Έλενα Χουζούρη
Δεν είναι πολλές οι φορές που ένα μυθιστόρημα σε καθηλώνει ή τουλάχιστον σου εξάπτει έντονα την περιέργεια να το συνεχίσεις. Σε μας που διαβάζουμε συστηματικά και παρακολουθούμε τον εκδοτικό οργασμό- ο οποίος παρά την κρίση συνεχίζεται σχεδόν αμείωτος- αποτελεί αναγνωστική χαρά όταν από τις πρώτες σελίδες του ένα μυθιστόρημα μας κερδίζει. Στις σπάνιες –είναι αλήθεια – αυτές φορές ανήκει και το νέο μυθιστόρημα της Μαρίας Γαβαλά Κόκκινος Σταυρός που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις. Το μυθιστόρημα της Γαβαλά έχει ως κορμό του ένα ελάχιστα, ευρέως γνωστό, αποτρόπαιο έγκλημα της ναζιστικής Γερμανίας: Την δια νόμου εξόντωση των χρονίως ιδρυματοποιημένων ψυχασθενών, με το σκεπτικό ότι επρόκειτο για άχρηστες ζωές που δεν συνεισέφεραν παραγωγικά τίποτα στην γερμανική κοινωνία η οποία όφειλε να είναι υγιής και φυλετικά καθαρή από προσμίξεις και πάσης φύσεως μιάσματα…. Πάνω στον κεντρικό αυτόν κορμό έρχεται να ακουμπήσει ένας δεύτερος που στο μυθιστόρημα εμφανίζεται με τον τίτλο «Η καλλιτεχνία των διανοητικά ασθενών: Η τέχνη των παραφρόνων» και δεν είναι παρά η διατριβή την οποία προσπαθεί να συγγράψει η κεντρική ηρωίδα-αφηγήτρια , μεταπτυχιακή ελληνογερμανίδα φοιτήτρια Αριάδνη Χόπε που σπουδάζει Ιστορία της τέχνης στο Πολυτεχνείο της Δρέσδης. Ένας τρίτος κορμός είναι η ζωή πριν τον εγκλεισμό της σε άσυλα, κατά τη διάρκεια του και τέλος την εξόντωσή της από τους ναζί γιατρούς, ζωγράφου Μπέρτα Γκέρτρουντ Φλεκ, η οποία είναι η κεντρική ηρωίδα της υπό «ανέγερση» διατριβής της ελληνογερμανίδας φοιτήτριας. Ένας τέταρτος είναι η ίδια η καθημερινότητα της φοιτήτριας και η ζωή της στην, με πολλαπλές συμβολικές σημάνσεις πόλη της Δρέσδης, από το 2015 έως το 2017. Τόσο ο παρελθών χρόνος της διατριβής όσο και ο παρών της ζωής της φοιτήτριας «αγκαλιάζεται» από την γερμανική κυρίως ιστορία του πρώτου μισού του 20ου αιώνα όσο και από την ελληνική των ετών της κρίσης, η οποία όμως αναγκαστικά συναντά και την σύγχρονη γερμανική. Εξάλλου η Αριάδνη Χόπε και βιολογικά έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό το πάντρεμα. Ο πατέρας της είναι Γερμανός, διπλωμάτης στην Αθήνα, ο οποίος φεύγει από την Ελλάδα όταν η γερμανική πρεσβεία δέχεται τρομοκρατική επίθεση με ρουκέτες από την «17 Νοέμβρη» και η μητέρα της ελληνίδα, η οποία παραμένει στην Ελλάδα, διαζευγμένη πλέον από τον σύζυγό της. Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στη Δρέσδη, στη Λειψία, στο Βερολίνο, στο Χαλάνδρι- όπου η ελληνική κατοικία της φοιτήτριας- όσον αφορά τον παρόντα μυθιστορηματικό χρόνο, στην Ψυχιατρική –Νευρολογική Κλινική Λομπτάουερ Στράσσε, στο Άσυλο Ζονεστάιν όπου συντελέστηκε η εξόντωση των χρονίως ψυχασθενών από τους ναζί το 1940, ανάμεσα τους και της Γκέρτρουντ Φλεκ, και του Ιδρύματος Ντόζεν, όσον αφορά τον παρελθόντα μυθιστορηματικό χρόνο. Στο μυθιστόρημα της Γαβαλά το οποίο ανοίγει με την μυθιστορηματική φωνή» της Γκέρτρουντ, οι «φωνές», σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, εναλλάσσονται καθώς κυλά ο μυθιστορηματικός χρόνος, ο οποίος εγκιβωτίζει παρελθόν και παρόν ανάλογα με το ποιος «μιλά», ενώ ταυτόχρονα ξετυλίγεται τόσο η ζωή της Γκέρτρουντ Φλεκ όσο και εκείνη της Αριάδνης Χοπε στην σημερινή Γερμανία, με μικρές αποδράσεις μνημονικού χαρακτήρα, στην ελληνική της οικογένεια στο Χαλάνδρι πριν αυτή διαλυθεί, και στις σχέσεις της με τον πατέρα και την μητέρα της, κατά τον χρόνο έρευνας και συγγραφής της διατριβής της. Μ΄ άλλα λόγια, ή Γαβαλά δίνει την δυνατότητα στον αναγνώστη να παρακολουθήσει τόσο την διαδικασία της έρευνας και της συλλογής των δεδομένων που θα συγκροτήσουν το corpus της υποτιθέμενης διατριβής αλλά και τους προβληματισμούς, τις αγωνίες και την ίδια την προσωπικότητα της Χόπε, καθώς όλα αυτά οικοδομούν σελίδα, σελίδα κεφάλαιο, κεφάλαιο, ένα πολυπρισματικό, πολυφωνικό, πολυεπίπεδο μυθιστόρημα.
