του Θανάση Μαρκόπουλου (*).
Αν λέγαμε ότι ο Ιγνάτης Χουβαρδάς όχι μονάχα ως ποιητής αλλά και ως πεζογράφος είναι συγγραφέας ερωτικής απασχόλησης, δε θα τον αδικούσαμε καθόλου (Βέροια, 1965). Ούτε κι ο ίδιος άλλωστε θα είχε αντίρρηση, σύμφωνα με το βιογραφικό σημείωμα που συνοδεύει τις δύο τελευταίες πεζογραφικές του εκδόσεις: «Κεντρικό θέμα στα κείμενά του η προσέγγιση της θηλυκότητας, οι ιστοί της γοητείας ανάμεσα στον ερωτευμένο και το πρόσωπο που τον γοητεύει».
Ως τώρα ο αφηγητής των ιστοριών του Χουβαρδά μιλούσε σε πρώτο πρόσωπο, περιοριζόταν σε μικρές σχετικά φόρμες και εστίαζε στην παρακολούθηση και τις απόπειρες προσέγγισης μιας όμορφης έφηβης, προφανώς γιατί η γοητεία εντοπιζόταν στην πολιορκία κι όχι στην κατάκτηση, που έτσι κι αλλιώς είναι τέλος και στάχτη. Κι αυτό συνέβαινε λίγο πολύ σε όλα τα προγενέστερα πεζογραφικά του βιβλία: Η δουλειά μου ως γυμνό μοντέλο (1988), Να βάλεις την ομορφιά στο σπίτι σου, να ησυχάσεις (1990), Τα φώτα της Λεμονιάς (1993), Η δουλειά μου ως γυμνό μοντέλο (αναθεωρημένη έκδοση, 1999, που ενσωματώνει και τις δύο προηγούμενες, του 1990 και 1993), Υπόκλιση στον πειρασμό (2014). Τώρα όμως τα πράγματα άλλαξαν. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής γίνεται τριτοπρόσωπος και το πεζογραφικό έργο μυθιστόρημα, εκεί που τα προηγούμενα κινούνταν ανάμεσα στη νουβέλα και το διήγημα. Κι εκεί που το θέμα ήταν το παιχνίδι της αναμονής και της προσέγγισης, τώρα, παρά τον τίτλο, το θέμα είναι η ίδια η ερωτική πράξη, η ακρότατη ηδονή στην αιχμή της αποθέωσης.
Οι κεντρικοί ήρωες είναι δύο, η Βέρα κι ο Μιχάλης Αναστασιάδης, και ζουν στην Αλεξανδρούπολη. Η πρώτη, είκοσι εφτά χρονών κι από την Ορεστιάδα, εργάζεται ως νοσοκόμα το πρωί σε κλινική και το απόγευμα σε διαγνωστικό κέντρο και ζει με τον μικρότερό της αδερφό, που απασχολείται σε συνεργείο αυτοκινήτων. Ο Μιχάλης, σαράντα εφτά χρονών κι από την Κοζάνη, είναι δημοτικός υπάλληλος στο τμήμα μητρώου και πιστοποιητικών, διαζευγμένος, κι έχει μια μάνα άρρωστη μαζί του και μια παντρεμένη αδερφή στη Θεσσαλονίκη. Τόπος της δράσης είναι το επαρχιακό κέντρο με σποραδικές διαφυγές στη Θεσσαλονίκη και τα περίχωρα της Καβάλας. Οι ειδικότεροι χώροι πάλι είναι σπανίως τα σπίτια, συχνότερα τα καφέ και οι δρόμοι κι ακόμα πιο συχνά ο «δούναβης», το κρησφύγετο των ερωτικών συνευρέσεων στο τοπικό ποτάμι.
