Της Λίλας Κονομάρα.
«Τις προάλλες ήταν η γιορτή της έβδομης Πέμπτης μετά το Πάσχα. Είναι μια λαϊκή γιορτή στη Ρωσία. Μ’ αυτή τη γιορτή ο λαός υποδέχεται την άνοιξη, και σ’ όλη τη ρωσική επικράτεια πλέκουν στεφάνια. Στην Αγία Πετρούπολη όμως, ο καιρός ήταν κρύος και μουντός. Χιόνιζε. Στις σημύδες δεν άνοιξαν τα μπουμπούκια που κατέστρεψε το χαλάζι. Ήταν σαν μέρα του Νοέμβρη, τότε που περιμένουμε το πρώτο χιόνι, τότε που ο ποταμός Νέβας, φουσκωμένος από τον αέρα, βρυχάται, κι ο άνεμος φυσομανάει στους δρόμους. Νομίζω πως πάντοτε με τέτοιο καιρό, ο κάτοικος της Α. Πετρούπολης οργίζεται και θλίβεται. Μου φαίνεται πως όλοι μένουν στο σπίτι δυσαρεστημένοι, πότε φλυαρώντας, πότε καβγαδίζοντας με τις γυναίκες τους, πότε σκυμμένοι πάνω από μια διοικητική υπόθεση, πότε παίζοντας ολονυχτίς ουίστ για να ξυπνήσουν την άλλη μέρα το πρωί σε μια μοναχική γωνιά. Νομίζω πως οι περαστικοί στο δρόμο χλευάζουν τις γιορτές και τα κοινωνικά ενδιαφέροντα, θαρρώ πως πέρα εκεί αυτός ο αγρότης με τη γενειάδα γίνεται μούσκεμα λες και νιώθει καλύτερα κάτω από τη βροχή παρά κάτω από τον ήλιο, ενώ ο κύριος με τη γούνα βγαίνει, μ’ αυτόν τον ακιρό μόνο και μόνο για να επιδιώξει μια καλή επένδυση του κεφαλαίου του. Με δυο λόγια, κύριοι, δεν υπάρχει χαρά». (Nτοστογιέβσκι Μια άνοιξη στην Αγία Πετρούπολη, μτφρ. Αγγέλα Ροϊδου-Σταυρούλα Αργυροπούλου).
Τα περισσότερα έργα του διάσημου αυτού συγγραφέα διαδραματίζονται στην Α. Πετρούπολη, όπου, παρότι έζησε 28 χρόνια, ποτέ δεν απέκτησε δικό του σπίτι. Κατά τη διάρκεια της ζωής του άλλαξε διεύθυνση είκοσι φορές αφού ποτέ δεν έμενε στην ίδια πάνω από τρία χρόνια. Στις πρώτες του λογοτεχνικές απόπειρες – δυο θεατρικά έργα, απομιμήσεις των έργων του Χόφμαν και του Σίλερ, είχε σαν στόχο να μιλήσει για το «ωραίο και το μεγαλειώδες». Λίγο αργότερα, ο συγγραφέας τα κατέστρεψε καθώς ανακάλυψε πως «δεν υπάρχει τίποτα πιο φανταστικό από την ίδια την πραγματικότητα». «Εκείνη τη στιγμή», γράφει ο ίδιος, «άρχισε η ζωή μου. Ξεκίνησα να κοιτάζω γύρω μου και ξαφνικά είδα εκείνα τα παράξενα πρόσωπα. Ήταν όλα παράξενες, υπέροχες φυσιογνωμίες και ήταν εντελώς συνηθισμένες, όχι Δον Κάρλος ή Πόσας, αλλά απλώς επίτιμοι σύμβουλοι….. Κάποιος, κρυμμένος πίσω απ’ όλο αυτό το φανταστικό πλήθος έκανε γκριμάτσες και κινούσε τα νήματα. Τα ελατήρια και οι μαριονέτες χοροπηδούσαν και εκείνος δεν σταματούσε να γελάει».
