Της Σωτηρίας Καλασαρίδου.
Είναι δυνατόν οι καλοκαιρινές διακοπές να εξελιχθούν βαθμιαία από όνειρο σε φιάσκο και κατόπιν σε εφιάλτη λόγω ενός επιτραπέζιου, πολεμικού παιχνιδιού στρατηγικής; Σε ποιον βαθμό το παιχνίδι ως πολιτισμική πρακτική μπορεί να ξεγλιστρήσει από τη σφαίρα της ψυχαγωγίας, να εμφιλοχωρήσει στην πραγματική ζωή και να ταυτιστεί μαζί της; Πόσο επικίνδυνη δύναται να γίνει εντέλει μια παρτίδα ενός επιτραπέζιου παιχνιδιού που ο τίτλος του συνδηλώνει το κακό; Στα προαναφερθέντα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει ο Χιλιανός συγγραφέας Ρομπέρτο Μπολάνιο με το μυθιστόρημα Το Τρίτο Ράιχ που γράφτηκε το 1989 στα ισπανικά, για να έρθει στο φως εικοσιένα σχεδόν χρόνια αργότερα, ενώ πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε και στη χώρα μας (Ιούλιος 2013) από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση του Κρίτωνα Ηλιόπουλου.
Ο εικοσιπεντάχρονος Γερμανός Ούντο Μπέργκερ, μανιώδης παίχτης επιτραπέζιων παιχνιδιών στρατηγικής, και ειδικότερα πρωταθλητής του παιχνιδιού που φέρει τον τίτλο Τρίτο Ράιχ, αποφασίζει να περάσει τις καλοκαιρινές του διακοπές στην Κόστα Μπράβα της Ισπανίας με την αγαπημένη του. Ο Μπολάνιο προοδευτικά συνθέτει ένα ιδιότυπο ψηφιδωτό χαρακτήρων, οι οποίοι εισβάλλουν στη ζωή του κεντρικού πρωταγωνιστή: ένα ζευγάρι Γερμανών που δημιουργεί πολλές εντάσεις, δύο Ισπανοί που φτιάχνουν ένα σετ αντώνυμων χαρακτήρων, καθώς φέρουν τα συμβολικά ονόματα Λύκος και Αρνί, μια γνώριμη από τα παλιά, γοητευτική ιδιοκτήτρια ξενοδοχείου και ο μυστηριώδης σύζυγός της, και ένας μόνιμος κάτοικος της παραλίας, ο οποίος ενοικιάζει θαλάσσια ποδήλατα, έχει παραμορφωθεί από εγκαύματα και ακούει στο όνομα Καμένος συναρμόζονται εντέχνως σε έναν ενιαίο μυθιστορηματικό κόσμο.
Το μυθιστόρημα έχει ημερολογιακή μορφή, καθώς ο ήρωας καταγράφει τα γεγονότα και τα συναισθήματα της κάθε ημέρας με πληροφορίες που σταδιακά, όσο η ανάγνωση προχωρεί, γίνονται όλο και πιο λεπτομερείς. Έτσι, ο αναγνώστης διαπιστώνει σχετικά πρώιμα πως ο έρωτας του Ούντο για τη σύντροφό του περνά σε δεύτερο πλάνο στον βαθμό που το παιχνίδι μονοπωλεί σχεδόν το ενδιαφέρον του ήρωα, ένας θάνατος αποσυνθέτει την παρέα των τεσσάρων Γερμανών, ο ερωτικός δεσμός του Ούντο με τη σύντροφό του φυλλορροεί, και η παράνοια αρχίζει να κερδίζει έδαφος, εξοβελίζοντας τη λογική, όσο ο πρωταγωνιστής εμπλέκεται συναισθηματικά με την ξενοδόχο, ενώ ταυτόχρονα αφήνει να εισβάλει στη ζωή του ο Καμένος, ο οποίος τον αντιμετωπίζει με μια βαθμιαία αυξανόμενη, συνωμοτική ευδαιμονία. Το ξενοδοχείο των ξένοιαστων, ευτυχισμένων, καλοκαιρινών διακοπών μετατρέπεται αφενός σε τόπο δοκιμασίας για τον ήρωα και ταυτόχρονα σε πεδίο μαγνητισμού που τον καθηλώνει, καθώς η παρτίδα που έχει αναλάβει να παίξει με τον Καμένο αποδεικνύεται μια καλοστημένη παγίδα με χαρακτηριστικά τελεσιδικίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μπολάνιο συνθέτει ένα μυθιστόρημα που σε ένα πρώτο επίπεδο εγκλωβίζει τον αναγνώστη με τον ίδιο ρυθμό που ο