(Ένα παλιότερο κείμενο της Κατερίνας Σχινά στον Αναγνώστη όταν ο Ροθ αποχαιρετούσε τον συγγραφέα Ροθ).
Ο Φίλιπ Ροθ το δήλωσε απερίφραστα: το «Νέμεσις» ήταν το τελευταίο του βιβλίο. Δεν θα ξαναγράψει· λίγο πριν κλείσει τα ογδόντα του χρόνια, αποφάσισε να απομακρυνθεί οριστικά από τις «οδυνηρές κακουχίες της λογοτεχνίας». Ωστόσο, όπως διαβάζουμε στον New Yorker, πριν από λίγες μέρες, στις 19 Μαρτίου, ενορχήστρωσε με την ευκαιρία των ογδοηκοστών του γενεθλίων μια εξαιρετική αποχαιρετιστήρια παράσταση, μια «έκρηξη γραφής και πλάγιας αυτό-επίδειξης» στο Αμφιθέατρο του Μουσείου του Νιούαρκ, της γενέτειράς του. Πλαισιωμένος από τις φωτογραφίες της εξηντάχρονης παρουσίας του στα γράμματα, ο ναρκισσιστής, αυτοσαρκαστής, ακατάβλητος συγγραφέας δεν θα μπορούσε παρά να επικεντρωθεί, για μια ακόμη φορά, στην τρομακτική συμπαντική φάρσα των γηρατειών και του θανάτου.
Προηγήθηκε ένας ποταμός ομιλητών: ο Τζόναθαν Λέθεμ μίλησε για τα συναισθήματά του όταν επιτέλους συναντήθηκε με το «Βυζί», έχοντας αντισταθεί πολύ καιρό στο δέλεαρ της πεζογραφίας του Ροθ· η Χέρμιον Λη ανέλυσε τις σαιξπηρικές αναφορές στο έργο του· ο Αλαίν Φίνκελκροτ σύγκρινε τη «Νέμεσι» με την «Πανούκλα» του Καμύ· και δυο γυναίκες, αντέστρεψαν πλήρως την εικόνα του Ροθ ως μισογύνη: η Κλώντια Ροθ Πίρποντ, της οποίας το βιβλίο «Ροθ λυόμενος» θα εκδοθεί τον Νοέμβριο, επισκόπησε την ποικιλία, το βάθος και την πολυπλοκότητα των γυναικείων χαρακτήρων στα βιβλία του, και η Έντνα Ο’ Μπράιαν περιέγραψε με τόλμη την ασέβεια, το πείσμα, την δυστροπία του αγαπημένου, ισόβιου φίλου της. Κι ύστερα ήρθε η μεγάλη στιγμή του Ροθ. Διαβάζουμε ότι ανέβηκε αργά στη σκηνή, χαμογελώντας, γνέφοντας, κλίνοντας χαρούμενος το κεφάλι, αποδεχόμενος το χειροκρότημα, κάθισε σ’ ένα τραπέζι (τα προβλήματα με τη μέση του αποκλείουν το πόντιουμ) άνοιξε ένα μαύρο ντοσιέ κι άρχισε να διαβάζει ένα προετοιμασμένο κείμενο, αραδιάζοντας τις δεκάδες λεπτομέρειες του Νιούαρκ, για τις οποίες δεν επρόκειτο να μιλήσει: τα σχολεία και τα γήπεδα της πόλης, τα επίκαιρα στον Κινηματογράφο Ρούσβελτ, τις σημαίες στα παράθυρα που δήλωναν τους νεκρούς στη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου, τα εργοστάσια και τα χασάπικα, τον Τζάκι Ρόμπινσον να παίζει με τους Μόντρεαλ Ρόγιαλς εναντίον των Νιούαρκ Μπέαρς στο Στάδιο Ρούπερτ. Καμιά νοσταλγία, καμιά αναδρομή. Το θέμα της γενέθλιας βραδιάς, κατέληξε, δεν θα μπορούσε παρά να είναι ένα: ο θάνατος.
Τριανταένα βιβλία έχει γράψει ο Ροθ, αλλά το πιο αγαπημένο του, εκείνο με το οποίο, όπως ομολογεί, αισθάνθηκε περισσότερο ελεύθερος παρά ποτέ, ήταν το «Θέατρο του Σάμπαθ». Θα μπορούσε να επιγράφεται, σύμφωνα με τον ίδιον, «Ο θάνατος και η τέχνη του θνήσκειν». Το μότο του βιβλίου είναι χαρακτηριστικό – μια ατάκα του Πρόσπερο από την Τρικυμία: «Κάθε τρίτη σκέψη μου θα’ ναι το μνήμα μου» – και κάπου ανάμεσα στις σελίδες του ένα απόφθεγμα του Κάφκα επιβεβαιώνει τον θανατολαγνικό προσανατολισμό: «Το νόημα της ζωής είναι ότι τελειώνει».
«Το βιβλίο είναι στοιχειωμένο από το θάνατο», είπε ο Ροθ απευθυνόμενος προς το κοινό του. Ο Μίκι Σάμπαθ, ο αχαλίνωτος, ασεβής, λάγνος ήρωάς του, είναι ένας άντρας πέρα από την διακριτικότητα ή την ορθοφροσύνη, ένας εξηντατετράχρονος αμετανόητος μοιχός που η εξοργιστική του στάση είναι, όπως χαρακτηριστικά είπε ο Ροθ στην εκδήλωση «η απάντησή του στις ματαιωμένες υποσχέσεις και στην αναπόφευκτη φθορά». Κι ύστερα διάβασε δέκα σελίδες από το μυθιστόρημα (ο Σάμπαθ επισκέπτεται το εβραϊκό κοιμητήριο στο οποίο είναι θαμμένοι οι παππούδες, οι γονείς και ο αδελφός του), ένα αλλόκοτο προσκλητήριο θανόντων, μια συγκλονιστική νεκρική ελεγεία. Και ταυτόχρονα τελεσίδικη διατράνωση της ζωής.
Αναζήτησα το απόσπασμα στην ελληνική έκδοση (Χατζηνικολή, μετ. Ανδρέα Βαχλιώτη). Αφού περιπλανηθεί ανάμεσα στα μνήματα και βυθιστεί στις αναμνήσεις του από τους δικούς του, ο Σάμπαθ βρίσκει βότσαλα και τα αποθέτει πάνω στις ταφόπλακες της μητέρας, του πατέρα, του αδελφού του. Βότσαλα-ανεπίδοτα γράμματα προς τους νεκρούς, βότσαλα-σύμβολα της ζωής που επιμένει. Η παράγραφος κλείνει απλά με δυο λέξεις: «Εδώ είμαι». Ο Ροθ είναι εδώ, όπως και ο θρασύτατος Μίκι Σάμπαθ, που βαριεστημένος από τη ζωή, «άρρωστος από ζωή» λαχταράει να πεθάνει, μα η αρρώστια του, η ζωή, δεν λέει να τον αφήσει.