Όσον αφορά τώρα τον ιστορικό [παρελθόντα χρόνο] μέσα στον οποίο εγκιβωτίζεται η τραγική ζωή και τραγικότερη κατάληξη της Γκέρντρουντ Φλεκ, αυτός εκκινεί από τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα στην ισχυρή και αλαζονική Γερμανία του Κάιζερ, προχωρεί στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στέκεται στα αμφίσημα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαιμάρης, και φτάνει έως την άνοδο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και του Χίτλερ στην εξουσία, για να κλείσει την Άνοιξη του 1940, όταν συντελείται η εξόντωση των ψυχασθενών με εγκλεισμό τους σε ειδικούς θαλάμους αερίων, ως πρόβα τζενεράλε για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων που θα ακολουθήσει τρία χρόνια αργότερα. Μέσα σ’ αυτό το τόσο καθοριστικό χρονικό διάστημα για την ευρωπαική ιστορία του 20 ου αιώνα, η Γαβαλά υιοθετεί την οπτική του ηττημένου γερμανικού λαού και επιχειρεί να «διαβάσει» τα συναισθήματά του που δημιουργεί η ταπεινωτική ήττα, με συνέπειες την τεράστια ανεργία-τον Μάρτιο του 1930 υπήρχαν 3.500.000 άνεργοι- τους εκατοντάδες χιλιάδες ανάπηρους πολέμου που περιφέρονται ανά την χώρα και που σύντομα θα καταλήξουν στην αγκαλιά του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, στην αποτυχημένη και απέλπιδα εξέγερση των σπαρτακιστών το 1919, στην αδυναμία της νεαρής Δημοκρατίας της Βαιμάρης να τιθασεύσει το επερχόμενο τσουνάμι του ναζισμού. Εκφορείς αυτών των συναισθημάτων είναι, κατά κύριο λόγο, η νοσοκόμα της Γκέρτρουντ στο Ζονεστάιν, Έρρικα Μπέντιεν, ο αδελφός της Μάρτιν, ανάπηρος πολέμου, και ακολουθούν, η επίσης νοσοκόμα, Μαρία Βέγκλερ, η έγκλειστη Κορνέλια Γκουζέβσκι, ο βοσκός Χαντς Λόρενς και η ναζίστρια, υπεύθυνη για την συγκρότηση καταλόγων ψυχασθενών για «ευθανασία», όπως είχαν ονομάσει οι Ναζί την μαζική εξόντωση των κλεισμένων στα Άσυλα, Ίγκμαρ Τσέσμερ, την οποία συναντούμε, προς τις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος, να λογοδοτεί στη Δίκη της Νυρεμβέργης. Εδώ η συγγραφέας θέτει και το πολυσυζητημένο ερώτημα της συλλογικής ενοχής του γερμανικού λαού απέναντι στα θηριώδη ναζιστικά εγκλήματα, ανάμεσα στα οποία ήταν, εκτός από το, υπ’αριθμόν ένα, Ολοκαύτωμα και η εξόντωση των ψυχικά νοσούντων. Στη σελίδα 275 διαβάζουμε τον σχετικό προβληματισμό της νοσοκόμας Έρρικα Μπέντιεν: «Έχω δει αρρώστους αποστεωμένους, με το σώμα τους γεμάτο πληγές, ανίκανους να δουν και να ακούσουν οτιδήποτε, που δυσκολεύονται να αναπνεύσουν, ενώ η καρδιά τους είναι έτοιμη να σταματήσει από στιγμή σε στιγμή. Ανθρώπους σκιές. Και η δική μου αντίδραση, η δική μου θέση; Μια μέρα κάτι πήγα να πω στον ιερέα της ενορίας που μας επισκέπτεται πότε, πότε, ενώ το τελευταίο διάστημα έχει αραιώσει τις επισκέψεις του κατόπιν εντολής του διευθυντή. Δεν με άφησε να ολοκληρώσω ούτε την αρχική μου πρόταση. «Σσς! Κόρη μου» είπε κλείνοντας μου το στόμα με το χέρι του και