Χρήστος Τσιάμης
Η φετινή χρονιά είναι χρονιά σημαντικών επετείων. Στρογγυλών επετείων όπως τις ονομάζω. Τα πενήντα χρόνια, τα εκατό. Αρχίζοντας απ’ τα ευχάριστα, έχουμε τα 50 χρόνια από την κυκλοφορία του μεγάλου δίσκου των Μπητλς που κυριολεκτικά «άφησε εποχή», το σύνθετο έργο της μουσικής ρόκ «Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band». Έχουμε επίσης τα 50 χρόνια από την έκδοση ενός βιβλίου που άνοιξε τον δρόμο για έναν ολόκληρο καινούργιο κόσμο στη λογοτεχνία και στη φαντασία μας, του μυθιστορήματος «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς» (Cien Años de Soledad) του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Για να συνεχίσουμε με τις πιο βαρύγδουπες επετείους: έχουμε τα 100 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, τα 50 χρόνια από τον ιστορικό αντιπολεμικό λόγο του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στην Αμερική, «Πέραν του Βιετνάμ» («Beyond Vietnam»), στην Εκκλησία Ρίβερσαϊντ της Νέας Υόρκης, 50 χρόνια από την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, και 50 χρόνια από τον «πόλεμο των έξι ημερών» στη Μέση Ανατολή με συνεπακόλουθο τα πενήντα χρόνια της συνεχόμενης κατοχής του Παλαιστινιακού λαού (για μια άλλη κατοχή, της βόρειας Κύπρου, που μας αφορά σαν λαό και έτσι τις επετείους θα πρέπει να τις μετράμε χρόνο παρά χρόνο – 43 φέτος – γι αυτήν την κατοχή ευχόμαστε να μην κλείσει τα πενήντα…). Με ένα τέτοιο λοιπόν βάρος της Ιστορίας να μας πλακώνει αναμνηστικά, άρχισα να σκέφτομαι ποιος άραγε να είναι ο πιο φερέγγυος τρόπος προσέγγισης και απολαβής της Ιστορίας; Διαβάζοντας «έγκριτες» ιστορικές μελέτες μόνο, ή μήπως έχει κάτι να προσφέρει στην αντίληψη μας της Ιστορίας και η λογοτεχνία, ειδικά το είδος του «ιστορικού μυθιστορήματος»;
Για να είμαι ειλικρινής, το παραπάνω ερώτημα είχε αρχίσει να παίρνει σχήμα πριν κάμποσο καιρό με αφορμές συγκεκριμένα γεγονότα. Τώρα απλώς σκέφτηκα να βάλω σε τάξη τις διάφορες σκέψεις που κατά καιρούς είχα. Το πρώτο γεγονός ήταν μια συνέντευξη ιστορικού που έτυχε να διαβάσω σε Ελληνική εφημερίδα, όπου είχε δηλώσει ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν ήταν σαν ήρωας κάτι το ξεχωριστό αλλά θα μπορούσε να καταταγεί, επιστημονικώς εννοείται, σαν μια μονάδα ενός γενικότερου Ευρωπαϊκού φαινομένου («…μια ηρωική μορφή μιας ευρωπαϊκής περιόδου επαναστάσεων», όπως είχε πει επί λέξει). Η κρύα ματιά του σύγχρονου ιστορικού λοιπόν ταξινομεί τον Κολοκοτρώνη λίγο-πολύ όπως κάποιος θα ταξινομούσε μήλα σ’ ένα καφάσι, όπου όλα φαίνονται ίδια και το μόνο που τα προσδιορίζει είναι ο τύπος και η ημερομηνία συσκευασίας τους. Η εμπειρία όμως με τους δικούς μας ήρωες, όποιοι και νάναι, δεν είναι ακριβώς αυτή. Και επειδή δεν έχουμε ζήσει την εποχή του Κολοκοτρώνη, θα αναφερθώ σε μια άλλη εποχή, σε μιαν άλλη πτυχή της ζωής, με έναν άλλον ήρωα, τοπικόν, για να διευκρινίσω τι εννοώ.
