Χρήστος Νικολόπουλος
Ένα διήγημα-σχόλιο στην «Εαρινή ορμή» του Δημήτρη Γέρου, με αφορμή την αυτοχειρία του Κονσταντίν Γ. Τρέπλιεφ στον «Γλάρο» του Άντον Π. Τσέχοφ
Κυρίες, κύριοι,
μην κλάψετε. Όχι.
Ούτε να λυπηθείτε χρειάζεται.
Αν πρέπει οπωσδήποτε κάτι να κάνετε, βάσει των κοινωνικών σας συμβάσεων, χαρείτε όσο μπορείτε. Όσο αντέχει ο καθένας σας, δηλαδή.
Κι αυτό θα αρκεί. Πραγματικά.
Για σένα το λέω, μαμά, για να είμαι ειλικρινής.
Αν με διαβάσεις.
Για πρώτη -και τελευταία- φορά.
Ναι. Κοίτα να χαρείς. Όσο μπορείς.
Χωρίς να κριτικάρεις αυτή τη χαρά. Ή να τη διαφημίσεις. Αναλόγως διάθεσης.
Έστω για μια φορά.
Μην παρεξηγηθώ… Ούτε ειρωνεύομαι, ούτε έχω όρεξη για λογοπαίγνια με τις φορές. Δεν σκοπεύω να δοκιμάσω σ’ αυτή την επιστολή νέες φόρμες γραφής. Θα ήταν περιττό.
Εντυπωσιακό, ε; Κι όμως! Εγώ, που τόσο πολύ πίστευα στους νέους τρόπους έκφρασης, κατάλαβα πια ότι δεν βρίσκεται εκεί η ουσία. Εγώ, που υποστήριζα με τέτοιο πάθος ότι δεν πρέπει στα κείμενά μας να δείχνουμε τη ζωή όπως είναι ή όπως θα έπρεπε να είναι αλλά μόνο όπως τη βλέπουμε στα όνειρά μας, συνειδητοποίησα πλέον ότι δεν είναι αυτό το θέμα. Ίσα-ίσα. Εκείνο που μετράει είναι να γράφεις χωρίς να σκέφτεσαι. Καινοτομίες ή κόσμους ονειρικούς. Να γράφεις γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Γιατί βγαίνει αβίαστα απ’ την ψυχή σου. Αυτό έχει αξία.
Κι αυτό κάνω αυτή τη στιγμή.
Ή, τουλάχιστον, προσπαθώ.
Χωρίς φόρμα. Αληθινά. Απ’ την ψυχή.
Και σας προσκαλώ στ’ αλήθεια να χαρείτε. Όλοι σας.
Πείτε ότι σας το ζητώ σαν χάρη.
Που τώρα είμαι καλά. Γιατί είμαι καλά πια.
Είναι όμορφα εδώ. Έχει μια υπέροχη ησυχία. Περίεργα υπέροχη. Και, ταυτόχρονα, υπέροχα ζεστή. Θα φταίει, μάλλον, αυτή η μυρωδιά της γαλήνης του χώματος. Μυρωδιά γνώριμη από καταβολής κόσμου, αν το καλοσκεφτείς. Άρρηκτα δεμένη με την ίδια τη ζωή.
Οξύμωρο που είναι!
Καταλήγουμε στο χώμα, το άμεσα συνυφασμένο με τη ζωή. Γέννηση και θάνατος, τέλος και αρχή, σε πάλη αδιάκοπη και αρμονία αιώνια. Με φόντο ένα περιβάλλον χωμάτινο. Γεμάτο λουλούδια. Σημάδια της χαράς. Της λύπης.
Με λυπάστε, το ξέρω. Κι ας παριστάνω, καιρό τώρα, το αντίθετο.
Αλλά ξέρω. Και δεν υπάρχει λόγος να το αρνηθείτε.
Ανέκαθεν με λυπόσασταν, άλλωστε.
Τον καιρό της αφάνειας. Της απόρριψης, πιο σωστά. Όλον εκείνο τον καιρό, τέλος πάντων. Που ήταν πολύς. Μ’ έναν οίκτο πολύ. Που δεν μπορούσε να κρυφτεί στο βλέμμα. Όσο κι αν προσπαθούσατε. Κι ας προσπαθούσατε.
