Φίλιππος Φιλίππου (*)
Είχα στηθεί μπροστά στον υπολογιστή, αλλά δεν μπορούσα να γράψω ούτε λέξη, δεν κατέβαζα ιδέες, το χέρι μου έμενε μετέωρο πάνω στο πληκτρολόγιο. Έπειτα ήπια μια γουλιά ουίσκι κι αμέσως δεύτερη, δεν κατάφερα τίποτα, το μυαλό μου δεν λειτουργούσε. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και δεν ήξερα τι να κάνω και πού να πάω, πριν από λίγες μέρες η Ζ. είχε φύγει για πάντα. Έτσι, πήγα στο άλλο δωμάτιο με τη συσκευή της τηλεόρασης κι άκουσα τις ειδήσεις.
Ειδήσεις με συμμορίες, διεφθαρμένους αστυνομικούς, γιατρούς και δικηγόρους, με άτομα που κατηγορούνταν για απαγωγές, εκβιασμούς, συμβόλαια θανάτου· ειδήσεις με πυροβολημένους, κομματιασμένους από βόμβες, σκοτωμένους με μαχαίρι, ριγμένους στη θάλασσα και σε πηγάδια. Μετά από τις ειδήσεις θα άρχιζε το χριστουγεννιάτικο πρόγραμμα με χαρές και τραγούδια.
Όταν βαρέθηκα, βγήκα στο μπαλκόνι μου, μέσα στην παγωνιά, και κάθισα σε μια καρέκλα μ’ ένα μπουκάλι ουίσκι στο χέρι. Ήθελα να μεθύσω, να γίνω λιώμα. Έκλεινα τα μάτια και βρισκόμουν σε μια παραλία. Φανταζόμουν κοπέλες με μαύρα μαλλιά να κάνουν ηλιοθεραπεία, έβλεπα ακτές με βότσαλα και με άμμο, όπου λυγερές κολυμβήτριες έπαιζαν μπιτς βόλεϊ.
Αποφάσισα να φύγω από το σπίτι, να λυτρωθώ από τους εφιάλτες και τις οδυνηρές φαντασιώσεις μου. Και πού να πήγαινα τέτοια νύχτα; Παράτησα το μπουκάλι, φόρεσα πουλόβερ, παντελόνι, μπουφάν, παπούτσια και βγήκα στο δρόμο. Έκανε ψοφόκρυο, το πήγαινε για βροχή. Η περιοχή γύρω από τις γραμμές του ηλεκτρικού, εκατό μέτρα από τον σταθμό του Αγίου Νικολάου, ήταν έρημη, παντού νερά, λάσπες και σκουπίδια. Μια μαύρη γάτα από ένα παράθυρο στο υπόγειο παρακολουθούσε την κίνηση στο δρόμο, όπου περπατούσα μόνο εγώ.
Είδα χριστουγεννιάτικα δέντρα στα μπαλκόνια, φωτεινές γιρλάντες στα κάγκελα, είδα τα μαύρα σύννεφα ν’ απλώνονται στον ουρανό, είδα τον εαυτό μου μέσα στο τζάμι του κλειστού καφενείου με την πινακίδα ΠΩΛΕΙΤΑΙ. Ήταν ερημιά, κανένα όχημα δεν περνούσε από το δρόμο, οι άνθρωποι είχαν μαζευτεί στα σπίτια τους περιμένοντας το γιορτινό πρόγραμμα των καναλιών.
Σε λίγο ακούστηκε το σφύριγμα του τρένου που έμοιαζε με κραυγή. Κατευθυνόμουν στη λεωφόρο Ιωνίας, προς τη μεταλλική γέφυρα πάνω από τις γραμμές του ηλεκτρικού, με τραβούσε προς τα κει μια άγνωστη δύναμη. Καθώς ανέβαινα τη σιδερένια σκάλα, αντίκρισα μια γυναίκα ν’ ανεβαίνει στη γέφυρα από την απέναντι πλευρά. Την είδα να κοντοστέκεται, ν’ ακουμπάει τα χέρια της στα κάγκελα της γέφυρας και να κοιτάει προς τον σταθμό των Κάτω Πατησίων.
Φορούσε μαύρα γυαλιά που έκρυβαν τα μάτια και το μισό της πρόσωπο. Ήταν ώριμη, χωρίς τίποτα το ελκυστικό, είχε ντυθεί βαριά, με παντελόνι, μπλούζα και μπουφάν. Όταν έφτασα κοντά της, έκλαιγε σιωπηλά. Στάθηκα δίπλα της, φροντίζοντας να μην την τρομάξω.
«Θέλετε κάτι;» τη ρώτησα, μα εκείνη δεν απάντησε.
Ωστόσο, δεν έφυγα, έμεινα εκεί, αποφασισμένος να τη βοηθήσω, ήμουν σίγουρος πως χρειαζόταν βοήθεια.
