Του Γιώργου Παναγιωτάκη.
Την εποχή που ήμουν παιδί, τα βιβλία του Τόλκιν δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστά στην Ελλάδα. Ακόμη όμως κι εκείνοι που τα γνώριζαν τα θεωρούσαν ανάξια λόγου και τα κατέτασσαν στην παραλογοτεχνία.
Κάπως έτσι, ήρθα σε επαφή με το έργο του, ενήλικας πια, έπειτα από απαίτηση της ανιψιάς μου της Άννας, η οποία ήταν από τα γεννοφάσκια της οπαδός της λογοτεχνίας του φανταστικού. Ξεκίνησα με τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών». Καταρχάς ανακάλυψα το προφανές: δεν πρόκειται για παραλογοτεχνία. Επίσης, θαύμασα τον τρόπο με τον οποίο ο Τόλκιν δημιουργεί έναν ολόκληρο κόσμο με τη γεωγραφία του, τις φυλές του, τη μυθολογία του, τις γλώσσες του… Βρήκα όμως κάποια σημεία της τριλογίας φλύαρα και κάποια άλλα μανιχαϊστικά.
«Τότε, να διαβάσεις το Χόμπιτ», μου είπε η Άννα δίνοντάς μου την παλιότερη έκδοση που Κέδρου. «Είναι το καλύτερό του και δεν έχει τίποτα από αυτά που λες».
Και πράγματι, το «Χόμπιτ» δεν έχει τίποτε από αυτά. Αντίθετα, έχει οικονομία στην αφήγηση , κομψό βρετανικό ύφος –το οποίο μεταφέρθηκε όμορφα στα ελληνικά από τις Α. Γαβριηλίδη και Χ. Δεληγιάννη- και χαρακτήρες που δεν μένουν στατικοί, αλλά εξελίσσονται στη διάρκεια της περιπέτειας. Για παράδειγμα, ο κεντρικός ήρωας, ο διάσημος πλέον Μπίλμπο Μπάγκινς, ξεκινάει σαν ένας βολεμένος καλοπερασάκιας και έπειτα από ένα ταξίδι μάθησης και αυτογνωσίας στα επικίνδυνα μονοπάτια της Μέσης Γης, επιστρέφει σοφότερος και πιο δυνατός. Έτσι, το «Χόμπιτ», εκτός από μια συναρπαστική περιπέτεια φαντασίας είναι και ένα υποδειγματικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης.
Ο Πίτερ Τζάκσον, λοιπόν, είχε στα χέρια του την πρώτη ύλη που θα του επέτρεπε να κάνει μια αξιομνημόνευτη ταινία. Όμως, ο ίδιος και οι συμπαραγωγοί του φάνηκαν άπληστοι. Θέλοντας να αρμέξουν όσο πιο πολύ μπορούσαν τη χρυσή αγελάδα που ακούει στο όνομα Τόλκιν, αποφάσισαν να αλλάξουν τη δομή της ιστορίας και να κατασκευάσουν μια ολόκληρη τριλογία. Στο πλαίσιο αυτής της μεγαλειώδους επιχείρησης παραγωγής δολαρίων, οι σεναριογράφοι τέντωσαν την αφήγηση, πρόσθεσαν χαρακτήρες και καταστάσεις, επινόησαν παράλληλες ιστορίες και ίντριγκες και γενικά δεν έμειναν πιστοί στο πνεύμα και στο ύφος του συγγραφέα.
Αισθητικά, η ταινία βαδίζει στο γνωστό, δοκιμασμένο κινηματογραφικό μοτίβο του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών». Τα εφέ είναι βέβαια εντυπωσιακά, τα ψηφιακά πλάσματα αληθοφανέστατα, ενώ σε ορισμένες στιγμές υπάρχει ένα οπτικοακουστικό ντελίριο που παρασέρνει τον θεατή. Μπορείς ακόμη να θαυμάσεις το μέγεθος και την ποιότητα της παραγωγής, να εντυπωσιαστείς από τον όγκο δουλειάς που έφερε σε πέρας το τμήμα του μοντάζ, καθώς και να αναρωτηθείς για το αν οι τεχνικές καινοτομίες που εισάγουν ο Τζάκσον και συνεργάτες του, έχουν κάποιο καλλιτεχνικό αντίκρισμα.
Όμως, αυτό που καταλαβαίνεις έπειτα από λίγα λεπτά θέασης -και επιβεβαιώνεις όταν ολοκληρώνονται και τα 169 (!) λεπτά της ταινίας- είναι ότι απουσιάζει η ουσία. Όλα μοιάζουν να ακολουθούν μια συνταγή, έναν σίγουρο δρόμο που οδηγεί δίχως προβλήματα και κινδύνους στην εμπορική επιτυχία.
Κοινώς, η ταινία «έχει την πλάκα της, αλλά το βιβλίο είναι άλλο πράγμα», όπως είπε η, ενήλικη πια, Άννα, όταν τη ρώτησα πώς της φάνηκε.
Ας ελπίσουμε, τουλάχιστον, ότι τα δύο επόμενα μέρη θα έχουν κάτι από το αγνό πνεύμα της περιπέτειας που διαπερνά το βιβλίο του ευφάνταστου δημιουργού της Μέσης Γης.
Γιώργος Παναγιωτάκης
-Με την ευκαιρία της ταινίας, το βιβλίο κυκλοφόρησε σε μια νέα έκδοση που διατίθεται σε σκληρό ή μαλακό «κινηματογραφικό» εξώφυλλο. Κατά τα άλλα, έχει γίνει η απαραίτητη επιμέλεια της παλιάς μετάφρασης, ενώ υπάρχουν πάντα οι χάρτες και οι εικόνες που φιλοτέχνησε ο ίδιος ο Τόλκιν.
Το βιβλίο
Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, Χόμπιτ
Κέδρος, 2012, 428 σελίδες
Μετάφραση: Α. Γαβριηλίδη, Χ. Δεληγιάννη
Η ταινία
Χόμπιτ: Ένα αναπάντεχο ταξίδι (Hobbit: An Unexpected Journey), 2012, 169 λεπτά
Σκηνοθεσία: Πίτερ Τζάκσον
Παίζουν: Μάρτιν Φρίμαν, Ίαν ΜακΚέλεν