Όλα ήταν αληθινά με εξαίρεση τα φτερά*

0
388

Της Λίλυς Εξαρχοπούλου( Για τη Ρούλα και τη μέρα της γυναίκας). 

 

Σκοτεινό το δειλινό της 5ης Μαρτίου, υποφωτισμένο το καφέ μπαρ Polis. Μπαίνοντας, δεξιά σε ένα ψηλό σκαμπό ο Δημήτρης Νόλλας, στο μπαρ συγκινημένη η Ελένη Καρρά με βλέμμα αεικίνητο να παρακολουθεί μπας και κάποιος δεν έχει λάβει το τελευταίο βιβλίο της Ρούλας Κακλαμανάκη «Στα κύματα του Δούναβη», νέδα, 2012, με το οποίο μας υπενθυμίζει την ψυχή της απ’ όπου βρίσκεται.

 

Στο τραπέζι ανεβαίνουν οι πρώτοι ομιλητές, Αλέξης Ζήρας, Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, και Χριστόφορος Λιοντάκης.  Οι συζητήσεις για το πώς και γιατί σταματούν, τα «Έχει περάσει ένας χρόνος και… Είναι δυνατόν;» διακόπτονται αλλά η συγκίνηση συνεχίζεται.  Λιτός και ουσιαστικός όπως πάντα ο Ζήρας ιχνογραφεί συνοπτικά τον βίο και αναλυτικά τη λογοτεχνική και ακτιβιστική –περί τη λογοτεχνία και όχι μόνο- πορεία της τιμώμενης.  Ας σταθούμε στη λογοτεχνική αρένα:  ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, συνεχής παρουσία σε όλα τα θέματα της Εταιρείας, αδιάκοπες προσπάθειες και τελική επίτευξη μιας αξιοπρεπούς σύνταξης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στους συγγραφείς.  Η Λαμπαδαρίδου-Πόθου ιδιαίτερα συγκινημένη μιλάει για τη συνάντησή τους, τη ζεστή επαφή τους, την ανταλλαγή κεφαλαίων για τα υπό έκδοση έργα τους.  Παίρνει το βήμα ο Λιοντάκης˙ είναι οργισμένος.  Πρώτα απ’ όλα για την απώλεια˙ για την πλημμελή παρουσία του Δ.Σ της Εταιρείας  για την οποία η Ρούλα είχε δώσει την ικμάδα της (Μα, μας κλείνει το μάτι η Ρούλα, αναμενόμενο να παρευρίσκονται οι επίσημοι εκπρόσωποι μόνον του ενός φύλου, δεν με έχεις διαβάσει Χριστόφορέ μου😉˙ της οικογενείας της˙ των ευεργετηθέντων μελών που την έχουν ήδη ξεχάσει.  Είναι ένας θυμός από πόνο, βαθύ πόνο.  Στέκει στον λάρυγγα και βγαίνει με δυσκολία, με παράπονο.  Τα όσα λέει είναι φανερό ότι  όλοι τα συμμερίζονται, νεύουν καταφατικά. Μιλά για τη Ρούλα και το πάθος της για τη δικαιοσύνη, την αφιλοκερδή της προσωπικότητα.  Ακολουθεί η Αλίκη Βαρβέρη, λιτή και απέριττη, διαβάζει ένα προ τετραετίας κείμενο του Γιάννη Βαρβέρη για το «Ευάλωτο σώμα της δικαιοσύνης» της Ρούλας.  Ο μεγάλος απών και η μεγάλη απούσα συναντιώνται  σιγοφτερουγίζοντας από πάνω μας.

 

