Του Δημήτρη Τριανταφυλλίδη.
Η περίπτωση της Ναταλίας Κλιουτάροβα είναι σπάνια και ξεχωριστή στη σύγχρονη ρωσική λογοτεχνία. Κι’ αυτό όχι μόνο γιατί η συγγραφέας είναι νεαρής ηλικίας, αλλά και γιατί με το ολιγάριθμο, μέχρι σήμερα έργο της, κατάφερε να εκφράσει μια ολόκληρη γενιά. Την γενιά εκείνη που γεννήθηκε λίγο πριν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά μεγάλωσε την περίοδο της επικράτησης του άγριου αλά Ρους καπιταλισμού της περιόδου της διακυβέρνησης της Ρωσίας από την κλίκα του Μπορίς Γιέλτσιν. Είναι η περίοδος όπου μια δράκα πρώην κομματικών αξιωματούχων καταληστεύει τους εθνικούς πόρους της Ρωσίας και σχηματίζεται ένα νέο κοινωνικό στρώμα προκλητικού και αθέμιτου πλούτου, τα μέλη του οποίου έγιναν γνωστά με το όνομα «ολιγάρχες».
Την ίδια στιγμή, εκατομμύρια Ρώσων πολιτών βιώνουν την απόλυτη εξαθλίωση και την κατάρρευση κάθε έννοιας κράτους, νομιμότητας, ασφάλειας. Λέξεις όπως μισθός, κοινωνικά αγαθά, αξιοπρέπεια, σεβασμός κ.ά. εξοβελίζονται από την καθημερινή ζωή ως «κατάλοιπα» του παρελθόντος. Την θέση τους καταλαμβάνουν λέξεις όπως «ατομική ιδιοκτησία», «σωματοφύλακες», «πολυτελή αυτοκίνητα», «χρήμα», «κέρδος», «πανάκριβα προϊόντα» κ.α. δηλαδή μια αμετροεπής επίδειξη πλούτου, τη στιγμή που ο διπλανός τους πέθανε, κυριολεκτικά από την πείνα.
Ο ρωσικός λαός, το πειραματόζωο αυτό της ιστορίας του 20ου αιώνα, αφού βίωσε την σταλινική τρομοκρατία, την καταναγκαστική προσπάθεια αναγέννησης της χώρας μετά τις καταστροφές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με τα εκατομμύρια των σύγχρονων δούλων στις φαραωνικές κατασκευές, οι οποίες κατέστρεψαν το περιβάλλον, την περίοδο της επονομαζόμενης «πολιτικής στασιμότητας» των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα, βρέθηκε έρμαιο στα χέρια μιας απάνθρωπης και ανελέητης πλουτοκρατίας, η οποία υπό την κάλυψη διεφθαρμένων πολιτικών οδηγήθηκε στην εξαθλίωση και τον εξευτελισμό.
Στο μεταίχμιο των δύο αυτών εποχών, γεννήθηκε και μεγάλωσε μια νέα γενιά Ρώσων λογοτεχνών. Μια γενιά που αντλεί την δύναμη της από το μεγάλο και ένδοξο παρελθόν της ρωσικής λογοτεχνίας και την θεματολογία της από την σύγχρονη εποχή. Μια γενιά που εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο τις αγωνίες, τις ελπίδες, τις προσδοκίες, μα και τις αξίες των νέων ανθρώπων, που καλούνται να οικοδομήσουν τις ζωές τους πάνω στα χαλάσματα που άφησε πίσω της η μανιασμένη χιονοθύελλα της ιστορίας.
Ανάμεσα στους νέους αυτούς ρώσους λογοτέχνες, ξεχωριστή θέση κατέχει η Ναταλία Κλιουτσάροβα, η οποία γεννήθηκε το 1981 στην πόλη Πέρμ της κεντρικής Ρωσίας. Η Ναταλία Κλιουτσάροβα, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην Φιλολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Γιαροσλάβ, εργάστηκε για ένα διάστημα ως εσωτερική συντάκτρια ειδήσεων σε τοπικούς τηλεοπτικούς σταθμούς. Παράλληλα, ήταν η διευθύντρια σύνταξης του λογοτεχνικού αλμανάκ της πόλεως του Γιαροσλάβ με τον ευφάνταστο τίτλο «Παίζοντας με τους κλασσικούς». Μετά από σποραδικές δημοσιεύσεις ποιημάτων και διηγημάτων της σε τοπικά περιοδικά, το 2006 εκδίδει την ποιητική της συλλογή με τίτλο «Λευκοί πιονιέροι». Το 2005 μετακομίζει στην Μόσχα ως δημοσιογράφος της εφημερίδας «1η Σεπτεμβρίου». Το 2002 ήταν υποψήφια για το λογοτεχνικό βραβείο «Ντεπούτο», το 2007 τιμήθηκε με το λογοτεχνικό βραβείο «Γιούρι Καζακόφ». Η Ναταλία Κλιουτσάροβνα είναι μόνιμος συνεργάτης του λογοτεχνικού περιοδικού «Νέος Κόσμος» (Novyi mir), στο οποίο δημοσιεύει ποιήματα και διηγήματά της.