Η Βέρα είναι μια γυναίκα ελεύθερη στο ζήτημα των ερωτικών σχέσεων. Ακριβέστερα, των σεξουαλικών. Αισθησιακή και άκρως δοτική, δοκιμάζει τα όριά της, περνώντας σαν μέλισσα από άνθος σε άνθος, και δεν ανέχεται τον έλεγχο. Έτσι, ενώ η βασική της σχέση είναι με τον Μιχάλη, δε διστάζει να παίζει και σε άλλα ταμπλό. Κι ενώ τη μια στιγμή του δίνεται πλήρως σωματικά, την άλλη δείχνει αδιάφορη, πράγμα που τον αναστατώνει. Και τον αναστατώνει, γιατί δεν μπορεί να κατανοήσει αυτό το πηγαινέλα από σώμα σε σώμα. Ζηλεύει και ζηλεύει βαθιά, κάθε φορά που μπαίνει στη μέση ο άλλος. Εκείνος έχει αισθήματα και θέλει τη γυναίκα δική του, μονάχα που αυτό για τη Βέρα σημαίνει πως θέλει να την κάνει κτήμα του, κάτι που εκείνη αρνείται επίμονα με διάφορα προσχήματα, όπως η διαφορά ηλικίας και η συνοίκηση με τη μάνα. Και είναι αυτή η αντίθεση που διαπερνά τη σχέση τους από την αρχή ως το τέλος του μυθιστορήματος και γίνεται αιτία διαρκών συγκρούσεων και παρεξηγήσεων από τη μεριά του άντρα.
«Τι είναι η Βέρα;», αναρωτιέται η αφήγηση για λογαριασμό του Μιχάλη: «Αυτή η άνεση να γδύνεται μπροστά του, αυτή η δοτικότητα στα χάδια του, αυτή η αγόγγυστη υπακοή της σε κάθε του επιθυμία. Είναι αυτό το ανάποδο φιλμ της ζωής του. Ό,τι στερήθηκε να το εισπράττει τώρα σαν καταιγίδα στη μορφή της Βέρας. Είναι αυτή η απλότητα της γύμνιας, το σώμα της να προσφέρεται σε κάθε του λεπτομέρεια, είναι το βιβλίο της ηδονής που οι σελίδες του δεν τελειώνουν και γίνονται ολοένα πιο εκστατικές. Είναι η εξυπνάδα της να διαβάζει τις επιθυμίες του και να μεταμορφώνεται σε αυτές» (σ. 108). Κι ενώ αυτή είναι η Βέρα, ο Μιχάλης αναρωτιέται διαρκώς αν η σχέση της μαζί του είναι μονάχα σεξουαλική κι αδυνατεί να κατανοήσει «πώς είναι δυνατόν αυτό το διαμαντένιο σεξ να είναι μόνο σεξ; Πώς είναι δυνατόν ένα τέτοιο πάθος να είναι μόνο σώμα, μόνο αισθήσεις, μόνο κορύφωση της ηδονής;» (σ. 108). Κάποτε δείχνει να την καταλαβαίνει: «Ένα πλάσμα που είναι τόσο δοτικό και ερωτικό, δεν μπορεί να είναι δοτικό και ερωτικό μόνο γι’ αυτόν, θα έρθει η σειρά άλλων να το γευτούν, γιατί αυτή είναι η φύση του κορμιού, που ανοίγει τους πίδακες της ηδονής, έτσι είναι η φύση ενός κορμιού που αφήνεται στο χάδι, όσο εύθραυστο και ευάλωτο είναι στα φιλιά και στα χάδια, τόσο παράλληλα γίνεται σκληρό και άτεγκτο και ατίθασο απέναντι σε όποιον ζητήσει να το κάνει δικό του. Αυτό το κορμί φεύγει, χάνεται, δε δίνει λογαριασμό, δεν έχουν νόημα οι αναλύσεις και οι εξηγήσεις» (194). Τόσο μόνο. Γιατί, κατά τ’ άλλα, δε βρίσκει τη δύναμη να την αποδεχτεί οριστικά.
Ο Μιχάλης συνειδητοποιεί την εξάρτηση, αλλά δεν μπορεί να την υπερβεί. Κάθε απόφαση να ξεκόψει από τη Βέρα αναιρείται με ένα καινούριο της μήνυμα. «Χρυσάφι και λάσπη» γι’ αυτόν η Βέρα (σ. 193), από τη μια πραγματώνει κάθε του φαντασίωση, τον προσεγγίζει κι από την άλλη τον απατά και τον εξαπατά κι εκείνος μένει κι ανέχεται την ταπείνωση. Με τέτοιες προδιαγραφές η σχέση τους κάποια στιγμή καταντά παρωδία κι αυτός ένας παλιάτσος. Εντέλει επέρχεται η κόπωση και ύστερα από δύο καλοκαίρια όλα τελειώνουν, για να καταδειχθεί προφανώς πως μια σχέση που στηρίζεται αποκλειστικά στο σεξ δεν έχει μέλλον για ένα ον τόσο σύνθετο, όπως είναι ο άνθρωπος.