κεντρικός ήρωάς του παγιδεύεται και διαλύεται αθόρυβα και δευτερευόντως του κεντρίζει τον ενδιαφέρον, όσο του αποκαλύπτει πως το παιχνίδι ως θέμα του έργου δεν αποτελεί μια συγγραφική πινελιά εκζήτησης, αλλά επέχει θέση πολύσημης αλληγορίας που αφορά στην πολιτισμική του διάσταση, ενώ την ίδια στιγμή συνυφαίνεται με την Ιστορία και την ανθρώπινη ύπαρξη. Υπό το παραπάνω πρίσμα το εν λόγω έργο μπορεί να χαρακτηριστεί ως μυθιστόρημα του σασπένς, ταυτόχρονα όμως το Τρίτο Ράιχ υπερβαίνει το είδος ενός μυθιστορήματος αγωνίας δεδομένου ότι ο συγγραφέας με τον ευρυγώνιο φακό του καταθέτει ένα έργο που βρίθει συμβολισμών, οι οποίοι μπορούν να αποκτήσουν χαρακτήρα απορηματικών προτάσεων με ιστορικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις: πόσο συγκεχυμένα και θολά είναι τα όρια μεταξύ λογικής και παράνοιας, πού τελειώνει η φαντασία και πότε αρχίζει ο ιστορικο-ιδεολογικός σφετερισμός και η διαστρέβλωση της ιστορικής μνήμης, ποιες είναι οι απρόβλεπτες διαδρομές της ύπαρξης και πόσο εύφλεκτα εναλλάσσονται οι ρόλοι του θύματος και του θύτη;
Ας επανέλθουμε όμως στην αλληγορική σημασία του παιχνιδιού που εισηγείται ευφυώς ο Μπολάνιο, ο οποίος με το μυθιστόρημά του μας θυμίζει συνειρμικά τον Homo Ludens του Ολλανδού ιστορικού του πολιτισμού Johan Huizinga[1] και τη θεωρία γένεσης του πολιτισμού που διατύπωσε το 1938, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος παίζοντας, παράγει πολιτισμό, προωθεί τις τέχνες, αλλά και κάνει πόλεμο, και ότι μόνο ο «ολοκληρωτικός πόλεμος», ο οποίος δεν αναγνωρίζει στα ανθρώπινα πλάσματα την ανθρώπινη ιδιότητά τους ― ένας τέτοιος δηλαδή πόλεμος που το Τρίτο Ράιχ επεφύλασσε στην ανθρωπότητα ― μπορεί να αποσυνθέσει και να διαλύσει τη λειτουργία του πολέμου ως παιχνιδιού και να καταστρατηγήσει εν γένει τους κανόνες του. Το ιστορικό πρόσημο του μυθιστορήματος ενισχύεται επιπροσθέτως από μια υφέρπουσα αγωνία για την ύπαρξη με τη βιολογική, την ψυχολογική και τη διανοητική σημασία της. Ο Ούντο Μπέργκερ πληροφορείται ότι μπορεί και να διακυβεύεται με αυτήν την παρτίδα η ζωή του, και ο Μπολάνιο βάζει τον ήρωά του να αναμετρηθεί με την Ιστορία και την ύπαρξη επάνω από ένα ταμπλό με το χάρτη της Ευρώπης, όπως ο ιππότης- ήρωας Antonius Block του μπεργκμανικού φιλμ Έβδομη Σφραγίδα έπαιξε με το θάνατο για τη ζωή του μπροστά σε μια σκακιέρα. Ο ήρωας όμως του Μπολάνιο επιλέγει συνειδητά από κάποιο σημείο και έπειτα να παίξει και να χάσει την παρτίδα, αποφασίζει να επιχειρήσει το πέρασμα του Ρουβίκωνα για να εξιλεωθεί, για να λυτρωθεί με αυτόν τον τρόπο από το «αμάρτημα» της Ιστορίας, πληρώνοντας το μερίδιο και το τίμημα που του αναλογεί στη μικροκοσμική κλίμακα ενός παιχνιδιού για την ιστορική παρατυπία και τον ιδεολογικό «σολοικισμό» που διέπραξε.
[1] Πρόκειται για το έργο του Johan Huizinga Homo ludens που κυκλοφορεί στα ελληνικά υπό τον τίτλο Ο άνθρωπος και το παιχνίδι από τις εκδόσεις Γνώση σε μετάφραση του Στέφανου Ροζάνη και του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου.