του Βαγγέλη Προβιά (*)
Το βλέπω σε όχι λίγους συμμετέχοντες σε εργαστήρια και σεμινάρια δημιουργικής γραφής και μυθοπλασίας. Στην αρχή διακρίνεται μόνο ως μια σκιά. Ένα παράξενο, όχι δραματικό, αλλά εμφανέστατο βάρος. Μια αβεβαιότητα. Που με την πάροδο του χρόνου, μερικές συναντήσεις αργότερα, μερικές ασκήσεις αργότερα, μερικά γραπτά αργότερα, αποσαφηνίζεται. Αποκτά την μορφή μιας αποθάρρυνσης και, πιο συγκεκριμένα, μιας ερώτησης που υπονοεί με απόλυτη κατηγορηματικότητα την απάντησή της. Εξ ου και αποθαρρύνει. Εξ ου και βαραίνει. Εξ ου και ρίχνει δύσκολη σκιά σε όσους προσβάλει.
Αυτή είναι η ερώτηση: Υπάρχει άραγε ακόμη για κάποιον που γράφει η δυνατότητα να είναι πρωτότυπος; Πόσο αληθινό είναι το στερεότυπο που ακούγεται και επαναλαμβάνεται όλο και περισσότερο, πως «δεν υπάρχουν πια πρωτότυπες πλοκές, πρωτότυπα θέματα και πρωταγωνιστές», πως «όλα έχουν γραφτεί;». …Ρητορικά τα ερωτήματα, για αυτούς που τα κουβαλούν. Όχι, θεωρούν. Δεν υπάρχει δυνατότητα πρωτοτυπίας. Ναι. Είναι απόλυτα αληθές το στερεότυπο. Όλα έχουν γραφτεί πια!
Πιστεύω πως αυτή η άποψη, αυτή η βεβαιότητα όλο και περισσότερων ανθρώπων που γράφουν, ή και αναγνωστών, πως τίποτε καινούργιο δεν μπορεί να ειπωθεί, είναι μέγιστη πλάνη και παγίδα, αν δεν είναι ανοησία και καταφύγιο του τεμπέλη. Είναι κάπως σαν να ισχυρίζεται κάποιος πως «επειδή σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας έχουν γεννηθεί δισεκατομμύρια μωρά, και άρα όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος έχουν προϋπάρξει, κανένας άνθρωπος αυθεντικά πρωτότυπος δεν μπορεί πλέον να δημιουργηθεί…». Αξίζει όμως να αναρωτηθεί κανείς: Γεννάμε (κείμενα, ανθρώπους) μόνο για να φέρουμε στον κόσμο κάτι ολοκαίνουργιο; Ή δημιουργούμε για να εμπλουτίσουμε όπως και όσο μπορούμε τον κανόνα της ανθρώπινης δραστηριότητας, της ανθρώπινης ύπαρξης;
Στην εποχή μας, αλλά και σε κάθε εποχή, υπάρχουν άνθρωποι που στον κανόνα της ανθρώπινης ύπαρξης και δράσης προσθέτουν βία, καταστροφή, όλεθρο, πόνο, αυτοκαταστροφή, βλάβη στα ζώα, στα φυτά, στο περιβάλλον. Για αυτό και μόνο όποιος μπορεί να προσθέσει οτιδήποτε φωτεινό και θετικό, ακόμα και αν έχει ειπωθεί, οφείλει, σχεδόν, να μπει στον κόπο να το κάνει. Ένα κείμενο, μια ιστορία, ακόμη και «μη-πρωτότυπη» που όμως μιλά για την ομορφιά της ανθρώπινης διάνοιας, για τους θριάμβους της, για την καλύτερη εκδοχή των πραγμάτων, ή που ακόμα ακόμα μας εφιστά την προσοχή στις απαρατήρητες βίες και σκληρότητες της ανθρώπινης φύσης, είναι απόλυτα αναγκαίο αντίβαρο στην άσχημη πλευρά.
Όσο για το ιερό δισκοπότηρο της πρωτοτυπίας, ακόμα και αυτή είναι εφικτή, ακόμα και στην εποχή μας που ο τσαπατσούλης δημιουργός, και ο τεμπέλης καλλιτέχνης μας απογοητεύουν πως όλα έχουν γραφτεί, πως οι πλοκές, τα θέματα, οι ιστορίες, οι πρωταγωνιστές έχουν προυπάρξει, έχουν γραφτεί από κάποιον άλλον. Διότι όπως ακριβώς είναι άπειρος ο συνδυασμός των ανθρώπινων χαρακτηριστικών και έτσι, κάθε μωρό που θα γεννιέται θα είναι μοναδικό στον αιώνα τον άπαντα, το ίδιο συμβαίνει, ακριβώς, και με τα δομικά χαρακτηριστικά μιας ιστορίας και τους αναρίθμητους συνδυασμούς τους.
Πόσο ίδια είναι η μοναξιά ενός δόκιμου μόναχου το 1905 στο Άγιο Όρος με την μοναξιά ενός Παγκρατιώτη με 4 χιλιάδες «φίλους» στο facebook το 2017, οι οποίοι είναι απομονωμένοι και έχουν και οι δύο έξι μέρες να συναντηθούν με κάποιον, οποιονδήποτε; Πόσο μοιάζει η απόγνωση ενός αγρότη στα Μέγαρα του 1937 που η καταιγίδα κατέστρεψε την σοδειά του, με την απόγνωση μιας τραγουδίστριας σε ένα λαϊκό κέντρο στην Δράμα του 1985 που απολύεται επειδή δεν φέρνει παρέες στο μαγαζί; Τι κοινό έχει η μοιχεία της Άννας Καρένινα, στην Αγία Πετρούπολη του 1880 με την μοιχεία της διευθύντριας στην τράπεζα στην Γλυφάδα, η οποία αγνοεί ότι όλοι γνωρίζουν, συνάδελφοι, γνωστοί, και το ότι απατά τον άντρα της αλλά και το με ποιον τον απατά; Τι ίδιο έχει ο αγώνας για επιβίωση, για ακεραιότητα, για ευτυχία, το 2017 στην Αττική με τους ίδιους ακριβώς αγώνες το 1970 στην Ατλάντα; Που μοιάζουν η κατάθλιψη των Χριστουγέννων στην Μόσχα του 1942 με την κατάθλιψη των Χριστουγέννων στην Πρέβεζα το 1993;
Η πρωτοτυπία στην εποχή μας, σε κάθε εποχή, είναι απολύτως εφικτή. Σίγουρα. Αρκεί να έχουμε τα νοητικά και αισθητικά εργαλεία να την διακρίνουμε γύρω μας, και τα γλωσσικά και εκφραστικά εργαλεία να την καταγράψουμε, ζωντανά, αυθεντικά, ψυχωμένα. Αυτές οι ικανότητες παρατήρησης αλλά και εκφραστικότητας, ακριβώς όπως κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα απαιτούν πολλά… εξάσκηση, πειθαρχία, προπόνηση – κάτι που είναι θέμα άλλων (πολλών) κειμένων. Μα πώς να σηκώσεις το βάρος της ατέλειωτης προσπάθειας και της αφοσίωσης όταν χρειάζεται να κουβαλάς το βάρος της βεβαιότητας ότι δεν αξίζει τον κόπο να προσπαθήσεις, να αφοσιωθείς, επειδή «όλα έχουν ειπωθεί»;
(*) Ο Βαγγέλης Προβιάς είναι συγγραφέας, τελευταίο βιβλίο η συλλογή διηγημάτων Πλατεία Μεσολογγίου, Ολκός