Η αφήγηση, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε πριν, εδώ είναι τριτοπρόσωπη κι ο αφηγητής παντογνώστης. Παντογνώστης όμως που παρακολουθεί κατεξοχήν τις εσωτερικές και εξωτερικές κινήσεις του Μιχάλη, γι’ αυτό και στα ζεστά μέρη της ιστορίας υιοθετεί τη ματιά του, ενώ συχνά του παραχωρεί τον ιδιαίτερο χώρο της πλαγιογράμματης γραφής, για να εκφράσει ο ίδιος τις μύχιες σκέψεις του. Ως μυθιστορηματικός χαρακτήρας ο Μιχάλης είναι πιο ενδιαφέρων, έστω κι αν η Βέρα είναι η πηγή των προβλημάτων. Και δίκαια, γιατί ο Μιχάλης είναι ο διλημματικός ήρωας, αυτός βολοδέρνει στις αντιφάσεις κι αυτός θέλει την αισθηματική σχέση κι όχι μονάχα τη σεξουαλική εκπυρσοκρότηση, σε αντίθεση με τη Βέρα, που, όσο κι αν εκπλήσσει με την τόλμη της, ως μυθιστορηματικό πρόσωπο σαφώς είναι πιο επίπεδη, μια και οι επιλογές της δεν υπόκεινται σε καμιά αμφισβήτηση από τη μεριά της.
Άξια παρατήρησης είναι και η συχνότητα των αναφορών της αφήγησης στον φυσικό περίγυρο. Ο Μιχάλης κινείται μονίμως εκτός των κλειστών χώρων και βλέπει την ομορφιά όχι μονάχα στις κοπέλες αλλά και στις εικόνες της φύσης. Οι ερωτικές συνευρέσεις μάλιστα εντάσσονται κατά κανόνα σε ένα πλαίσιο φυσικό, εξωαστικό, αν και οι εραστές είναι αστοί: ποτάμι, πουλιά και δέντρα, νύχτα, ουρανός κι αστέρια, σκυλιά που γαβγίζουν. Το απόλυτο δόσιμο μοιάζει με το δόσιμο των όντων της φύσης, τα οποία δε γνωρίζουν αναστολές και τύψεις, απαγορευμένα πεδία και πρόστυχες χειρονομίες. Η φύση παρακολουθεί την ψυχική διακύμανση των ηρώων. Στην έξαψη εξάπτεται, στην καθίζηση μαραζώνει.
Δε λείπουν βέβαια κι εδώ μοτίβα που είδαμε στα προγενέστερα πεζογραφήματα. Πρόκειται για τις νεαρές κοπέλες, φοιτήτριες και σερβιτόρες, επώνυμες κι ανώνυμες, με κοντά μαλλιά, σορτσάκι ή λινά φορέματα και δάχτυλα ποδιών σε σαγιονάρες, κοπέλες που ο Μιχάλης, συχνά και με μια κάμερα στο χέρι, εντοπίζει κατά τις on the road αναζητήσεις του, θαυμάζει ή και πειράζει, αλλά μονάχα ως εκεί, γιατί θέλει να σέβεται την αθωότητά τους και να χαίρεται απλώς τη γοητεία τους. Κι αυτό γίνεται, κάθε φορά που επιχειρεί να σπάσει τον κλοιό της Βέρας, με τη διαφορά ότι εδώ προστίθεται και η παρεμπίπτουσα σχέση με την Αναστασία, η οποία, παράλληλα με τον Νίκο, δίνεται και στον Μιχάλη, έτσι που η κτητική του απαίτηση απέναντι στη Βέρα να φαλκιδεύεται.
