του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Είχα ως κριτικός την ευκαιρία να παρακολουθήσω την αποτύπωση της κρίσης στη σύγχρονη πεζογραφική παραγωγή σε τρία επίπεδα: πρώτα καλύπτοντας την εκδοτική επικαιρότητα (τους τίτλους που αρχίζουν να καταπιάνονται όλο και συχνότερα με το θέμα από το 2011 και μετά, ενόσω δεν έχουν λείψει κάποια προανακρούσματα), ύστερα διαβάζοντας πριν από λίγο καιρό τον συλλογικό τόμο Το αποτύπωμα της κρίσης, που επιμελήθηκαν η Ελένη Μπούρα και η Μικέλα Χαρτουλάρη για λογαριασμό των εκδόσεων Μεταίχμιο, και κατόπιν κοιτάζοντας, ως μέλος της κριτικής επιτροπής, τα διηγήματα που υποβλήθηκαν στον διαγωνισμό της εφημερίδας Το Βήμα με αιχμή την κρίση.
Τα γόνιμα δείγματα που μπόρεσα να διακρίνω σε αυτό το φάσμα, το οποίο ξεκινάει από τους επαγγελματίες συγγραφείς και φτάνει μέχρι ένα ακαταστάλακτο, όπως είναι φυσικό, σύνολο νεανικών φιλοδοξιών (σύνολο, πάντως, κάθε άλλο παρά αδιάφορο) δεν θα τα έλεγα ούτε λίγα ούτε πολλά. Εκείνο, ωστόσο, που μου φαίνεται πιο ενδιαφέρον να σχολιάσω σε ένα τέτοιο υλικό δεν είναι οι επιτυχίες και οι εξισορροπήσεις (για το πραγματικό βάρος των οποίων θα χρειαστεί να αποφανθούμε εκ νέου μετά από ένα εύλογο διάστημα, όταν όλα θα δείχνουν κατά πάσα πιθανότητα αρκετά διαφορετικά από όσα ξέρουμε και καταλαβαίνουμε σήμερα), αλλά οι αποτυχίες και οι κακοτοπιές ή οι χονδροειδείς λύσεις: γιατί μέσα από αυτές ίσως συνειδητοποιήσουμε καλύτερα πόσο αναπόφευκτη, αλλά και πόσο ατελέσφορη μπορεί να αποδειχθεί η κρίση για τη λογοτεχνία, είτε μιλάμε για τα καθιερωμένα της μεγέθη είτε για κάποιες ανιχνευτικές απλώς δοκιμές.
Ποιο είναι το πρωταρχικό πρόβλημα των ανεπιτυχών προσπαθειών; Μα, το ότι σπεύδουν να βάλουν σε πρώτο πλάνο την κρίση, κατονομάζοντας όπως οι συντάκτες του οικονομικού ρεπορτάζ ή οι οικονομικοί αναλυτές τα συμπτώματά της: αύξουσα ανεργία και απώλεια θέσεων εργασίας, επαγγελματική ανασφάλεια, μείωση εισοδημάτων, επιχειρηματική συρρίκνωση, μεγέθυνση της μετανάστευσης. Το αμέσως επόμενο πρόβλημα είναι η αισθηματολογική επένδυση και η ηθικολογική προβολή αυτών των συμπτωμάτων (σαν να μην έφτανε η καταλογάδην καταγραφή τους): διά της καταγγελίας των σκοτεινών δυνάμεων που κρύβονται πίσω από την όλο και μεγαλύτερη διάχυσή τους στην κοινωνία ή με έναν συνεχή κοπετό για όσους υποφέρουν από την προοδευτική διόγκωση του καθημερινού άγους. Τρίτο και εξίσου παραλυτικό πρόβλημα: η μελοδραματική τύχη των ηρώων, που οδηγούνται με συνοπτικές διαδικασίες στην καταστροφή, χωρίς να έχει μεσολαβήσει η παραμικρή κλιμάκωση.
Τι δεν κάνει η λογοτεχνία σ’ αυτό το τρίπτυχο; Πρώτον, δεν είναι σε θέση να οικοδομήσει πραγματικές συγκρούσεις και αντιθέσεις ή αντιφάσεις, φτιάχνοντας ένα περίπλοκο και πυκνά υφασμένο κοινωνικό δίχτυ. Δεύτερον, δεν έχει τη δυνατότητα να εξηγήσει την κρισιμότητα του περίγυρου τον οποίο καλείται να απεικονίσει αφού τον αντιμετωπίζει με μανιχαϊκού τύπου κατηγοριοποιήσεις. Τρίτον και σημαντικότερο, δεν καταφέρνει να αναδείξει την ανθρωπολογία της κρίσης. Η κρίση παραμένει σε ένα τέτοιο πλαίσιο κάτι το εντελώς απρόσωπο: ένα βαρύ και αδιαπέραστο μέταλλο, που συντρίβει πανομοιότυπα άτομα και συλλογικότητες, διαγράφοντας την οποιαδήποτε υποκειμενικότητα. Χωρίς ατομικό, όμως, και προσωπικό έρμα, δίχως εσωτερικά ρήγματα και κενά, χωρίς μια στρατηγική πλάγιας προσέγγισης του συλλογικού (ιδίως όταν το συλλογικό τείνει να απορφανίσει την ατομική ζωή), η λογοτεχνία δεν έχει την ικανότητα να κατανοήσει την κοινωνία ούτε να μετατρέψει την κρίση σε αφορμή για μια καίρια αλλαγή στην πορεία της τέχνης. Κι έτσι το φίδι χώνει την ουρά στο στόμα του. Πώς να μιλήσει η λογοτεχνία για την κρίση χωρίς να την καταναλώσει; Έχω την αίσθηση πως τα αντίβαρα των αποτυχημένων προσπαθειών, τα γόνιμα δείγματα για τα οποία έκανα λόγο προεισαγωγικά, δεν φτάνουν επί του παρόντος για να απαντήσουν με κάποια επάρκεια στο ερώτημα.