της Μαρίζας Ντεκάστρο.
Πολλοί συγγραφείς για ενήλικους αναγνώστες έχουν ποικίλους λόγους για να γράψουν για παιδιά, χωρίς να πολιτογραφηθούν ως παιδικοί συγγραφείς, όπως για παράδειγμα η Άλκη Ζέη. Η κλασική ερώτηση που της κάνουν είναι γιατί γράφει παιδικά βιβλία, και πάντα απαντά ότι ήθελε να μάθουν τα παιδιά της, όταν η οικογένειά της ζούσε στην εξορία, πώς ήταν τα παιδικά της χρόνια στην Ελλάδα. Και αυτές οι διηγήσεις έγιναν μυθιστορήματα. Καθένας έχει λοιπόν τους λόγους του.
Μου έρχονται ανάκατα στο μυαλό ονόματα που στο έργο τους περιλαμβάνονται πεζογραφήματα και ποιήματα για παιδιά, όπως οι Σεφέρης, Ρίτσος, Κοντός, Καζαντζάκης, Φιλίππου, Χατζόπουλος/Κορτώ, Καραγάτσης, αλλά και Τολστόι, Κόου, Ουάιλντ, Σάνδη, Νέσμπο, Πλαθ…
Ιδού δύο νέες εκδόσεις πολύ ξεχωριστές.
Σύλβια Πλαθ, Το κοστούμι-δε-με-μέλει και άλλες ιστορίες για παιδιά, εικ. Ντέιβιντ Ρόμπερτς, μτφρ. Κατερίνα Αγγέλακη-Ρουκ, εκδ. Πατάκη, 2017.
Μια γνωστή Ελληνίδα ποιήτρια, η Κατερίνα Αγγέλακη-Ρουκ, μετέφρασε μια μικρή συλλογή από δύο παραμύθια και ένα ποίημα που έγραψε για τα παιδιά της η Σύλβια Πλαθ (1932-1963). Σοφή επιλογή εκ μέρους του εκδότη! Η Πλαθ, ως ποιήτρια, γνώριζε το ρυθμό των λέξεων, ακόμα και στο πεζό κείμενο, πόσο μάλλον στα παραμύθια που τον επιβάλλει η επανάληψη των μοτίβων που τα συγκροτούν.
Ουσιαστικά πρόκειται για επανέκδοση σε έναν τόμο αυτών των έργων της Πλαθ σε νέα μετάφραση. Τα στοιχεία των προηγούμενων εκδόσεων: Το κοστούμι δε με μέλει (μτφρ. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, εικ. Ροτρό-Σούζαν Μπέρνερ, εκδ. Πατάκη, 1996), Η κουζίνα της κυρίας Τσέρι (μτφρ. Γιώργος Φωτιάδης, εικ. Λήδα Βαρβαρούση, εκδ. Μεταίχμιο, 2003), Κρεβατοποιηματάκια, (μτφρ. Αργυρώ Πιπίνη-Φοίβος Δουδωνής, εικ. Δωροθέα Λαμπρινοπούλου, εκδ. Μελάνι, 2005).
Η Σύλβια Πλαθ, φλέρταρε με τον θάνατο και τον συνάντησε πολύ γρήγορα. Ωστόσο, στα παιδικά έργα της έβαλε στην άκρη την κατάθλιψη που την τυραννούσε και έγραψε με κέφι και ιδιαίτερα διασκεδαστικά. Τα παραμύθια και το ποίημα της Σύλβια Πλαθ, ήταν ενδεχομένως ένα αντίδοτο στη δυστυχία της και η λαχτάρα της να βρει τη χαρά για χάρη των παιδιών της.
Το κοστούμι-δε-με-μέλει γράφτηκε το 1959, λίγο πριν τη γέννηση του γιου της και εκδόθηκε μόλις το 1996. Είναι μια ιστορία για ένα δώρο, ένα κοστούμι που περνάει από χέρι σε χέρι στα αρσενικά της οικογένειας Νιξ. Στον έναν πέφτει μεγάλο, στον άλλο φαρδύ, στον άλλο μακρύ και με τα πολλά, μετά από τις μεταποιήσεις της μητέρας, ταιριάζει στο μικρότερο αγόρι. Ο μικρός Μαξ, επιτέλους, ικανοποιεί το όνειρό του: να αποκτήσει ένα κοστούμι παντός καιρού και όλοι να τον θαυμάζουν. Ποιο είναι το μήνυμα, αφού κάθε παραμύθι έχει κι από ένα; Είναι το Δε με μέλλει τι λένε οι άλλοι για μένα, το οποίο μεταφράζεται στα καθ’ ημάς είμαι ο εαυτός μου.
Στο δεύτερο παραμύθι, Η Κουζίνα της κυρίας Κερασάκη, ξέσπασε επανάσταση. Όλες οι ηλεκτρικές συσκευές θέλουν να κάνουν άλλη δουλειά. Η καφετιέρα παγωτό, η φρυγανιέρα παγάκια, το αναδευτήρι να σιδερώσει… Μέγα χάος και αστείες καταστάσεις δημιουργήθηκαν στην τακτική κουζίνα της κυρίας Κερασάκη μέχρι που… όλοι κατάλαβαν ότι πρέπει να κάνει καθένας τη δουλειά του όσο καλύτερα μπορεί.