Όμως ο οίκτος είναι πάνω από τις δυνάμεις μας. Μας ξεπερνάει, έτσι δεν είναι;
Δεν τιθασεύεται, δεν καμουφλάρεται. Όσο κι αν το θέλουμε.
Όχι, δεν σας κακιώνω. Κάθε άλλο.
Πώς θα μπορούσα, εξάλλου; Άπαξ και αναγνωρίσεις ένα συναίσθημα στο βλέμμα του άλλου, πάει να πει ότι το ’χεις νιώσει κι εσύ. Κάποια στιγμή. Κάπου. Μόνο έτσι είσαι σε θέση να το δεις. Μόνο έτσι το αναγνωρίζεις. Κάθε συναίσθημα.
Ναι, τον ίδιο ακριβώς οίκτο ένιωθα κι εγώ. Αυτή είναι η αλήθεια.
Για όλους σας, για τον εαυτό μου. Έναν οίκτο καυτό, σαν λάβα. Σαν τη λάβα ενός ηφαιστείου. Που γεννήθηκε από το νερό, από τη μήτρα μιας λίμνης.
Τι περίεργο!
Η λίμνη των παιδικών μου χρόνων και της πρώτης νιότης μου, των ονείρων και των πόθων μου, η λίμνη που αγκάλιασε την παρθενική μου θεατρική απόπειρα, την τόσο υποσχόμενη και τόσο αποτυχημένη, μεταλλάχθηκε σ’ ένα μεγάλο σπυρί στο πρόσωπο του κόσμου, γεμάτο κόκκινο πύον. Αυτή η λίμνη, η ίδια λίμνη, που υπήρξε ανέκαθεν μια εστία θαύματος κι ένα καταφύγιο πολύτιμο για μένα, τεράστιο ηφαίστειο έγινε πια. Λες και βούλιαξε σιγά-σιγά κάτω από το βάρος του χρόνου και της απογοήτευσης, και βυθίστηκε στα έγκατα της γης, δίνοντας τη θέση της σε μια βόμβα λάβας που έχει εκραγεί προ πολλού.
Μέσα μου αρχικά, έξω απ’ την πόρτα μου εντέλει.
Κι αυτό το έξω απ’ την πόρτα είναι χειρότερο, ξέρετε. Γιατί δεν ελέγχεται.
Το μέσα σου μπορείς ίσως να το ελέγξεις. Αν το θες.
Έστω και ναρκισσιστικά. Βολεύει, όσο να πεις.
Να κρατήσεις για τον εαυτό σου τον πιο αβανταδόρικο ρόλο. Του θύματος.
Από άποψη; Επιλογή; Ανάγκη; Όπως και να το πεις, το αποτέλεσμα δεν θα αλλάξει.
Το έξω, όμως; Πώς παλεύεται; Αν παλεύεται. Παλεύεται; Πώς να παλέψεις με το έξω ηφαίστειο, όταν μέσα σου υπάρχει μόνο στάχτη; Στάχτη πυκνή, που πρέπει μόνος σου να καταργήσεις φυτεύοντας λουλούδια. Για να μπορέσεις να αντέξεις την άλλη, την εξωτερική.
Δεν είναι και τόσο μακριά τα ηφαίστεια, τελικά.
Κι ας πιστεύουμε εμείς το αντίθετο.
Κι ας νομίζουμε πως μας προστατεύουν οι βαμμένοι τοίχοι μας.
Τι θνητοί! Οι τοίχοι μας, εμείς!
Ούτε που καταλαβαίνεις πότε φτάνει στην πόρτα σου η λάβα των ηφαιστείων. Έτοιμη από κατασκευής της να σου κάψει ανά πάσα στιγμή κάθε λουλούδι. Φυσικό ή του μυαλού αποκύημα. Αυτοφυές, σαν την ίδια τη ζωή, ή από χέρι ανθρώπινο σπαρμένο, σε μια προσπάθεια άμυνας απέναντι στη στάχτη μιας ζωής. Που ακυρώνεται. Που αδειάζει.