Από εκείνη τη στιγμή ο Ντοστογιέβσκι συλλαμβάνει την «ψυχή» της Α. Πετρούπολης η οποία δεν αποτελεί απλώς σκηνικό των περισσότερων έργων του αλλά παίρνει διαστάσεις κεντρικού ήρωα. Η πόλη εμφανίζεται στο ηλιοβασίλεμα, πίσω από την ομίχλη που πέφτει πάνω στις γέφυρες, κάτω από το χλωμό φως τις ατέλειωτες λευκές νύχτες που προδιαθέτουν για ονειροπόληση. Το νησί του Αγίου Βασιλείου ξεπροβάλλει στο βάθος, ο Ρασκόλνικοφ γυρίζει κατά το Νέβα, κοιτάζοντας προς τα Ανάκτορα.
« Εδώ», λέει ο συγγραφέας, «δεν προλαβαίνεις να κάνεις ένα βήμα και βλέπεις, ακούς, αισθάνεσαι την παρούσα στιγμή και την έννοια του παρόντος. Η Αγία Πετρούπολη είναι η κεφαλή και η καρδιά της Ρωσίας. Ξεκινήσαμε με την αρχιτεκτονική της πόλης. Ακόμα και αυτά τα διαφορετικά χαρακτηριστικά της μαρτυρούν την ενότητα της σκέψης και την ενότητα της κίνησης. Αυτή η σειρά κτιρίων ολλανδικής αρχιτεκτονικής θυμίζει την εποχή του Μεγάλου Πέτρου, το κτίριο αυτό σε στιλ Ραστρέλλι θυμίζει την εποχή της Αικατερίνης, εκείνο σε ελληνορωμαϊκό στιλ τη μεταγενέστερη περίοδο, το σύνολο όμως θυμίζει την ιστορία της ευρωπαϊκής ζωής της Αγίας Πετρούπολης και όλης της Ρωσίας».
Η ζωή αυτή παρουσιάζεται σε όλες της τις πτυχές. Μια επίσκεψη στον καπελά της μόδας, μια παράσταση στο Μεγάλο Θέατρο ή στην Όπερα, συναντήσεις και γεύματα στα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία της εποχής όπως το Κρυστάλ και το Οτέλ ντε Παρί ή τα επιβλητικά μέγαρα της Νέβσκι Προσπέκτ δίνουν μια σαφή εικόνα της καθημερινότητας των εύπορων κατοίκων οι οποίοι μόλις έρχεται το καλοκαίρι εγκαταλείπουν την πόλη για τις γύρω εξοχές, όπως το Πέτερχοφ ή το Τσάρσκογε Σελό. Πλάι όμως στην κοσμοπολίτικη όψη της Α. Πετρούπολης, τη μεγαλοπρέπεια των μεγάρων, τον πλούτο και τις ευρωπαϊκές επιρροές ξεδιπλώνεται παράλληλα μια άλλη πραγματικότητα, εκείνη των φτωχών ασήμαντων ανθρώπων, των κάρρων και των αμαξάδων που κυκλοφορούν στην πόλη ενώ τους σκεπάζουν οι νιφάδες του χιονιού, των φωνακλάδων θυρωρών, των μικροϋπαλλήλων, των κάθε λογής κατατρεγμένων. Μέσα από τις σελίδες των μυθιστορημάτων του ξεπηδούν λαϊκές γειτονιές με τρώγλες βουτηγμένες στη λάσπη, παλιά οικήματα που έχουν χωριστεί σε άθλια και ανήλιαγα δωμάτια και νοικιάζονται για λίγα ρούβλια, χαντάκια με βρωμόνερα, η αγορά με τους μαγαζάτορες και τους υπαίθριους μικροπωλητές, οι τοκογλύφοι, οι μεθυσμένοι, οι πόρνες που τραγουδάνε στο δρόμο για δυο καπίκια καθώς το μαλακό χιόνι πέφτει στην πόλη, οι υπόγειες ταβέρνες και τα καμπαρέ. «Όλα αυτά», λέει ο συγγραφέας «είναι τόσο χυδαία και συνηθισμένα που αγγίζουν τα όρια του φανταστικού».
