Διάβαζα πρόσφατα στον New Yorker ένα κομμάτι περί του τέλους της συγγραφής. Άρχιζε σε πεισιθάνατο τόνο: το μέλλον της συγγραφής στην Αμερική – τουλάχιστον το μέλλον του να μπορείς να ζεις από το γράψιμο – φαίνεται πιο αμφίβολο παρά ποτέ, παρατηρούσε ο αρθρογράφος Άνταμ Γκόπνικ. Χάρη στο Ιντερνέτ η δυσαναλογία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης έχει κορυφωθεί: οι πάντες μπορούν να γράφουν, οι πάντες γράφουν και οι αρχάριοι αναμένεται να είναι καθαροί φιλάνθρωποι, προσφέροντας τον μόχθο τους για τη χαρά της δημιουργίας και μόνο. Ποτέ δεν ήταν ευκολότερο να είσαι συγγραφέας και ποτέ δυσκολότερο να είσαι επαγγελματίας συγγραφέας. (Εδώ οι δικοί μας συγγραφείς χαμογελούν πικρά· ελάχιστοι προσπορίζονται κάποιο εισόδημα από τα βιβλία τους, για να μη μιλήσουμε βέβαια για αξιοπρεπή βιοπορισμό – βλ. και το παράπλευρο αφιέρωμα).
Προς επίρρωση των ανωτέρω, και δη της συγγραφικής απογοήτευσης, θα μπορούσε να ανατρέξει κανείς στο καινούργιο βιβλίο του Χάουαρντ Τζέικομπσον που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά (μετ. Γ.Ι. Μπαμπασάκης, εκδ. Ψυχογιός), όπου ένας απελπισμένος εκδότης αποφαίνεται: «Τα μυθιστορήματα ανήκουν στο παρελθόν, όχι επειδή δεν μπορεί να τα γράψει κανένας, αλλά επειδή κανένας δεν μπορεί να τα διαβάσει». Κι αυτό γιατί καλλιεργούν μια διαφορετική, από την κρατούσα, ιδέα για τη γλώσσα. «Πήγαινε στο διαδίκτυο και θα καταλάβεις…», προτρέπει τον αμήχανο συγγραφέα του ο εξουθενωμένος εκδότης, λίγο πριν αυτοκτονήσει εγκαταλείποντας τον μάταιο κόσμο της λογοτεχνίας.
Υπερβολικός ή όχι, ο Τζέικομπσον αγγίζει ένα γυμνό νεύρο της σύγχρονης βιβλιοπαραγωγής: κάτι αλλάζει στον τρόπο που προσλαμβάνεται η λογοτεχνία, κάτι που οι παλιότερες γενιές (συγγραφέων αλλά και αναγνωστών) δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν. Η παράξενη φυσιολογία των νέων λογοτεχνικών ηθών μένει να ανατμηθεί: τα απέραντα σχολεία των τουίτς που ταΐζουν τις γιγάντιες φάλαινες των λίγων σπουδαίων βιβλίων, η λογοτεχνική οικολογία των πολύ μεγάλων, που καταπίνουν τους πολύ μικρούς· το μπλογκ που γίνεται βιβλίο· ο συγγραφέας που κατασπαράζεται από τους πρώην οπαδούς του στο διαδίκτυο, πράγμα που καθιστά τους ρόλους τους εναλλάξιμους.
Κι όμως οι συγγραφείς ακόμη επιμένουν, επειδή το γράψιμο ακόμη σημαίνει κάτι. Ο Άνταμ Γκόπνικ στον New Yorker συνθέτει, ανεπίγνωστα, τον αντίλογο στον Τζέικομπσον. «Ακόμη κι αν είναι σκληρή εποχή για συγγραφείς, είναι ασύγκριτη εποχή για αναγνώστες», γράφει. Οι ίδιες δυνάμεις που έχουν παρεμποδίσει τη συγγραφή ως επάγγελμα έχουν ενδυναμώσει την ανάγνωση ως απασχόληση του ελεύθερου χρόνου: όλα όσα έχουν ως σήμερα γραφτεί φαίνεται ότι είναι προσιτά προς ανάγνωση. Στην Αμερική υπάρχουν ομάδες αφοσιωμένες στον Προυστ, στον Πίντσον, στον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, που παράγουν εκτενέστατα αναλυτικά κείμενα με αναρίθμητες σημειώσεις. Κάθε μεγάλος δημιουργός έχει τον κύκλο του – η Εταιρία Μπράουνινγκ, οι Ωστενίτες, η Ντικενσιανή Συντροφία – και δεν υπάρχει καλύτερος δίαυλος απ’ ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ώστε να δημιουργηθεί. Κι αν οι βρετανοί διανοούμενοι διαμαρτύρονται για την ερωτοτροπία με την αγορά ενός βραβείου όπως το Μαν Μπούκερ, όμως το ότι ένα τέτοιο βραβείο – που μάλιστα δίνεται, σε γενικές γραμμές, σε καλά βιβλία, συμπεριλαμβανομένου και του Ροθ, το 2011 – προσελκύει το ενδιαφέρον των ΜΜΕ και αποκτά λαϊκότητα, είναι γεγονός αξιομνημόνευτο.