Που γαμιέται, κατά το κοινώς λεγόμενο.
Ωχ, συγγνώμη… Είπα κακή λέξη, ε; Έθιξα τον καθωσπρεπισμό σας, σωστά;
Υπερέβην τα εσκαμμένα, μάλλον, για να το πω πιο λόγια. Με άλλα λόγια.
Μαμά, μην ακούς εσύ. Εσύ κάνε πως δεν κατάλαβες, πως δεν το είπα.
Δεν θα έχει κόστος έτσι. Για σένα, τουλάχιστον.
Τι έλεγα, όμως;
Είμαι γλάρος… Όχι, δεν ήθελα να πω αυτό.
Εκείνη το έλεγε αυτό. Όποτε έχανε τον ειρμό της. Ή νόμιζε ότι εύρισκε τον προορισμό της. Ποιος ξέρει; Σαν γλάρο την τραβούσε η λίμνη. Έτσι έλεγε. Σαν τον γλάρο που κάποτε σκότωσα στη λίμνη. Και που ζει έκτοτε βαλσαμωμένος σ’ αυτό το σπίτι. Το βαλσαμωμένο.
Μια βαλσαμωμένη προσδοκία κι αυτός, μιας ματαιωμένης ζωής.
Που ματαιώνεται, ανεξαρτήτως έκφρασης. Άσχετα με το πώς θα το διατυπώσεις.
Ματαιώνεται. Ολόκληρα. Όταν λείπει το βλέμμα του αγαπημένου προσώπου.
Ακόμα κι αν αρχίσει να έρχεται στην επιφάνεια η επιφάνεια, η αποδοχή.
Καμία επιτυχία δεν μπορεί να γεμίσει την τρύπα της ψυχής. Του ανεκπλήρωτου έρωτα το κενό. Που χάσκει. Εκεί. Πάντα εκεί. Κάθε στιγμή.
Κι εγώ το ξέρω καλά αυτό. Κι εσείς το ξέρετε ότι το ξέρω. Το ξέρω ότι το ξέρετε. Καλά.
Όπως ξέρω κι ότι πονάει αφόρητα, όταν το βιώσεις.
Τη στιγμή ακριβώς της επιβράβευσης. Που δεν έχει να σου πει τίποτα.
Πώς αλήθεια να σου πει; Αφού δεν μπορεί να γιατρέψει τον πόνο της μοναξιάς.
Καμία καταξίωση, όσο κι αν έχεις παλέψει γι’ αυτήν, όσο κι αν την έχεις λαχταρήσει, δεν πρόκειται να φυτέψει αληθινά λουλούδια στο χώμα της ψυχής σου.
Κι αν σ’ τα φυτέψει, δεν θα κρατήσουν. Θα μαραθούν.
Χωρίς πίστη. Χωρίς το νερό του βλέμματος του αγαπημένου προσώπου.
Το μοναδικό. Το ένα. Που γονιμοποιεί την ψυχή, το χώμα σου.
Σε μια μόνο στιγμή. Αν πιστεύεις. Αν έχεις αυτή τη δύναμη.
Όπως εκείνη. Που πιστεύει, που έχει τη δύναμη. Έτσι λέει. Έτσι μου είπε, δηλαδή, πριν από λίγο. Ήταν εδώ, ξέρετε. Όση ώρα εσείς μέσα τρώγατε. Ήρθε να με δει. Κρυφά. Να μου μιλήσει ήθελε. Να μου πει ότι δεν υποφέρει πια, ότι δεν τη φοβάται τη ζωή. Το κατάλαβε πλέον, λέει. Έτσι μου είπε, τουλάχιστον. Ότι σ’ αυτή τη δουλειά, είτε είσαι ηθοποιός είτε συγγραφέας, δεν έχουν σημασία η δόξα, τα μεγαλεία. Σημασία έχει μόνο το να μπορείς να υπομένεις, να σηκώνεις τον σταυρό σου και να πιστεύεις.
Μπορεί και να ισχύει, να έχει δίκιο. Δεν ξέρω.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι εγώ δεν έχω αυτό το κουράγιο πια. Δεν έχω το κουράγιο να υπομένω άλλο, να σηκώνω τον σταυρό μου, να ζω.