Αν σκεφτούμε ότι πολλά παιδιά φοβούνται τον ύπνο θα θυμηθούμε αρκετά βιβλία που έγραψαν για αυτό το είδος φόβου Έλληνες και ξένοι συγγραφείς (π.χ. Ο ύπνος φοβάται τον Νικόλα, του Α. Παπαθεοδούλου, ή την ιστορία με τον Φώκο, που κι αυτός φοβόταν να κοιμηθεί, του Β. Ηλιόπουλου, Ένα τέρας στην ντουλάπα μου, του Μέρσερ Μάγερ, κ.ά.).
Το Βιβλίο κρεβάτι της Πλαθ ξεχωρίζει για τη φρεσκάδα του. Όχι επειδή το έγραψε μια διάσημη ποιήτρια! Και δεν πιστεύω πως η Πλαθ είχε στο μυαλό της να λύσει τα ψυχολογικά των παιδιών, όπως συμβαίνει σήμερα με πολλά έντεχνα παραμύθια. Δεν γνωρίζω επίσης αν είχε η ίδια προβλήματα με τον ύπνο ή απλά σκέφτηκε πώς τα μικρά παιδιά θα χωθούν στην αγκαλιά του Μορφέα χωρίς προβλήματα. Ίσως ήταν μια προσωπική δοκιμή στην αντοχή της φαντασία της και στη δύναμη της ανοησίας (nonsense) και του παράλογου της αγγλικής παράδοσης. Και έγραψε ένα μακρύ, χαριτωμένο ποίημα για ό,τι σχέδιο κρεβατιού μπορεί κανείς να φανταστεί: για ακροβάτες, για ψάρεμα, κρεβάτι τανκς, ελεφάντινο, τσέπης.
Ένα είναι σίγουρο: σε καθένα από τα κρεβάτια που προτείνει στους αναγνώστες να ξαπλώσουν, όλοι θα κάνουν ύπνο γεμάτο όνειρα!
Οι παιδικές ιστορίες της Πλαθ δεν έχουν εκδοθεί πολλές φορές και άρα υπάρχουν λίγες εικονογραφήσεις. Η πρώτη έκδοση εικονογραφήθηκε από τον πασίγνωστο και κλασικό Quentin Blake. Η τωρινή, του Βρετανού Ντέιβιντ Ρόμπερτς, σε χιουμοριστικό στιλ, τον θυμίζει έντονα.
*****
Νίκος Παναγιωτόπουλος- Αλέκος Παπαδάτος, Ο Σαλιγκαγκάριν πάει στ’ άστρα, εκδ. Μεταίχμιο, 2017
Ένα πεισματάρικο σαλιγκάρι θέλει να πάει πιο μακριά από το λάχανο στο οποίο κατοικεί και βέβαια πετυχαίνει πολλά περισσότερα απ’ αυτό. Και καθώς ονειρεύεται να φτάσει μέχρι τ’ άστρα, δικαίως του δίνουν το παρατσούκλι Σαλιγκαγκάριν!
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έγραψε μια ιστορία με παιδικό περιεχόμενο που δεν παιδίζει! Συχνά οι ιστορίες των συγγραφέων που δεν έχουν σχέση με τα παιδιά και τα βιβλία τους υποφέρουν από παιδισμό, δηλαδή έναν τρόπο γραφής κομμένο και ραμμένο στα υποθετικά μέτρα των παιδιών. Ακόμα και καταξιωμένοι, όπως για παράδειγμα ο ποιητής Γιάννης Κοντός, όταν γράφουν για παιδιά ξεφεύγουν λιγάκι, προφανώς όχι ως προς το περιεχόμενο, που δεν είναι το ζητούμενο, αλλά ως προς την έκφραση με πολλά υποκοριστικά…. Στον Σαλιγκαγκάριν, ο συγγραφέας κράτησε τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται στα έργα του για ενηλίκους. Πιστεύω ότι αυτό είναι το μεγάλο συν του βιβλίου και το μεγάλο κέρδος που θα αποκομίσουν τα παιδιά: θα διαβάσουν ένα βιβλίο με περιεχόμενο για την ηλικία τους αλλά γραμμένο σε μια γλώσσα πλούσια, λίγο λόγια και αρκετά μη παιδική.
Ωστόσο, μου προξένησαν αμηχανία ορισμένες λέξεις, εκφράσεις και προτάσεις γραμμένες με bold. Ομολογώ πως δεν κατάλαβα αυτή την επιλογή. Ακόμα και αν έχουν κάποιο ειδικό βάρος για τον συγγραφέα, πιστεύω πως οι επαρκείς αναγνώστες δεν έχουν ανάγκη από κατευθυνόμενη ανάγνωση και νοηματοδότηση. Πόσο μάλλον που η νοηματοδότηση, περιττή κατά την άποψή μου στο κείμενο, έρχεται αβίαστα μέσω των εύγλωττων εικόνων που φέρνουν προς το κόμικ του Αλέκου Παπαδάτου. Ο Παπαδάτος, ως κομίστας, γνωρίζει σε βάθος πώς να αποδίδει χαρακτήρες, καταστάσεις και να οργανώνει τα περιβάλλοντα της ιστορίας. Επιπλέον, δεν μπορώ να μη σημειώσω ότι ορισμένα, όπως αυτό του Σαλιγκαγκάριν στην έρημο, που θυμίζει τις περιπλανήσεις του Λούκυ Λουκ στις ερημιές του Φαρ Ουέστ όπως τις σχεδίασε ο Μορρίς, οδηγούν σε μια διακειμενικότητα μέσω των εικόνων αυτή τη φορά.