατάβαθα ὅτι ὁ Ἰάκωβος τὰ ἐννοοῦσε ὅλα αὐτὰ θεωρητικὰ καὶ ὅτι τὰ εἶπε κατὰ κύριο λόγο γιὰ νὰ τὴν σοκάρει. Γύρισε σπίτι της λιῶμα. Τὸ ὄνειρο ἑνὸς δικοῦ της ἀνθρώπου εἶχε ἄσχημα στραπατσαριστεῖ. Τί τρόπος κι αὐτὸς νὰ ξεκινήσει τὴν ἐρωτική της ζωή! Λάμπετε σβήνετε μακριάά μας, χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιάά μας. Ἄχ, τό ’χε προβλέψει ὁ ποιητής· ἡ ἴδια εἶχε τυφλωθεῖ. Τὰ δάκρυα μπορεῖ νὰ ἦταν μικροαστικὰ ἐν προκειμένῳ, ἔχυσε ὡστόσο ὄχι λίγα. Θὰ ἔκανε ὑπομονὴ ὅμως. Ἦταν ντροπὴ νὰ χωρίσει σὲ δέκα μέρες. Εἶχε προλάβει κιόλας νὰ μιλήσει στὶς φίλες της γιὰ τὸ εὕρημά της.
INFO: Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο της Αγγέλας Καστρινάκη, “Και βέβαια αλλάζει” (εκδόσεις Κίχλη)
Πεrίληψη:
Αφήγημα στὰ ὅρια αὐτοβιογραφίας, μαρτυρίας καὶ μυθοπλασίας. Ζητᾶ νὰ ἀποδώσει τὸ κλίμα τῆς κρίσιμης ἐποχῆς στὸ ἐπίπεδο τῆς πολιτικῆς, τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῶν νοοτροπιῶν, στὸ σημεῖο ὅπου τὸ προσωπικὸ συναντιέται μὲ τὸ πολιτικό. Συγχρόνως προσπαθεῖ νὰ ἀπαντήσει σὲ ἐρωτήματα: Ποιό εἶναι τὸ κληροδότημα τῆς Μεταπολίτευσης στὴ σημερινὴ ἐποχή; Μποροῦμε ἄραγε, ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὶς ἀφέλειες ἐκείνων τῶν χρόνων, νὰ ξαναβρούμε τὸν ἀέρα τῆς δημιουργικότητας ποὺ ἔπνευσε τότε; Μποροῦμε νὰ ἀλλάξουμε τὸν ἑαυτό μας και την κοινωνία;
Καλημέρα σας!
Τι πλήξη! Γλώσσα και περιεχόμενο άλλων εποχών. Άξια συνεχιστής των κουρασμένων λογοτεχνών της μεταπολίτευσης.
Με τέτοια κείμενα θα ανανεωθεί η ελληνική λογοτεχνία;