Θέλει δύναμη να ζεις. Θέλει κόπο, τρόπο. Κουράγιο.
Θέλει κουράγιο το θαύμα. Το τραύμα. Ναι.
Κι εγώ πλέον δεν το έχω. Όχι.
Δεν πιστεύω σε τίποτα. Δεν τον ξέρω τον προορισμό μου σ’ αυτή τη ζωή. Και δεν θέλω κιόλας να ψάξω να τον βρω. Δεν μου χρειάζεται.
Δεν θα είχε νόημα. Θα ήταν άλλη μια παράταση χρόνου. Σπατάλη.
Την επιλογή μου την έχω κάνει, εξάλλου. Καιρό τώρα.
Νομίζω από εκείνη την πρώτη αποτυχημένη θεατρική απόπειρα. Τότε ήταν που το νερό της λίμνης άρχισε να στερεύει για μένα. Μαζί με το βλέμμα της αγαπημένης μου.
Τον ερωτεύτηκε, βλέπεις. Παράφορα.
Ούτε το όνομά του δεν καταδέχομαι να γράψω.
Δεν χρειάζεται, έτσι κι αλλιώς. Είναι τόσο διάσημος, που τον ξέρουν οι πάντες.
Θαμπώθηκε από τη δόξα, τα μεγαλεία του. Και τον ακολούθησε. Σαν μαγεμένη.
Ακόμα τον αγαπάει. Παρ’ όλο που την παράτησε, που την κατέστρεψε.
Ένα θέμα για διήγημα ήταν απλώς για εκείνον, όπως αποδείχθηκε. Ένα διήγημα που πρώτα το εμπνεύστηκε, ύστερα το έζησε όπως εκείνος επέλεξε και τελικά το έγραψε. Κι όλοι σίγουρα θα εκθειάζουν, διαβάζοντάς το, την αλήθεια του λόγου του. Τη συγγραφική του δεινότητα, την ικανότητά του να πλάθει ζωντανούς χαρακτήρες. Αγνοώντας τους «νεκρούς» που άφησε ο συγγραφέας πίσω του. Θυσιάζοντάς τους στον βωμό της τέχνης του.
Βάρβαρη που είναι η τέχνη, καμιά φορά!
Βάρβαροι οι περισσότεροι που καμώνονται ότι την υπηρετούν.
Όχι όλοι, βεβαίως. Κάτι τέτοιο θα αδικούσε τους λίγους που κατάφεραν να αψηφήσουν τον εγωισμό τους και να την υπηρετήσουν ουσιαστικά.
Όπως δεν έκανε εκείνος, όπως δεν κάνω κι εγώ αυτή τη στιγμή.
Τι κι αν οι λέξεις μου αυτές δεν πρόκειται να δημοσιευτούν; Επισήμως, τουλάχιστον. Ανάμεσα στους βαρβάρους βάζω και τον εαυτό μου, έχετε υπ’ όψιν σας. Τα ίδια μ’ αυτούς, μ’ αυτόν κάνω. Ένα -ας το πούμε- διήγημα γράφω κι εγώ τώρα. Από τη ζωή βγαλμένο. Ακριβώς όπως εκείνος.
Τι αστείο! Όπως εκείνος. Που έζησε, έγραψε εις βάρος της.
Κι εκείνη το ξέρει. Όλα τα ξέρει πια.
Όμως τον αγαπάει ακόμα. Το ίδιο με τότε, και περισσότερο.
Μου το είπε. Δεν μου το έκρυψε. Ήταν απόλυτα ειλικρινής μαζί μου. Και την ευχαριστώ γι’ αυτό. Γιατί επιβεβαίωσε άθελά της τη δική μου επιλογή. Που δεν χωράει άλλη αναβολή.
Είναι, άλλωστε, το μόνο πράγμα στο οποίο πιστεύω.
Το μόνο σίγουρο μέσα μου, μέσα στα τόσα άλλα αμφίβολα που με στοιχειώνουν, μαζί με τον βαλσαμωμένο γλάρο, που σκότωσα κάποτε στη λίμνη.