Η πόλη αποκτά σημασία συμβόλου. Μια γυναίκα που πνίγεται στο Νέβα, ένας άντρας που τον πατάει μια άμαξα, η στενή κάμαρα του Ρασκόλνικοφ με την κίτρινη, ξεφτισμένη ταπετσαρία, το αντίγραφο του πίνακα του Χανς Χολμπάιν στο σπίτι του Ρογκόζιν, όλες οι λεπτομέρειες που ο Ντοστογιέβσκι αναπαριστά λειτουργούν σαν καθρέφτες της ψυχικής κατάστασης των ηρώων του ή σαν οιωνοί. Η συνεχής αυτή διάδραση μεταξύ του χώρου – εσωτερικού και εξωτερικού – και των χαρακτήρων μεταμορφώνει την πόλη σε κεντρικό ήρωα του έργου του. Ο Ντοστογιέβσκι, ο οποίος έμεινε κατά τη διάρκεια της ζωής του σε παρόμοια σπίτια και γνώρισε από κοντά όλη αυτήν την αθλιότητα, παραθέτει εξαιρετικά ακριβή στοιχεία όσον αφορά την τοπογραφία αλλά ταυτόχρονα, μετακινεί κάποια σπίτια, τους αλλάζει ιδιοκτήτες, προσθέτει ορόφους έτσι που πλάι στην πραγματική πόλη γεννιέται μια άλλη, μια πόλη φάντασμα όπου τα όρια μεταξύ αληθινού και φανταστικού συγχέονται διαρκώς.
Η τελευταία φορά που μετακόμισε ο Ντοστογιέβσκι ήταν τον Οκτώβριο του 1878, μετά τον θάνατο του μικρού του γιου του Λιόσα ο οποίος πέθανε από επιληψία, ασθένεια που κληρονόμησε από τον πατέρα του. «Όταν επιστρέψαμε στην Πετρούπολη το φθινόπωρο», γράφει η γυναίκα του Άννα Γκριγκόριεβνα στα απομνημονεύματά της, «αποφασίσαμε να μην μείνουμε άλλο σ’ εκείνο το διαμέρισμα που ήταν γεμάτο αναμνήσεις από το αγοράκι μας και μετακομίσαμε στον αριθμό 5 της οδού Κουζνέσνι όπου δυόμιση χρόνια αργότερα έμελλε να πεθάνει ο άντρας μου». Σ’ αυτό το διαμέρισμα, όπου η οικογένεια ζούσε πολύ μετρημένα, παρήλασε όλη η ιντελιγκέντσια της εποχής αλλά και πολλοί άλλοι άνθρωποι οι οποίοι ζητούσαν τη βοήθεια ή τη συμβουλή του. Εκεί ο συγγραφέας, ο οποίος εργαζόταν τη νύχτα απερίσπαστος από οικογενειακές ή άλλες υποχρεώσεις, έγραψε το τελευταίο του μυθιστόρημα, τους Αδερφούς Καραμαζώφ.
Το πρώτο μουσείο Ντοστογιέβσκι άνοιξε στη Μόσχα το 1928 κοντά στο παλιό Πτωχοκομείο Μαριίνσκι. Διάφορα σχέδια για ένα μουσείο στο Λένινγκραντ παρέμειναν απραγματοποίητα. Τις επόμενες δεκαετίες, το διαμέρισμα της οδού Κουζνέσνι άλλαξε εντελώς αφού έγινε κοινοτικό και κατοικήθηκε από πολλές οικογένειες. Την εποχή εκείνη ο Ντοσοτγιέβσκι δεν έχαιρε μεγάλης εκτίμησης λόγω των κοινωνικών και θρησκευτικών του πεποιθήσεων που ήταν ασύμβατες με το σοβιετικό καθεστώς. Τελικά το Μουσείο Ντοστογιέβσκι άνοιξε στο Λένινγκραντ το 1971 για την επέτειο των 150 χρόνων από τη γέννηση του συγγραφέα. Το διαμέρισμα αποκαταστάθηκε στην αρχική του μορφή χάρη σε φωτογραφίες και μαρτυρίες οικείων. Ο εγγονός του Ντοστογιέβσκι συνέβαλλε σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία του μουσείου προσφέροντας πολλά προσωπικά αντικείμενα του συγγραφέα που είχε στην κατοχή του όπως την πένα του ή το κουτί με τον καπνό του πάνω στο οποίο η κόρη του έγραψε την ημέρα του θανάτου του: «28 Ιανουαρίου 1881. Ο μπαμπάς πέθανε στις εννιά παρά τέταρτο». Οι δείκτες στο ρολόι του γραφείου του έμειναν σταματημένοι για πάντα σ’ εκείνη τη στιγμή.
* στη φωτό το γραφείο του Ντοστογιέφσκι