Της Σταυρούλας Τσούπρου.
Άναψε το δέκατο. Από τότε που ο γιατρός τού είχε πει να το κόψει, θεώρησε πως έπρεπε τουλάχιστον να λάβει κάποια μέτρα.. Στην αρχή, δοκίμασε να το περιορίσει. Ύστερα από λίγο καιρό, ωστόσο, παράτησε την προσπάθεια και του αρκούσε απλώς να τα μετράει. Μερικές φορές, μάλιστα, είχε την ευχαρίστηση να ανακαλύπτει ότι είχε καπνίσει λιγότερα, λόγω ιδιαίτερων συνθηκών: ένας βήχας, μια οποιαδήποτε άλλη αδιαθεσία, ένας επισκέπτης (τι σπάνιο πράγμα!) που ενοχλείτο ακόμη και από την μυρωδιά.
Προτιμούσε να καπνίζει (γιατί αλήθεια;) όρθιος, παρά καθιστός. Λες και το τσιγάρο δεν πρόσφερε χαλάρωση – τη μέγιστη, για να είμαστε δίκαιοι. Χαλάρωση ναι, θα σου απαντούσε, αλλά ας μην την συγχέουμε με την παραίτηση. Όταν κάπνιζε, το μυαλό του ήταν σε εγρήγορση – μια ελεγχόμενη, συνήθως, εγρήγορση, οργανωτική και γι’ αυτό απελευθερωτική. Η όρθια στάση τού επέτρεπε, ταυτόχρονα, να έχει πλήρη εποπτεία τού χώρου, χωρίς να στραβολαιμιάζει και χωρίς να χρειάζεται να σηκώνεται και να κάθεται κάθε λίγο προκειμένου να διαπιστώσει ή έστω να χαζέψει κάτι. Όπως τώρα, που ήθελε να απολαύσει το έργο του: τον χριστουγεννιάτικο – για την ακρίβεια, επρόκειτο για συγκερασμό χριστουγεννιάτικου και πρωτοχρονιάτικου, όπως του άρεσε να διευκρινίζει, με μια σχολαστικότητα που εξαντλούσε ανέκαθεν τους συνομιλητές του – στολισμό του σαλονιού, τον οποίο είχε μόλις ολοκληρώσει.
Ο καπνός τού δέκατου γαργαλούσε ήδη την γιρλάντα της κορνίζας, έχοντας νωρίτερα επιδαψιλεύσει τα χάδια του στις πεταλούδες που στέκονταν αέρινες, συμμετρικά καρφιτσωμένες στην κουρτίνα. Ήταν αγαπημένη συνήθεια της μακαρίτισσας της γυναίκας του να στολίζει τις κουρτίνες με μπιχλιμπίδια – άρεσαν και στο παιδί· της φαίνονταν σαν κάτι μαγικό, σαν να ήταν η κουρτίνα μια πάνινη οθόνη και πάνω της εκτυλισσόταν ένας εκπληκτικά γρήγορος, εξ ου και φαινομενικά ακίνητος, χορός – ορατός μόνο για τα μάτια ενός παιδιού.
Στο ενδέκατο έκανε με το στόμα του δαχτυλίδια, μειδιώντας αδιόρατα στην θύμηση του πατέρα του· αυτός του είχε μάθει το κόλπο. Τα κυκλάκια περιτριγύριζαν χαριτωμένα την κορυφή τού δέντρου, στεφανώνοντας για ελάχιστες στιγμές το ασημένιο αστέρι, που, αν και λόξευε προς τα αριστερά, διατηρούσε, ωστόσο, την υπερηφάνεια που ταιριάζει στην αναμφισβήτητη κορωνίδα του στολισμού. Οι πολύχρωμες μπάλες, οι περισσότερες παλιές, με τις λίγες καινούργιες να προσπαθούν, μάταια μάλλον, να εκσυγχρονίσουν το σύνολο, αντιστέκονταν πεισματικά, δεκαετίες τώρα, στην ομοιομορφία τού μονόχρωμου, που πρώτα ως συρμός και ύστερα ίσως λόγω τεμπελιάς είχε εξαπλωθεί από τους δημόσιους και επαγγελματικούς χώρους και στα σπίτια, ακόμα και σε εκείνα όπου κατοικούσαν και έπαιζαν παιδιά. Ανάμεσα στις μπάλες κρέμονταν φαναράκια, κουκλάκια, χάρτινα ζαχαρωτά, μετεωρίζονταν φιόγκοι και ξύλινα παιχνίδια και όλα αυτά γαρνίρονταν, τελικά, με τις περίτεχνες κόκκινες, χρυσές και ασημένιες κορδέλες τής βροχής, που, τώρα τελευταία, με δική του πρωτοβουλία, είχαν εμπλουτιστεί με όμοιων αποχρώσεων χάντρες, δεμένες μαζί σαν τεράστια κολιέ.