Οι Αγώνες ξιφομαχίας με ένα αγοροκόριστσο είναι η πιο ώριμη πεζογραφική στιγμή του Ιγνάτη Χουβαρδά. Βέβαια θα μπορούσε να δει κανείς με επιφύλαξη ορισμένες επιλογές της αφήγησης. Όσο κι αν λ.χ. οι επανειλημμένες υπαναχωρήσεις του Μιχάλη στοχεύουν στην ανάδειξη τόσο της δικής του αναποφασιστικότητας όσο και του αλλοπρόσαλλου χαρακτήρα της Βέρας, δεν παύουν, από ένα σημείο και πέρα, να είναι κουραστικές. Αλλά και η παραβολή της σχέσης των δύο με αγώνα ξιφομαχίας, παρότι εύστοχη, αξιοποιείται ελάχιστα κι έτσι δε φαίνεται να στηρίζει επαρκώς τον κορμό και τον τίτλο του μυθιστορήματος, ενώ θα μπορούσε να αποτελέσει το leitmotiv της ιστορίας. «Σκεφτόταν», λέει η αφήγηση για τον Μιχάλη, «πως τώρα που είχε εγκαταλείψει το σπορ, εκείνο με τον τρόπο του τον ακολουθούσε με άλλη μορφή, σε άλλο επίπεδο. Γιατί κι η περίεργη σχέση του με τη Βέρα έμοιαζε με ένα είδος ξιφασκίας. Μια επαγρύπνηση και μια διαρκής εναλλαγή κινήσεων, με στόχο να προλάβει αυτός κι όχι εκείνη να ρίξει το χτύπημα στο ψαχνό» (σ. 262). Εντούτοις είναι τόσες οι αρετές του μυθιστορήματος, που παραμερίζουν κάθε επιφύλαξη, όταν μάλιστα πρόκειται για ένα θέμα δύστροπο, για να μην πω επικίνδυνο. Και εννοώ την τριτοπρόσωπη αφήγηση αντί της πρωτοπρόσωπης, η οποία, βλέποντας την ιστορία από απόσταση, μπορεί και να τη διηγείται πιο ψύχραιμα. Εννοώ επίσης την αναπαραστατική δύναμη της αφήγησης και την ένταση του λόγου στις ερωτικές κορυφώσεις. Κι ακόμα, τη διακριτική διαχείριση του θέματος και την εμβρίθεια των σκέψεων. Με όλους αυτούς τους τρόπους ο συγγραφέας κατορθώνει να αποφύγει προφανείς κινδύνους και να φωτίσει όψεις του ψυχισμού που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο της εποχής μας, μιας εποχής που αποθεώνει την ελευθεριότητα των ερωτικών σχέσεων, αλλά την ίδια στιγμή δεν παύει να συντηρεί και τις αναστολές, που αιώνες πουριτανισμού έχουν επισωρεύσει στο ανθρώπινο σώμα.
Ενκατακλείδι, αυτό που, κατά τη γνώμη μου, υποστηρίζεται στο μυθιστόρημα είναι πως η σχέση αρσενικού και θηλυκού συνιστά μια διελκυστίνδα, όχι ποιος από τους δυο θα κερδίσει τον άλλο, αλλά ποιος από τους δυο θα κατακτήσει τον άλλο. Τάση που ενπροκειμένω είναι ισχυρότερη από την πλευρά του αρσενικού, το οποίο θέλει να τιμωρήσει, να εκδικηθεί, να εξοντώσει εντέλει το ανυπότακτο θηλυκό και ύστερα να χαθεί κι εκείνο επάνω στην έξαρση του σπασμού:
Σε έχω ρουφήξει ολόκληρη, σε έχω βουλιάξει ολόκληρη στη λάσπη μου, σε έχω γονατίσει και σε έχω σκεπάσει με όλο μου το σώμα, σε έχω εκμηδενίσει, σε έχω ξεφτιλίσει, σε έχω κάνει ολόδική μου μέχρι το τελευταίο σου κύτταρο, δε μου ξεφεύγεις, είσαι δική μου κι όσο δική μου είσαι, νιώθω να σε ρουφάω με τον πιο ολοκληρωτικό και βίαιο τρόπο, κυριολεκτικά να σε διαπομπεύω, έτσι, αυτό θέλω, κλάψε και γονάτισε, σκύψε και ζήτα συγγνώμη, προσκύνα κι αφέσου στην τιμωρία σου, άσε με να σε φάω ολόκληρη, άσε με να σε χορτάσω κι ύστερα, ναι τότε, στην πιο απόλυτη ηδονή, την ώρα που σε έχω ταπεινώσει και σε έχω εκμηδενίσει απόλυτα, μπήξε μου το μαχαίρι να πεθάνω. (σ. 203)
(*) Ο Θανάσης Μαρκόπουλος είναι ποιητής και δοκιμιογράφος
info: Ιγνάτης Χουβαρδάς, Αγώνες ξιφομαχίας με ένα αγοροκόριτσο,
Μυθιστόρημα, Οδός Πανός, Αθήνα 2017