Στα νεανικά μας χρόνια στην Πάτρα υπήρχε ένας “κυνηγός” ηρωικών διαστάσεων στην τοπική ομάδα ποδοσφαίρου, την Παναχαϊκή, ο Κώστας Δαβουρλής. Αυτός τότε είχε εξάψει τη φαντασία μας με τις ηρωικές του επιδρομές στην αντίπαλη περιοχή που κατέληγαν σε θεαματικά γκολ και που σιγά σιγά βοήθησαν να προχωρήσει σε επιτυχίες η ομάδα και να λάμψει σε όλη την Ελλάδα. Είμαι σίγουρος ότι υπήρχαν ανάλογες μορφές και σε άλλες πόλεις της επαρχίας (στο Ηράκλειο, στη Λάρισα) όμως για μας ένας ήταν ο Δαβουρλής. Και τα κατορθώματα του (πώς, επί παραδείγματι, είχε τελειοποιήσει την τεχνική που δεκαετίες αργότερα κωδικοποιήθηκε παγκοσμίως ως Bend it like Bekham), τα ηρωικά του κατορθώματα, αν δεν τα βλέπαμε οι ίδιοι στο γήπεδο, τα μαθαίναμε από στόμα σε στόμα στις πλατείες, στα καφενεία, στα σχολικά προαύλια. Και παραμένουν εξίσου ζωηρά στις σημερινές μας διηγήσεις, χρόνια μετά τον θάνατο του και της ομάδας την κατολίσθηση. Μπορεί, λοιπόν, οι ιστορικοί των σπορ να κατατάσσουν τον Κώστα Δαβουρλή σαν ένα λαμπρό παράδειγμα, ανάμεσα σε πολλά, σε μια περίοδο ανόδου του Ελληνικού ποδοσφαίρου της επαρχίας, για εμάς όμως υπήρξε ένας Πατρινός ήρωας στις συγκεκριμένες συνθήκες εκείνης της εποχής που η φήμη του μας γέμιζε με υπερηφάνεια. Κάποιες ανάλογες διαδικασίες, φαντάζομαι, μπαίνουν σε λειτουργία και με τις ιστορίες του ηρωισμού του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη για ολόκληρο το έθνος, κι έτσι γεννιέται ο θρύλος, και παραμένει. Η γέννηση ενός ήρωα, σε τελική ανάλυση, είναι φαινόμενο τοπικό και όχι γενικό! Ο λογοτέχνης το ασπάζεται αυτό. Εν αντιθέσει με τον ιστορικό, που η αποδεκτή επιστημονική του μέθοδος απαιτεί την τακτική των αποστάσεων στο έργο το ερευνητικό, ο λογοτέχνης χρειάζεται να ταυτισθεί με πρόσωπα και πράγματα σ’ ένα του παρελθόντος παρόν, σ’ ένα συγκεκριμένο τοπίο, να βγάλει την αλήθεια μέσα από αυτή την καταβύθιση, και ύστερα να μας την μεταδώσει με τη δημιουργική γραφή.
Ενα άλλο γεγονός που με οδήγησε να σκεφτώ τη σχέση της Ιστορίας και της λογοτεχνίας ήταν ένα σχόλιο σε μια διάλεξη. ‘Σωθήκαμε αν πάμε στη λογοτεχνία για να μάθουμε Ιστορία’, είχε ειπωθεί με ειρωνεία. Και σκέφτηκα τότε ότι αυτό το σχόλιο πλησίαζε, τουλάχιστον για μένα, την αλήθεια αν απλώς του αφαιρούσα την ειρωνεία και το έπαιρνα τοις μετρητοίς. Ότι η λογοτεχνία μπορεί να μας σώσει από του ιστορικού τη νοηματικώς μεν πλήρη αλλά συναισθηματικώς ελλιπή αντίληψη της Ιστορίας με μια ανάγνωση της Ιστορίας που κάνει χρήση όλων των ικανοτήτων μας, και των λογικών και των θυμικών