Το «Ρωσία: βαγόνι τρίτης θέσεως» είναι ένα μυθιστόρημα, η έκδοση του οποίου προκάλεσε ενθουσιασμό τόσο στους κριτικούς, όσο και στο αναγνωστικό κοινό της Ρωσίας.
Είναι μια ιστορία σκληρή και τρυφερή συνάμα. Μια «ιστορία δρόμου», όπου ο κεντρικός ήρωας, ο Νικίτα, με την ιδιομορφία που έχει να χάνει τις αισθήσεις του μπροστά στο κακό μας θυμίζει τον «ηλίθιο» πρίγκιπα Μίσκιν. Διασχίζει τη σύγχρονη Ρωσία μέσα σε βαγόνια τρίτης θέσεως και συναντάει απλούς, βασανισμένους καθημερινούς ανθρώπους. Μέθυσοι, ομοφυλόφιλοι, μοναχικές μητέρες που παλεύουν να θρέψουν τα παιδιά τους, έκφυλοι ιερείς και εμπνευσμένοι ποιμένες, γριές εγκαταλειμμένες στην μοίρα τους, δανδήδες και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, ερωτευμένες φοιτήτριες, πανκ σκηνοθέτες και άβουλοι προγραμματιστές ηλεκτρονικών υπολογιστών είναι οι ψηφίδες που συνθέτουν το πολύχρωμο, πολύπαθο και ζωντανό μωσαϊκό της Ναταλίας Κλιουτσάροβα.
Το «Ρωσία: βαγόνι τρίτης θέσεως» είναι η τοπιογραφία και το ψυχογράφημα της σύγχρονης Ρωσίας. Είναι το S.O.S. που απευθύνει μια γενιά που γεννήθηκε στο σκοτάδι του ολοκληρωτισμού και μεγάλωσε στο ζόφο ενός πρωτόγονου και βάρβαρου καπιταλισμού. Είναι η πρόζα της «νέας ειλικρίνειας», η πεζογραφία που δίχως ψιμύθια και καλλωπισμούς παρουσιάζει την σκληρή πραγματικότητα. Είναι η μυθιστοριογραφία που μένει μακριά από τους εύκολους εντυπωσιασμούς και δίνει μια δυνατή γροθιά στο στομάχι του αναγνώστη. Είναι το κείμενο μέσα από το οποίο αναδύεται η παράδοση της ρωσικής λογοτεχνίας, η αγάπη για τον άνθρωπο, το μίσος για την ευτέλεια και την εξουσία. Παράλληλα όμως είναι και το αέναο ταξίδι προς την ελπίδα, την αγάπη, την αδελφοσύνη, έννοιες καθοριστικές και καθοδηγητικές για τη ρωσική λογοτεχνία, τη ρωσική ζωή και την ρωσική ψυχή.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Κλιουτσάρεβα έγινε δεκτή από το αναγνωστικό κοινό αλλά και τους ομότεχνους της ως μια από τις πιο ελπιδοφόρες φωνές της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας. Δεν είναι τυχαίο ούτε το γεγονός ότι το βιβλίο της αυτό πολεμήθηκε όσο κανένα άλλο από τους εκπροσώπους της κατεστημένης λογοτεχνικής σκηνής της πατρίδας της, οι οποίοι με ύβρεις και λοιδορίες προσπάθησαν να μειώσουν τη συγγραφέα και τους κόπους της. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το έργο αυτό θεωρήθηκε από τους συγχρόνους της ως «η φωνή της χώρας και της εποχής» της.
Το «Ρωσία: βαγόνι τρίτης θέσεως» το συγκινητικό, έντιμο, ειλικρινές αυτό μυθιστόρημα είναι γραμμένο με απίστευτη ταλαντούχα διάθεση. Πρωτόλειο έργο μιας νεαρής συγγραφέως, έρχεται να μας δώσει μια άλλην εικόνα της σύγχρονης Ρωσίας. Μια εικόνα – κατάδυση στα μυστήρια και τα μυστικά της ρωσικής ψυχής.
(από τον πρόλογο του βιβλίου του μεταφραστή Δ.Τριανταφυλλίδη)
Ναταλία Κλιουτσάρεβα
Βαγόνι τρίτης θέσεως, Εκδόσεις Καστανιώτης
Όλο αυτό δεν σας μυρίζει Ελλάδα σήμερα; Γιατί χρειάζεται να πάμε τόσο μακριά; Δεν ζούμε και μεις τον ζόφο του μνημονίου και της διαφθοράς;Συγχαρητήρια στην Ναταλία Κλιουτσάρεβα και στον Τριανταφυλλίδη που την μετάφρασε. Μήπως κάτι θέλει να δείξει;