Είναι η σειρά του δεύτερου πάνελ, η εναλλαγή παρότι παίρνει κάποιο λεπτό γίνεται αθόρυβα, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο Μανόλης Πρατικάκης, η Έλενα Χουζούρη παίρνουν τις θέσεις τους σ’ αυτό το μνημόσυνο αγάπης.  Ο Μαρκόπουλος που ήταν «οικογένεια» προσπαθεί να συγκεντρωθεί, να μιλήσει για το πολιτικό της έργο, την αθόρυβη αλλά αποτελεσματική δουλειά της στο υφυπουργείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τους αγώνες για εξασφάλιση σύνταξης στους πολιτικούς πρόσφυγες, την πολιτική της ανεξαρτησία˙ να αναφερθεί στα άτομα, απλούς πολίτες και συγγραφείς που βοήθησε, στο δέμας της που αν και μικρό διέθετε φοβερή ψυχή-δύναμη, στην ανιδιοτέλεια που τη χαρακτήριζε.  Ο Πρατικάκης πιο ψύχραιμος και πιο επιστημονικός ανακοινώνει ότι η ασθένειά της πλήττει έναν στο ένα εκατομμύριο. Τι πιο ταιριαστό για τη Ρούλα που ήταν μια στο εκατομμύριο! Η Χουζούρη προσπαθεί να είναι ψύχραιμη, το συναισθηματικό βάρος έχει ήδη εκφραστεί σ’ ένα εξαιρετικό της ποίημα, μιλά για τη Ρούλα και προσπαθεί επιμελώς να το κρύψει.  Μιλά για το πάθος της Ρούλας για το Hellenic Quarterly, το αγγλόφωνο περιοδικό που και όλοι οι υπόλοιποι έχουν μνημονεύσει, το παιδί της καρδιάς της το οποίο με κόπους και θυσίες εξέδιδε σε μια προσπάθεια να διαδώσει την ελληνική λογοτεχνία και τέχνη στο εξωτερικό.  Μουρμουρίζει κάτι που συμμερίζομαι, η Ρούλα πικραμένη από διάφορα, μάλλον ήθελε να πεθάνει… Όλοι οι ομιλητές  κλείνουν την ομιλία τους με απαγγελία κάποιων επιλεγμένων, αγαπημένων στίχων της Ρούλας.

 

Το κοινό ακούει αλλά και αφουγκράζεται, «διαβάζει» ανάμεσα στα λόγια, στα κενά, στις σιωπές -πρώτη σειρά οι Θανάσης Βαλτινός, Αντώνης Φωστιέρης, Γιάννης Κιουρτσάκης, Τζίνα Πολίτη, Αγγελική Στρατηγοπούλου, Τάκης Μενδράκος-, είναι σιωπηρό και κατανυκτικό, έχουν περάσει δυο ώρες και αρνείται να κουνηθεί, περιμένει να ακούσει κι άλλα απ’ όσους έχουν συνεργαστεί μαζί της, περιμένουν «ψυχή βαθειά» για κάποιαν που πέρασε σαν δροσερό αεράκι από τα ελληνικά γράμματα, ελάσσων ποιήτρια (όπως κι ο Καρυωτάκης εξάλλου…), μείζων προσωπικότητα.  Παίρνουν τον λόγο οι Βαλτινός, Φωστιέρης, Πολίτη, Πατρίκιος…  Υπήρχαν βέβαια και αρκετοί άλλοι λογοτέχνες στην αίθουσα οι οποίοι παρευρισκόμενοι σε μια βραδιά μνήμης για ένα πρόσωπο που αρνιόταν συστηματικά την αυτοπροβολή, φαντάζομαι ότι δεν θα πειραχθούν  που δεν τους αναφέρω ονομαστικά.

Γενική ομολογία: τα καλύτερα δοκιμιακά της πονήματα αυτά για τη δικαιοσύνη και για τις γυναίκες («Το ευάλωτο σώμα της δικαιοσύνης», Άγκυρα 2010, «Η θέση της Ελληνίδας στην οικογένεια, την κοινωνία, την πολιτεία», 1979, που ακολουθήθηκε από το «Η γυναίκα, χτες και σήμερα», Κέδρος 2007)˙ πιθανώς αρτιότερο μυθιστόρημά της το «Αναδρομικός θάνατος», Πατάκης, 1993˙ αγαπημένες ποιητικές συλλογές οι «Λίγο πριν, λίγο μετά», Καστανιώτης, 1999 και «Τζακ, ο αντεροβγάλτης-Σώμα με σώμα η μνήμη», Μεταίχμιο, 2003.