κοιτάζοντας έντρομος δεξιά αριστερά, «σ’ έχουν ανάγκη οι ασθενείς σου, ο αδελφός σου. Κι εμένα με χρειάζεται το ποίμνιο μου. Ας κάνουμε μόνο ό,τι μπορούμε». Κι έφυγε σαν κυνηγημένος. «Και οι άλλοι» αναρωτήθηκα, «όσοι δεν είναι σε θέση να πουν πως μας χρειάζονται, τι θ’ απογίνουν αυτοί οι άλλοι; Κι εμείς, πως θα κοιμόμαστε ήσυχοι, νιώθοντας τους ν’ αργοσβύνουν πλάι μας;» Και παρακάτω, δια στόματος και πάλι της Έρρικα Μπέντιεν, πληροφορούμεθα ότι το γερμανικό ραδιόφωνο εκτός από την είδηση της σύλληψης κάποιων φυγάδων από στρατόπεδα συγκέντρωσης, μετάδωσε και τις ευχαριστίες, προφανώς του Φύρερ, προς τον γερμανικό λαό που «με τη συμμετοχή και τη συνεργασία του συνέβαλε τα μέγιστα στη σύλληψη αυτών των αντιδραστικών στοιχείων και εχθρών της πατρίδας». Και η νοσοκόμα σχολιάζει: «Ω, το υγιές λαικό ένστικτο!». Η Μπέντιεν στις μετέπειτα σελίδες θα είναι η μόνη που θα επιχειρήσει την προσωπική της εξέγερση, προσπαθώντας να σώσει την Κορνέλια Γκουζέβσκι, κλεισμένη στο Ζόνεσταιν, μόνο και μόνο λόγω του απείθαρχου χαρακτήρα της, από την μητριά της. Αντίθετα η ναζίστρια Ίγκμαρ Τέσμερ, στην απολογία της κατά τη Δίκη της Νυρεμβέργης, εμφανίζεται με τα γνωστό επιχείρημα των ναζιστών κατηγορουμένων «δεν γνώριζα, δεν ήξερα, εκτελούσα εντολές». Και εδώ η συγγραφέας θέτει ένα άλλο ερώτημα, σε υποκεφάλαιο του μυθιστορήματός της με τον τίτλο «Η τιμωρία», καθώς η Αριάδνη Χόπερ, εμφανίζεται δίκην ξεναγού στη Δρέσδη του 2016, να πληροφορεί τους ξένους τουρίστες για τους 25.000 περίπου νεκρούς που άφησε πίσω του ο ισοπεδωτικός βομβαρδισμός της πόλης από τους συμμάχους, το 1945, όταν η Γερμανία είχε πια ηττηθεί κατά κράτος. Ήταν μια δίκαιη, τιμωρητική απάντηση αυτός ο μαζικά φονικός βομβαρδισμός ή απλώς μια αδικαιολόγητη πράξη συλλογικής αντεκδίκησης; Το άλλο μεγάλο ζήτημα που θέτει η συγγραφέας και που αποτελεί τον άξονα της διατριβής της ελληνογερμανίδας ηρωίδας της είναι κατά πόσο η τέχνη – εν προκειμένω η ζωγραφική της Γκέρτρουντ Φλεκ, πριν και κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού της στο Ζόνεσταιν- μπορεί να εκληφθεί ως πραγματική τέχνη ή είναι απλώς ασυνάρτητες καταγραφές μιας διαταραγμένης προσωπικότητας; Η Γκέρντρουντ Φλεκ καθώς βιώνει το ολοένα και πιο ζοφερό κλίμα της κόλασης του Ζόνεσταιν, – αντιδρά με την δημιουργική, απελευθερωτική εσωστρέφεια της τέχνης. Ζωγραφίζει συνεχώς με νερομπογιές, σε χαρτόνια που ζητά από την Μπέντιεν. Στο περιβάλλον του ζόφου, της τρέλας και του επικείμενου θανάτου, αντιπαραβάλλει μπουκέτα με πολύχρωμα λουλούδια, κυκλάμινα και μενεξέδες, με τα πέταλα και τους μίσχους τους κολλημένους μεταξύ τους , με τις ρίζες τους να μπερδεύονται η μία μέσα στην άλλη, δημιουργώντας ένα αδιαπέραστο λουλουδένιο τοίχο, τον οποίο κανείς δεν μπορεί να διαπεράσει. Κάποιες φορές ανάμεσα στην πυκνότητα των λουλουδιών, εμφιλοχωρεί και το κεφάλι μιας γάτας, της οποίας οι κάθετες κόρες των τεράστιων