Εκφέρουμε, λοιπόν, εδώ την άποψη ότι ένα καλό έργο λογοτεχνίας, όταν καταπιάνεται με ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα μπορεί να μας βοηθήσει να έχουμε μια, όσο γίνεται, πιο προσωπική προσέγγιση στην Ιστορία. Και αυτό οφείλεται στον ριζικά διαφορετικό τρόπο με τον οποίον προσεγγίζουν το αντικείμενο της ιστορικής μελέτης ο ιστορικός από την μια κι από την άλλη ο λογοτέχνης. Ο καλός ιστορικός συνθέτει ενδελεχώς και με συνέπεια την εικόνα των ιστορικών προσώπων και γεγονότων βάσει των αρχών μιας δόκιμης επιστημονικής μεθόδου και κατάταξης. Και για να τα ερμηνεύσει εφαρμόζει τις μεθόδους μιας αναλυτικής σκέψης που διακατέχεται από τις τρέχουσες θέσεις μιας κοινωνικής/επιστημονικής ομάδας ή άλλης. Ο καλός λογοτέχνης προσεγγίζει απροκατάληπτος την Ιστορία και τα πρόσωπά της, με ανοιχτόν τον νού και ακόμα πιό ανοιχτή την καρδιά ώστε να μπορέσει, με τη μαγεία της τέχνης, να μπεί στο χωνευτήρι της ιστορικής στιγμής και να μας τη μεταδώσει ζωντανά: τις σκέψεις, τα αισθήματα, τα σκιρτήματα του κάθε χαρακτήρα. Και κατόπιν να ξαναδημιουργήσει τις ιστορικές σκηνές, εν εξελίξει, με μια γλώσσα που θα μας αγγίξει έτσι ώστε να αντιληφθούμε με τον νού και την ψυχή τι συνέβη. Στην ιστορική μελέτη, λοιπόν, η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον ιστορικό και στον λογοτέχνη είναι η συμπόνοια και η βαθιά κατανόηση του λογοτέχνη για τους χαρακτήρες του. Για να χρησιμοποιήσουμε μιαν αναλογία, ο ιστορικός, σαν τον επιμελητή του γενεαλογικού δένδρου μιας οικογένειας, ερευνά εξονυχιστικά, ανακαλύπτει, και εκθέτει μεθοδικά σε ένα φωτογραφικό άλμπουμ της οικογένειας την ιστορία. Το άλμπουμ αυτό έχει οπτική. Παρόντες είναι όλοι οι χαρακτήρες. Και οι λεζάντες, κάτω από κάθε φωτογραφία, προσφέρουν αλληλοαναφορές και αναλυτικές επεξηγήσεις για το τι είχε συμβεί σύμφωνα με τις πληροφορίες και την άποψη του επιμελητή. Απ᾽ τις εικόνες αυτές όμως λείπουν οι ήχοι, οι γεύσεις, οι μυρουδιές, τ᾽αγγίγματα σάρκας με σάρκα, έκδηλα τρυφερότητας, συμπόνοιας, ακόμα και συγκαλυμμένης βιαιότητας. Αυτές τις υπόλοιπες αισθήσεις λοιπόν είναι που ζωντανεύει για χάρη μας της οικογένειας ο παραμυθάς, δηλαδή ο οίκαδε λογοτέχνης. (Βέβαια, υπάρχει και η ιστορική μέθοδος που εξετάζει την Ιστορία περισσότερο από τη σκοπιά της καθημερινής ζωής, της κουλτούρας, της γεωγραφίας, και όχι σαν μιαν αλυσίδα από γεγονότα, από πολιτικούς και στρατιωτικούς ανταγωνισμούς, και από ιδεολογικές συγκρούσεις μιας εποχής. Εννοώ το είδος της μελέτης που καλλιέργησε ο Γάλλος ιστορικός Fernand Braudel).