 

Υπάρχουν κι άλλα πονήματά της που, ημιτελή ή μη, περιμένουν τη μελέτη ή/και την έκδοσή τους, υπάρχει και η βιβλιοθήκη της που η Εταιρεία Συγγραφέων προσδοκά να αποκτήσει, να της αφιερώσει μια γωνιά του εντευκτηρίου της.  Ό,τι κι αν γίνει η Ρούλα σαν ευοίωνο δροσερό αεράκι θα συμπορεύεται μαζί μας, θα μας παρακολουθεί μια και ζει μέσα μας.  Είναι για όλους η Ρούλα, έτσι χωρίς επίθετο (πως λέγαμε «Νιόνιος» κάποτε και όλοι ξέραμε ποιον εννοούσαμε…), της οικειότητας, της ανθρωπιάς και της τρυφεράδας.

 

Τι να πω για εκείνη, την ακούραστη συστηματική μελετήτρια, την υπαρξιακή ποιήτρια, τη θεραπαίνιδα της δικαιοσύνης, τη δυναμική παρουσία, την Άνθρωπο;  Η συγκίνηση με ακινητοποιεί, ο κόμπος στον λαιμό ανεβαίνει, με πνίγει κι αυτό δεν θα το ‘θελε.  Ας συμπληρώσω ένα και  μόνο περιστατικό της δεκαπενταετούς γνωριμίας μας: Της είπα προ πενταετίας ότι θα έμπαινα στο νοσοκομείο για μια εγχείρηση ρουτίνας.  Μου τηλεφωνεί δύο ημέρες πριν μπω: δηλώνει ότι θα είναι εκεί, θα περιμένει να βγω.  «Μα θα ταλαιπωρηθείς», αντιτείνω, «αφού θα είναι εκεί ο Δ. και μια φίλη».  «Θα έρθω», υπόσχεται, «για να έχεις κοντά σου μια μητρική παρουσία». «Θάλασσα πλατιάμια στιγμή δεν ησυχάζεις…», θα της είχα ανταπαντήσει σήμερα, τότε ούτε που  μου είχε περάσει κάτι τέτοιο απ’ το μυαλό, η μητέρα-θάλασσα.

 

Καιρός να ξαναπερπατήσω δίπλα στη Ρούλα «Στα κύματα του Δούναβη», στην πολυαγαπημένη της Βουδαπέστη. Στο πρώτο κεφάλαιο που διάβασα δείχνει να την απασχολούν (δηλ. τους χαρακτήρες της) φιλοσοφικά θέματα για τη δικαιοσύνη, τη μοίρα κ.α.  Δεν φέρει βέβαια την αφιέρωση «Στη Λίλυ μου, όλα τα καλά/ και αγάπη αγάπη», αλλά την αγάπη της την αισθάνομαι τριπλή, πολλαπλή και για μια ακόμη φορά  νοιώθω να με ζεσταίνει.

Να ξέρεις Ρούλα, Ρούλα μας:  Στην εκδήλωση προς τιμή σου ήταν όλοι οι Φίλοι σου, οι καρδιακοί.  Ήταν βραδιά ευλαβική γιατί μιλήσαν  οι Φίλοι.  Τι υπέροχο πράγμα να έχει κανείς τόσους πολλούς, ξεχωριστούς, κολλητούς!  Οι υπόλοιποι αρκούμαστε σε κάνα δυο…

Λίλυ Εξαρχοπούλου ©

 

*Από το ποίημα της Ρούλας Κακλαμανάκη: «Ποδοσφαιρικοί αγώνες»

** Λογοτεχνικό ανέκδοτο: Όταν πριν από μερικά χρόνια η Ρούλα, έβαλε υποψηφιότητα για το Δ.Σ της Εταιρείας Συγγραφέων, ήρθε θριαμβευτικά πρώτη σε ψήφους.  Πολλοί τη συγχαρήκαμε και την πιέσαμε να γίνει πρόεδρος, να αποκτήσει η Εταιρεία την 1η γυναίκα πρόεδρο της.  Η Ρούλα μας το απέρριψε συνοπτικά: «Εγώ θα προτείνω τον Βαλτινό, άνθρωπο εγνωσμένου συγγραφικού κύρους που το όνομά του και μόνο προσδίδει κλέος στην Εταιρεία.  Εξάλλου έχω τις μελέτες μου και το Hellenic Quarterly που πασχίζω να διατηρήσω».

 

 

Προηγούμενο άρθροΣυμπτώματα παθολογίας
Επόμενο άρθροΠροσωπικές ιστορίες – δημόσιες εικόνες

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