«Τι μπορώ να κάνω για σας;» τη ξαναρώτησα.
«Αχ, κύριε, είμαι πολύ μόνη», είπε.
Κι έπειτα άρχισε να μιλάει για τον εαυτό της. Κατέληξε στη σκέψη πως τα γηρατειά, ήταν μια τραγωδία, την οποία δεν μπορούσε να ξεπεράσει, η αρρώστια, ο σωματικός πόνος, ακόμα κι ο θάνατος, αλλά κι η απώλεια αγαπημένων προσώπων, ήταν καταστάσεις που μπορούσαν να ξεπεραστούν. Ο χρόνος μπορούσε να απαλύνει κάθε δυστυχία, εκτός από μία, τα γηρατειά, αυτά ήταν η φριχτή απόδειξη του επερχόμενου τέλους.
Ένιωσα την ανάγκη να την παρηγορήσω, δεν ήξερα αν το ήθελε, αλλά θα το επιχειρούσα. Έτσι της μίλησα για τη ζωή, για τη φιλία, τον έρωτα, την αλληλεγγύη, για τον πόνο που μπορούμε να μοιραζόμαστε. Ο καθένας από μας, της είπα, είναι προικισμένος με μια δύναμη την οποία ο ίδιος δεν μπορεί να ελέγξει. Χρειάζεται κάποιος άλλος, ή κάποιοι άλλοι για να τον βοηθήσουν να το συνειδητοποιήσει. Της είπα κι άλλα που δεν θυμάμαι τώρα. Ύστερα από λίγο ανασήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε, δεν έκλαιγε πια.
«Ήθελα να πέσω από τη γέφυρα και να πεθάνω», είπε.
«Κι εγώ αυτό σκέφτηκα», της είπα.
«Τώρα δεν θέλω να πεθάνω», πρόσθεσε.
Η δήλωσή της μ’ έκανε να νιώσω μια γλύκα που απλώθηκε σε όλο το κορμί μου από το κεφάλι μέχρι τα νύχια. Έσκυψα και τη φίλησα στα μαλλιά, μετά το στόμα μου κατέβηκε στο μάγουλό της, υγρό ακόμα από τα δάκρυα, και τέλος ακούμπησε στα χείλη της.
«Σ’ ευχαριστώ», είπε σιγανά.
Από κάτω μας περνούσε ο ηλεκτρικός, κάνοντας τις ράγες να ουρλιάζουν.
«Πάμε τώρα», της είπα επιτακτικά.
Κατεβήκαμε από τη γέφυρα, εκείνη με ακολούθησε στο διαμέρισμά μου. Τη λέγανε Α. Την έβαλα να καθίσει στον καναπέ, κι έπειτα πήγα κι άλλαξα τα σεντόνια στο κρεβάτι. Όλα τα δωμάτια είχαν θαλπωρή, το καλοριφέρ ήταν αναμμένο στο φουλ. Έβαλα στο μάτι της κουζίνας το μπρίκι, έβρασα τσάι, γέμισα δυο φλιτζάνια και της έδωσα το ένα. Της είπα πως είμαι συγγραφέας και θέλω να κάνω τη ζωή της μυθιστόρημα. Ήπιε μια γουλιά τσάι και κάθισε να σκεφτεί. Σκόπευα ν’ αρχίσω την ιστορία της από μια νύχτα σαν κι εκείνη, μια παραμονή Χριστουγέννων –είχα βρει την πρώτη φράση.
«Περίμενε να γράψω κάτι στον υπολογιστή», της είπα.
«Όχι, τώρα!» είπε.
«Γιατί;».
«Μυθιστορήματα. Τι σαχλαμάρες!»
«Είναι η δουλειά μου», δικαιολογήθηκα.
«Μου βάζεις λίγο ουίσκι;» είπε κι έβγαλε το μπουφάν της.
Μέχρι να φέρω το μπουκάλι και δυο ποτήρια από την κουζίνα, είχε βγάλει την μπλούζα και το παντελόνι της.
«Χριστός γεννάται σήμερον…», άρχισε να τραγουδάει.
Με τη σειρά μου απήγγειλα κάτι σχετικούς στίχους του Κωστή Παλαμά:
«Να ’μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι, την ώρα π’ άνοιγε ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι…»
«Απόψε θα καούν τα άχυρα…» μου ψιθύρισε στ’ αφτί, τη στιγμή που κολλούσε πάνω μου.
(*) Ο Φίλιππος Φιλίππου είναι συγγραφέας. Τελευταία βιβλία του 4 παιδικές ιστορίες υπό τον τίτλο ” Η Ελεάννα στο νησί της ευτυχίας” καθώς και η μελέτη “Η ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας”. Και τα δύο από τις εκδόσεις Πατάκη.