Στην παγκόσμια λογοτεχνία υπάρχουν σπουδαία παραδείγματα ενδεικτικά της ικανότητας του συγγραφέα να μεταμορφώνεται στους χαρακτήρες του έργου του και να μας κάνει να ζούμε τα γεγονότα που περιγράφονται στο έργο μέσα από τον ψυχικό κόσμο και την οπτική γωνία αυτών των υπάρξεων. Η Έμμα Μποβαρύ και η Άννα Καρένινα βρίσκονται στην κορυφή μιας τέτοιας λίστας. Δυο περίπλοκες και ισχυρές γυναίκες που, σαν την Αθηνά απ᾽ το κεφάλι του Δία, είναι το γέννημα δυο ανδρών συγγραφέων! Το αντίθετο, ως προς τον συσχετισμό του φύλου του συγγραφέα και του ήρωα, έρχεται στον νού απ᾽τα διαβάσματα μας στη σύγχρονη Ελληνική λογοτεχνία. Συγκεκριμένα, ο χαρακτήρας του πολέμαρχου Ισμαήλ Φερίκ Πασά στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη και, πιο πρόσφατα, ο νεαρός, ποιητής εν τη γενέσει, Καβάφης στο μυθιστόρημα Τι μένει από τη νύχτα της Έρσης Σωτηροπούλου. Και να προσθέσω ανεκδοτολογικά μια παρατήρηση (σε μια παρουσίαση βιβλίου όπου έτυχα) προσώπου που είχε ζήσει τα γεγονότα και τις καταστάσεις που διαδραματίζονται στο μυθιστόρημα της Ελενας Χουζούρη Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ. Ελέχθη ότι παρότι η συγγραφέας δεν ήταν Εβραία που είχε ζήσει την τραγική εκείνη εποχή, το μυθιστόρημά της έδινε την αίσθηση, τουλάχιστον στο πρόσωπο που έκανε την παρατήρηση, ότι η συγγραφέας «ήταν ένας από εμάς που είχαμε ζήσει τότε αυτά»— τόσο πειστικά μετέφερε η αφήγηση τον εσωτερικό και εξωτερικό κόσμο των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Με άλλα λόγια, η Ιστορία παίρνει σάρκα και οστά μέσα από την βαθιά κατανόηση και τη συμπόνοια (δυο έννοιες που περικλείονται στο αγγλικό empathy) που είναι χαρακτηριστικά του λογοτέχνη συγγραφέα.
Τον χρόνο που μας πέρασε διάβασα τέσσερα μυθιστορήματα που εκδόθηκαν στην Αμερική και που πραγματεύονται διάφορα ιστορικά θέματα, το καθένα με τρόπο διαφορετικό μα εξίσου αποτελεσματικό. (Κι εδώ να προσθέσουμε ότι αυτή η πολύτροπη αισθητική προσέγγιση της Ιστορίας από τη λογοτεχνία είναι ένα επί πλέον στοιχείο εμπλουτισμού της περιδιάβασης της Ιστορίας). Το πρώτο μυθιστόρημα, The Sympathizer (θα το αποδίδαμε στα Ελληνικά, Ο Συνοδοιπόρος, με την πολιτική έννοια της λέξης), από τον Αμερικανό συγγραφέα, βιετναμέζικης καταγωγής, Viet Thanh Nguyen, μετά από τόσα λογοτεχνικά Αμερικανικά λογοτεχνικά έργα για το θέμα, μας δίνει τον πόλεμο του Βιετνάμ από την οπτική γωνία ενός Βιετναμέζου, και μάλιστα κάποιου που έχει ψυχικό δεσμό και με τις δύο πλευρές του εθνικού σχίσματος, και που επί πλέον οι περιστάσεις το φέρνουν να ασπασθεί και τον τρόπο ζωής του ξένου, Αμερικανού, εισβολέα. Στο δεύτερο μυθιστόρημα, The Little Red Chairs (Οι Κόκκινες Καρεκλίτσες), η γνωστή Ιρλανδέζα μυθιστοριογράφος Edna O’Brien τοποθετεί, ποιητική αδεία, τον πρωταγωνιστή των εγκλημάτων πολέμου κατά τη δεκαετία του ’90 στην πρώην Γιουγκοσλαβία στο επίκεντρο της ζωής σε μια πολίχνη της Ιρλανδίας, όπου έχει καταφύγει, λέει, υπό μεταμφίεση για να