Την πρώην λίμνη, για την ακρίβεια.
Που με κοιτάζει από τότε μες στα μάτια. Ο βαλσαμωμένος γλάρος, η πρώην λίμνη.
Γυρεύοντας νερό. Κάθε στιγμή.
Δεν ξέρω αν θα φτάσει στο νερό της ζωής μου,
στη Νίνα μου,
αυτή η επιστολή.
Θα το ήθελα πολύ.
Φτάσει-δεν φτάσει, όμως, αν ποτέ τύχει και τη συναντήσετε, πείτε της, σας παρακαλώ, πως την αγάπησα. Πιο πολύ απ’ όσο μπόρεσε τελικά να αντέξει η ψυχή και το χώμα μου.
Αυτό μόνο.
Κυρίες, κύριοι,
ως εκ τραύματος,
σας χαιρετώ.
Μετά τιμής,
Κονσταντίν Γ. Τρέπλιεφ
Μια βαθιά ανάσα ανακούφισης συνόδευσε τα τελευταία αυτά λόγια του Κονσταντίν Γ. Τρέπλιεφ. Η επιστολή ήταν έτοιμη. Ο ίδιος ήταν έτοιμος πια. Και σίγουρος. Δεν μπήκε καν στον κόπο να διαβάσει τι έχει γράψει, να διορθώσει ή να αφαιρέσει κάτι. Δίπλωσε απλώς προσεκτικά το χαρτί και το έβαλε σ’ έναν φάκελο, σε ευδιάκριτη θέση πάνω στο γραφείο του, με την πένα του ευθυγραμμισμένα τοποθετημένη δίπλα. Όλα έπρεπε να είναι στην εντέλεια. Ύστερα έλεγξε για άλλη μία φορά ότι είχε σκίσει τα υπόλοιπα γραπτά του. Δεν ήθελε να αφήσει πίσω κανένα κείμενό του. Μόνο την επιστολή.
Αφού βεβαιώθηκε ότι τα πάντα έχουν καταστραφεί, σηκώθηκε από το γραφείο του και κατευθύνθηκε με αργά βήματα προς τη μεγάλη τζαμένια πόρτα του δωματίου που έβγαζε στον κήπο. Κοίταξε έξω. Στο βάθος, η λίμνη είχε σηκώσει κύματα. Έμοιαζε με ηφαίστειο που βρυχάται, έτοιμο να εκραγεί. Λες και διαισθανόταν αυτό που έμελλε να συμβεί και αντιδρούσε κι εκείνη με τον μοναδικό τρόπο που διέθετε, μήπως και καταφέρει έτσι να πείσει τον Κονσταντίν Γ. Τρέπλιεφ να αλλάξει γνώμη, έστω και την ύστατη στιγμή.
Ένα γλυκόπικρο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Και μ’ αυτό το χαμόγελο-αποχαιρετισμό στη λίμνη γύρισε προς το δωμάτιο. Με κινήσεις ευλαβικές, άρχισε να βγάζει τα ρούχα του. Δεν ήθελε κανένα βάρος αυτού του κόσμου πάνω του. Όταν το τελευταίο τελετουργικό χρέος στον εαυτό του ολοκληρώθηκε, ο Κονσταντίν Γ. Τρέπλιεφ στάθηκε ακίνητος στην καρδιά του δωματίου. Κι έτσι, γυμνός όπως ήταν, έκανε μια ταπεινή υπόκλιση προς κάποιο φανταστικό κοινό, πήρε το όπλο που τον περίμενε ήδη πάνω στο άψογα τακτοποιημένο γραφείο του, το έβαλε στον κρόταφό του και τράβηξε τη σκανδάλη.
(*) Ο Χρήστος Νικολόπουλος ασχολείται με τη δημοσιογραφία, το θέατρο και την πεζογραφία. Από τις Εκδόσεις Σοκόλη-Κουλεδάκη (διακίνηση: Κάπα Εκδοτική) έχουν εκδοθεί τα βιβλία του Πυροβολισμοί (διηγήματα, 2009), Χ επαφής (διηγήματα, 2011) και Fragile (ένα δίπτυχο για το θέατρο, 2010, 2013).