πράσινων ματιών της είναι μυστηριακά ή και απειλητικά λευκές. Θα μπορέσει η Αριάδνη Χόπερ να αποδείξει ότι οι ζωγραφιές της Φλεκ που διασώθηκαν μπορούν να της εξασφαλίσουν μια θέση στην ιστορία της ευρωπαικής ζωγραφικής του 20ου αιώνα; Ανατρέχοντας στις απόψεις για την τέχνη των Γερμανών μοντερνιστών Πάουλ Κλέε και Μαξ Έρνστ, κατά την εποχή της ναζιστικής εξουσίας, η Χόπε καταγράφει ότι «οι εχθροί του μοντερνισμού, στην έκθεση των Ναζί το 1937 με τον τίτλο «Εκφυλισμένη τέχνη» επιτέθηκαν στους μοντερνιστές, όπως ο Κλέε, συσχετίζοντας την τέχνη τους με τις μουτζούρες των τρελλών». Η Γαβαλά δίνει και άλλη μία ενδιαφέρουσα πληροφορία, στοιχείο και αυτή της «έρευνας» της ηρωίδας της: ότι η συζήτηση για το αν οι διανοητικά ασθενείς μπορούν να παράξουν τέχνη ή όχι ξεκινά ήδη από τη δεκαετία του 1920 με το έργο του Χανς Πρίντσχορν «Καλλιτεχνία των διανοητικά ασθενών», ενώ ο Φρόυντ αναζητούσε από καιρό σημάδια νεύρωσης ή ψύχωσης στο έργο καλλιτεχνών όπως ο Ντα Βίτσι ή ο Μιχαήλ Άγγελος!
Καθώς ο αναγνώστης παρακολουθεί τόσο το χτίσιμο του μυθιστορήματος της Γαβαλά, μέσα από την πρωτοπρόσωπη πολυφωνία πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών, όπως αυτή διατάσσεται και εναλλάσσεται με τους δύο χρόνους, παρόν-παρελθόν-παρόν, γίνεται κοινωνός της προσωπικής ζωής καθώς και των ποικίλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει –ερωτικών και οικογενειακών-, η, με διπλή ταυτότητα, ηρωίδα σε Δρέσδη, Λειψία, Βερολίνο κατά τα δύσκολα για την Ελλάδα χρόνια αλλά και για την Ευρώπη λόγω των αλλεπάλληλων μαζικών τρομοκρατικών χτυπημάτων. Κι εδώ εμμέσως η συγγραφέας θέτει το ζήτημα της βίας με το ερώτημα, πόσο ασφαλείς είναι οι ευρωπαικές πόλεις τον 21ο αιώνα σε σχέση με ότι αρκετές από τις ίδιες πόλεις έζησαν το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, με τους δύο παγκόσμιους πολέμους, τη βία και τις καταστροφές τους; Το ερώτημα μοιάζει κατά την άποψή μου υπερβολικό και χωρίς μέτρο σύγκρισης, ωστόσο θα μπορούσε ίσως να τεθεί ως υπόθεση εργασίας, τουλάχιστον αυτής που προσπαθεί να φέρει σε πέρας η ηρωίδα, την οποία η ίδια δεν είναι σίγουρη αν θα της δώσει τελικά την μορφή της διατριβής ή του…μυθιστορήματος. ..
Εν κατακλείδι, εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι η συγγραφέας κατόρθωσε να διαχειριστεί ένα πολύ πλούσιο υλικό χωρίς να το προδώσει αλλά και χωρίς να το αφήσει να την υπερβεί σε βάρος της λογοτεχνικότητας του μυθιστορήματος. Οι περιγραφές του Ζόνεσταιν, οι χαρακτήρες των πρώτων και δεύτερων ηρωίδων και ηρώων, η ατμόσφαιρα μιας ταραγμένης εποχής είναι τα μεγάλα συν του μυθιστορήματος. Θα προτιμούσα περισσότερη οικονομία σε όσα αφορούν τον παρόντα χρόνο, όσο κι αν αυτός στοιχειώνεται ήδη από πολλά ζόρικα συμβάντα. Ωστόσο αυτή η παρατήρηση δεν αλλάζει την άποψή μου ότι η Μαρία Γαβαλά έγραψε ένα σημαντικό μυθιστόρημα.
info: Μαρία Γαβαλά: Κόκκινος Σταυρός [εκδ. Πολις]