αποφύγει τη δικαιοσύνη μετά το τέλος εκείνου του πολέμου. Μέσω της συμπεριφοράς του και των τραγικών συνεπειών της στη ζωή των ανθρώπων με τους οποίους συναναστρέφεται σε αυτή την πολίχνη, η μυθιστοριογράφος καταφέρνει να δημιουργήσει ένα ανθρώπινο τοπίο που, παρόλο ότι απέχει γεωγραφικά και ανθρωπολογικά από εκείνο όπου έλαβαν χώρα τα εγκλήματα, ρίχνει εν τούτοις φως στο πώς και στο γιατί εκείνα τα εγκλήματα πολέμου είχαν συμβεί. Το τρίτο μυθιστόρημα, The Incarnations (Οι Ενσαρκώσεις), της Αγγλίδας Σούζαν Μπάρκερ (εν μέρει Κινεζικής καταγωγής), καταφέρνει μέσα από την μυθοπλαστική ιστορία της τριμελούς οικογένειας ενός ταξιτζή στη σύγχρονη Κίνα να μας δώσει περιεκτικά την ιστορία αυτής της τεράστιας χώρας: από τις πρώτες ιστορικές δυναστείες της μέχρι την μεγάλη πορεία των κομμουνιστών του Μάο προς την εξουσία και την μετέπειτα «Πολιτιστική Επανάσταση» στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’60. Ο ταξιτζής βρίσκει από καιρό σε καιρό στο ταξί του κάποια γράμματα από χαρακτήρες που προφανώς είχε συναντήσει σε προηγούμενες ζωές του. Έτσι λοιπόν, η πίστη στη μετενσάρκωση είναι το τέχνασμα που χρησιμοποιεί η συγγραφέας για να συνδέσει φαινομενικά παράταιρα ιστορικά γεγονότα. Τέλος, το μυθιστόρημα The Loughing Monsters (Τα Γελαστά Τέρατα) του σημαντικού Αμερικανού συγγραφέα Denis Johnson, είναι μια ιστορία που λαμβάνει χώρα σε μια χώρα της Αφρικής και, με μια μεταμοντέρνα αφήγηση αντι-ηρώων και γεγονότων χωρίς δραματικές εξελίξεις, φωτίζει εν τω γίγνεσθαι μια παρα-Ιστορία από «ειδικές δυνάμεις» και μοναχικούς «χειριστές» σε γενικά τοπία και στεγανά μυστικά γραφεία υψηλής τεχνολογίας. Μας ανοίγει ένα παράθυρο που βλέπει στο σύγχρονο τοπίο της μυστικής ιστορίας του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».
Σε πιό παλιές αναγνώσεις, είχα ζήσει τον Αμερικανικό Εμφύλιο πόλεμο μέσα από το μυθιστόρημα The March (Η Πορεία ) του Ε. Λ. Ντόκτοροου. Είχα ακολουθήσει την πορεία του Σιμόν Μπολίβαρ για την απελευθέρωση της Λατινικής Αμερικής στο μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες El General en su Laberinto (Ο Στρατηγός στον Λαβύρινθό του). Για σχετικά πιο πρόσφατα ιστορικά γεγονότα, ο Ντε Λίλλο μου είχε ανοίξει την πόρτα στον μυστήριο χώρο της δολοφονίας του προέδρου Τζόν Κέννεντυ (συμβαίνει να κλείνουν 100 χρόνια φέτος από τη γέννησή του) με το μυθιστόρημα Libra (Ζυγός), και ο Νόρμαν Μέιλερ, στο μείγμα μυθιστορήματος και ρεπορτάζ The Armies of the Night (Οι Στρατιές της Νύχτας), με είχε φέρει πλησίον στην ταραγμένη ψυχή της Αμερικής όταν έστελνε τα παιδιά της σε μια χώρα μακρινή να πολεμήσουν έναν πόλεμο με ύποπτη λογική. Και φυσικά, το μεγαλείο του ιστορικού μυθιστορήματος, Πόλεμος και Ειρήνη του Τολστόι, που όχι μόνο ζωντανεύει μια σημαντική ιστορική εποχή της Ευρώπης αλλά επίσης μας προσφέρει, μέσα από τις λεπτομέρειες των μαχών ανάμεσα στις δυνάμεις του Τσάρου και του Ναπολέοντος, και μια δική του θεωρία της Ιστορίας!