«Ανέκαθεν ήταν δύσκολο να είσαι καλλιτέχνης, αφοσιωμένος στην παρατήρηση και την δημιουργία, μέσα σε μια εμπορευματοποιημένη κοινωνία αφοσιωμένη στην επίδειξη και την καταναλωτική σπατάλη», γράφει ο Γκόπνικ. Όσο για την ιδέα ότι η κρίση και η συνακόλουθη πτώση της αγοραστικής δύναμης του κοινού θα το απομακρύνει από τις φανταχτερές μπουτίκ και τα πανάκριβα εστιατόρια στρέφοντάς το προς τα βιβλιοπωλεία, που τόσο συζητείται στα καθ’ ημάς, αυτή είναι μάλλον ευσεβής πόθος. Κι όμως, οι ομάδες των πιστών του Ροθ που φέτος, με αφορμή τα 80ά του γενέθλια, περιηγούνται με λεωφορεία το Νιούαρκ με το «Αμερικανικό Ειδύλλιο» ανοιχτό στα γόνατά τους, οι λέσχες ανάγνωσης που αναπτύσσονται ραγδαία ζωντανεύοντας την φθίνουσα τέχνη της συζήτησης, οι ζηλωτές που επιδίδονται σε μαραθώνιους ανάγνωσης του Πίντσον ή του Τζόυς απανταχού στον κόσμο (και στην Αθήνα) δεν επιτρέπουν την αποθάρρυνση. Γιατί ας μην ξεχνάμε: κάθε που αλλάζουν οι εποχές και καταπίπτουν στέρεες βεβαιότητες, κάθε που πεθαίνει το παλιό, χωρίς ακόμη να έχει ανατείλει για τα καλά το καινούργιο, οι θρήνοι περισσεύουν.
«[…] οι ζηλωτές που επιδίδονται σε μαραθώνιους ανάγνωσης […] του Τζόυς απανταχού στον κόσμο (και στην Αθήνα)»: και στη Θεσσαλονίκη. 🙂
«Δεν χρειάζεται να σας μιλήσω για την αναμενόμενη εμπορική απήχηση των ποιοτικών κειμένων σας σε μια εποχή που η πραγματική λογοτεχνία έχει από χρόνια εξοστρακισθεί και που κυριαρχούν οι εντυπωσιακές πωλήσεις «μυθιστορημάτων» από γυναίκες και για γυναίκες, τα οποία αποτελούν ογκώδη και ελληνοποιημένη εκδοχή των παλαιότερων ‘Αρλεκιν’. Πολύ δε περισσότερο που, για αιτίες που σίγουρα γνωρίζετε, το πνευματικό επίπεδο του σύγχρονου αναγνώστη έχει κατεβεί δραματικά.Βέβαια, πάντα υπάρχει το καλό κοινό που ξέρει να επιλέγει. Αν είμαστε σε άλλες εποχές θα είχαμε κάθε λόγο να το περιλάβουμε στις εκδόσεις του οίκου μας, πλην όμως, αυτόν τον καιρό, λόγω των γνωστών σε όλους μας οικονομικών συνθηκών δεν έχουμε τη δυνατότητα». Η απάντηση αυτή από εκδότη σε λογοτέχνη τα λέει πιστεύω όλα… Μη συγκρίνουμε πάντως ανόμοια μεγέθη. Στην Αμερική ένας λογοτέχνης, ακόμα και μέτριος, ζει καλά. Η αγορά είναι μεγαλύτερη (μιλάμε για μια Ήπειρο κι όχι χώρα με τα μέτρα και σταθμά που έχουμε συνήθως κατά νου). Μεγάλες προκαταβολές και υψηλές πωλήσεις (στοιχεία που στην Ελλάδα απολάμβαναν λογέχνες μετρημένοι στα δάχτυλα, άντε και των δύο χεριών…)είναι δεδομένα για ένα καλό βιβλίο. Επίσης εκεί η προώθηση μέσω συγκεκριμένων agents ενός λογοτέχνη είναι μια τακτική διαδεδομένη και μάλιστα αρκετά “επαγγελματική”. Είναι εύκολο κάποιος να βρει εκδότη. Στην Ελλάδα, όπως γράφω και στο σχετικό άρθρο, είναι μια τελείως διαφορετική ιστορία η έκδοση, πόσω μάλλον ο βιοπορισμός.