Όταν τα ιδιωτικά πάθη μένουν αλώβητα από τους βομβαρδισμούς της ιστορίας (του Β.Χατζηβασιλείου)

0
553

 

 

Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.

 

O Πάτρικ Χάλμιτον γεννήθηκε το 1904 σε ένα χωριό του Σάσεξ και πέθανε από κίρρωση του ήπατος λόγω αλκοολισμού το 1962. Με αριστερό πολιτικό προσανατολισμό και περιθωριακή προσωπική ζωή, ο Χάμιλτον προσηλώθηκε, τόσο ως θεατρικός συγγραφέας όσο και ως μυθιστοριογράφος, στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, αναδεικνύοντας εκ παραλλήλου με ανάγλυφο τρόπο τον κόσμο του προπολεμικού Λονδίνου. Μετά τον θάνατό του ο Χάμιλτον ξεχάστηκε, παρά τον θαυμασμό που είχαν εκφράσει για το έργο του πρόσωπα όπως ο Γκράχαμ Γκριν και ο Τζ.Μπ. Πρίστλεϊ. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, τα κείμενά του έχουν μετατραπεί εκ νέου σε αντικείμενο μελέτης και η δουλειά του συγκρίνεται με τη δουλειά του Ντίκενς. Η πρώτη του επιτυχία ήταν το θεατρικό έργο Rope ενώ έγραψε, μεταξύ άλλων, τις τριλογίες “Twenty Thousant Streets under the Sky” και “Τριλογία του Gorse”, και τα μυθιστορήματα Craven House, The siege of Pleasure και Hangover Square.

Το 1947 ο Χάμιλτον δημοσίευσε το μυθιστόρημα Οι σκλάβοι της μοναξιάς το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα σε ατμοσφαιρική μετάφραση της Κατερίνας Σχινά από τις εκδόσεις Στερέωμα. Η δράση εξελίσσεται στα περίχωρα του Λονδίνου, όταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος περνά την πιο σκοτεινή του φάση κι όλα μοιάζουν ανασφαλή και επίφοβα, με τη Βρετανία να έχει παραδοθεί στο έλεος των γερμανικών βομβαρδισμών. Ο πόλεμος κατακλύζει τη ζωή των ηρώων του Χάμιλτον, που έχουν αδιάκοπα την αίσθηση πως τίποτε δεν θα τελειώσει ποτέ και ότι όλα θα συνεχιστούν κατά τον χειρότερο δυνατό τρόπο.

Η δεσποινίς Ρόουτς, μια μοναχική γυναίκα τριάντα εννέα ετών, αφήνει την πρωτεύουσα, αναζητώντας καταφύγιο σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, όπου νοικιάζει δωμάτιο στην πανσιόν «Τεϊοποτείο Ρόζαμουντ». Έτσι όμως η δεσποινίς Ρόουτς θα βρεθεί ανάμεσα στους πιο απωθητικούς και παράξενους χαρακτήρες: μια γερμανικής καταγωγής συνομήλική της η οποία σπεύδει να την ανταγωνιστεί σε όλα τα επίπεδα, έναν εξηντάρη που λίγο απέχει από το να ταυτιστεί πολιτικά με τους Ναζί, και έναν αξιωματικό του αμερικανικού στρατού ο οποίος ζει την κάθε του ημέρα σαν να ήταν η τελευταία.

Η λιγοστή χαρά που προσφέρει αρχικά ο έρωτας με τον αμερικανό υπολοχαγό θα εξανεμιστεί μέσα στο πνιγηρό κλίμα το οποίο δημιουργεί η συντροφιά των ενοίκων της πανσιόν, που υποπτεύονται τους πάντες και τα πάντα ενώ την ίδια ώρα παρακολουθούν άγρυπνα ο ένας τον άλλον και αλληλοϋποβλέπονται μέχρι τελικής πτώσεως. Και να πώς το μεγάλο κακό του πολέμου («οι ήρωες του Χάμιλτον αναδεικνύονται μέσα από μια ζοφερή ιστορική συγκυρία», παρατηρεί στην εισαγωγή της η Ντόρις Λέσινγκ) έρχεται να γίνει ένα με την τύρβη της κοινωνικής καθημερινότητας. Υπάρχει, εντούτοις, και κάτι επιπλέον: το πώς η υπέρβαρη συλλογική πραγματικότητα δεν κατορθώνει να αποφορτίσει ούτε κατ’ ελάχιστον τα ιδιωτικά πάθη, βυθισμένα σε δυσθεώρητες ποσότητες παρακμής και αλκοόλ («η ρυθμική παλινδρόμηση από τη χαλάρωση στην ευθυμία, από την ανοησία στη μελαγχολία, από την επιθετικότητα στο τελειωτικό βύθισμα», γράφει η Κ. Σχινά στο επίμετρό της). Ένας συγγραφέας που μόλις τώρα μαθαίνουμε στην Ελλάδα και για τον οποίο αξίζει να επιστρατεύσουμε όλη την προσοχή μας: η ανταμοιβή μας θα είναι κάτι παραπάνω από βέβαιη.

 

info: Πάτρικ Χάλμιτον, Οι σκλάβοι της μοναξιάς, μτφρ: Κατερίνα Σχινά, Στερέωμα

Προηγούμενο άρθροΣκόμπι και Χόλε, στην καρδιά δυο αστυνόμων (της Μαρλένας Πολιτοπούλου)
Επόμενο άρθροAndrew Lane, Deceptively simple!            (συνέντευξη στην Ελένη Σβορώνου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