Και για να επανέλθουμε στις επετείους που αναφέραμε στην αρχή, ίσως να νοιώσουμε περισσότερο τις συνέπειες της Οκτωβριανής Επανάστασης από το βιβλίο Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα του Μπουλγκάκοφ και από το μυθιστόρημα Ο Άνθρωπος που Αγαπούσε τα Σκυλιά του Κουβανού Λεονάρδο Παδούρα παρά από τόμους και τόμους Ιστορίας που, απ᾽ όπου και να προέρχεται, βρίθει ιδεολογίας. Επίσης, για να νοιώσουμε την ανθρώπινη πλευρά του ξεριζώματος των Παλαιστινίων ας καταφύγουμε στο μυθιστόρημα του Λιβανέζου Ελία Κούρυ Η Πύλη του Ηλιου. Όσο για τις απαρχές της δικτατορίας του 1967 στην Ελλάδα, αρκεί να ανατρέξουμε στο μυθιστόρημα Ζ του Βασίλη Βασιλικού. Κι αν είμαστε αναγνώστες προσεκτικοί, θα δούμε τις ρίζες της δικτατορίας αλλού, σε αυτά που διαδραματίζονται, πολλά χρόνια πριν, στην Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού που μας δείχνει γιατί επί δεκαετίες κάποιοι παλιοί λογαριασμοί δεν είχαν κλείσει. Τέλος, τα πριν, τα νυν, και τα μετά, όλο εκείνο το ιστορικό πλέγμα που ακόμα μας τυραννά το χειρίζεται προσεκτικά, αμείλικτα, και αδρά ο Δημήτρης Νόλλας στα τελευταία μυθιστορήματά του, όπως το Από τη μία εικόνα στην άλλη και Το Ταξίδι στην Ελλάδα.
Τέλος, να αναφέρουμε ότι ένα είδος ιστορικής γραφής, κάπου ανάμεσα στην ιστορική μελέτη και το ιστορικό μυθιστόρημα, είναι το είδος της κριτικής βιογραφίας (critical biography). Αυτό το είδος, μέσα από τη βιογραφία και την επεξεργασία του γραπτού έργου ιστορικών προσώπων και συγγραφέων, στην καλύτερη του μορφή, είναι ικανό να ζωντανέψει την Ιστορία πέραν από την αυστηρότητα της ιστορικής μελέτης. Το καταφέρνει λόγω μιας έντονης περιέργειας, στα όρια του προσωπικού, του συγγραφέα για το αντικείμενο της σπουδής του, κι επίσης λόγω μιας γλαφυρότητας στο ύφος της γραφής του. Αναφέρουμε μερικά παραδείγματα τέτοιων βιβλίων που εκδόθηκαν στην Αμερική τα τελευταία χρόνια: Χάμιλτον του Ρόν Τσέρνοου, (που υπήρξε και η πηγή ενός τρομερά επιτυχούς θεατρικού μιούζικαλ στο Μπρόντγουέϊ), Founding Brothers (Ιδρυτές Αδελφοί) του Τζόζεφ Έλλις, Καρλ Μαρξ, Μια ζωή του 19ου αιώνα του Τζόναθαν Σπέρμπερ, Walter Benjamin, A Critical Life (Βάλτερ Μπένιαμιν, Ενας Κριτικός Βίος) των Η. Eiland και M. Jennings, Σπινόζα, Μια ζωή, του Στήβεν Νέϊντλερ. Θα ήταν ευχής έργο να δούμε το είδος αυτό να καλλιεργηθεί συστηματικά και στην Ελλάδα.
Εν κατακλείδι, ο λογοτέχνης δουλεύοντας και αφομοιώνοντας το υλικό της έρευνας και της μελέτης του ιστορικού μπορεί να μας φέρει πιό κοντά στην ιστορική στιγμή απ’ τον ιστορικό. Γιατί ο νους του λογοτέχνη είναι έτοιμος να αναγνωρίσει και να δεχτεί το αναπάντεχο μέσα στην ι(Ι)στορία, ακόμα και προς δική του έκπληξη! Είναι προετοιμασμένος, δηλαδή, για το «απρόοπτο» που είχε επισημάνει, στα μέσα του 19ου αιώνα, ως κάτι αναγκαίο για τη θεώρηση της ανθρώπινης Ιστορίας ο Ρώσος πρώτο-σοσιαλιστής Αλέξανδρος Χέρτσεν, με βάση τις παρατηρήσεις του στον κόσμο των φυσικών επιστημών. Το διάβασμα της Ιστορίας μόνο μέσα από τους κανόνες και τις φιλοσοφικές/ιδεολογικές νομοτέλειες (που αλλάζουν σύμφωνα με τον συρμό) των επιστημόνων ιστορικών οδηγεί αναπόφευκτα σε θολές παρατηρήσεις και παρ-εξηγήσεις. Όμως, όταν η Ιστορία επαναλαμβάνεται σαν μια ιστορία μέσα από τη λογοτεχνία, τότε ντύνεται με ανθρωπιά η επιστήμη, και ο αναγνώστης σίγουρα βγαίνει κερδισμένος.