Στο δωδέκατο αναγκάστηκε να καθίσει. Τα πόδια του έτρεμαν (είχε χρειαστεί να ανέβει και στην σκάλα, μην το ξεχνάμε, και δεν είχε και κανέναν να τον στηρίξει – με οποιονδήποτε τρόπο…) και η μέση του τον προειδοποιούσε για άλλη μια άυπνη νύχτα, στην μακριά διάρκεια της οποίας θα αγωνιζόταν χωρίς ελπίδα να βρει μια βολική θέση για να κατορθώσει να αποκοιμηθεί. Έτσι, όμως, ανακάλυψε πως μπορούσε, από τον διθέσιο καναπέ του, να χαζεύει τα φτερωτά χάδια που έστελνε το τσιγάρο του, υποβάλλοντας ταυτόχρονα τα σέβη του, στον πιο σκληρά δοκιμαζόμενο εργαζόμενο των εορτών. Στεκόταν παχύς παχύς και τέλεια φουσκωμένος δίπλα στο παντελώς αχρησιμοποίητο τζάκι, αδιαφορώντας για τον καπνό που χόρευε αδιάκοπα πάνω στο κόκκινο, αμετάκλητα κουμπωμένο στομάχι του. Ο αιώνιος παππούς παρατηρούσε, χαμογελώντας αυτάρεσκα, τις ποικίλες απεικονίσεις τής φυσιογνωμίας του σε κουκλάκια, καδράκια, κάλτσες δώρων, παιχνίδια, μπιμπελό, σκούπες καπνοδόχων, τραπεζομάντηλα, ηλεκτρονικά παιχνίδια, πετσέτες, τασάκια, πιάτα και ποτήρια, ενώ κάποτε κάποτε αναρωτιόταν κρυφά ποιος στ’ αλήθεια από τους εαυτούς του να ήταν εκείνος που κατοπτρικά πολλαπλασιαζόταν στο βάθος τού παρελθόντος και του μέλλοντος. Ή μήπως δεν ήταν ο όποιος εαυτός του εκείνο το οποίο αντικατοπτριζόταν, παρά μόνο μια βαθιά επιθυμία πλήρωσης, που όσο πιο πολύ βάθαινε τόσο περισσότερο άδεια ήταν τα δώρα της;
Το δέκατο τρίτο παραπήγαινε. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μην υπερβαίνει το μισό πακέτο. Τέλος πάντων, αφού ήταν γιορτές, θα το παρέβλεπε. Αλλά μόνον για σήμερα (;) Ετοιμάστηκε να ξαπλώσει. Τράβηξε το κορδόνι τής βραχνιασμένης πράσινης καμπανούλας που τους κρατούσε συντροφιά τόσα χρόνια τώρα, από την γέννηση της κόρης του, κι έσβησε το φως. Έμειναν να αναβοσβήνουν ηλεκτρικές φλογίτσες στο σκοτάδι του σαλονιού, ενημερώνοντας όσους κοιτούσαν κατά κει ότι γιορτάζουν και σ’ αυτό το σπίτι· και σ’ αυτό το διαμέρισμα μια καρδιά σε λίγες μέρες θα ξαγρυπνήσει για να κρυφακούσει – έτσι, για το καλό – τα κάλαντα, όταν θα τα τραγουδούν στους άλλους ορόφους. Γιατί την δική του την πόρτα δεν θα την ανοίξει, ούτε ετούτες τις χρονιάρες μέρες· βαρέθηκε πια να γκρινιάζει – έστω, να διαμαρτύρεται καλοσυνάτα – για την βιασύνη με την οποία τα τελειώνουν όπως όπως, για να προλάβουν να πάνε να “τα πουν” σε όσο περισσότερα μέρη μπορούν. Η υποχρεωτική κλήση από την Λουκέρνη θα του θυμίσει, ανάμεσα στ’ άλλα, και την πεντάλεπτη διάρκεια της εθιμικής ιεροτελεστίας, όταν η κόρη του διέμενε ακόμη στην Ελλάδα, κι ας μην ήταν πια το κοριτσάκι που μαθήτευε κοντά στον παππού, διδασκόμενη τα σχοινοτενή κάλαντα της γενέτειράς τους.
Το άκουσμα της φωνής της θα του προσφέρει και την μοναδική χαρά των εορτών, μαζί με το ανανεούμενο κάθε φορά αίσθημα της αξιοπρέπειάς του: τα παιδιά δεν τα φέρνουμε στην ζωή για να μας γηροκομήσουν αλλά για να μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα καταφέρουν κάτι καλύτερο από εμάς. Και, φυσικά, για να έχουμε κάποιον ν’ αγαπάμε. Non se puede vivir sin amar. Ταιριάζει και με το πνεύμα των ημερών…
Στα χείλη του, καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος, ήρθαν οι στίχοι «Για το στολισμένο καράβι τής πρωτοχρονιάς», ασχέτως αν εκείνος προτιμούσε πάντα τον στολισμό τού δέντρου, ως σαφώς πιο ταιριαστού τόσο με την χρονική στιγμή τής γιορτής όσο και με το δικό του ψυχικό κλίμα· άλλωστε, το ποίημα του Λαμπρέλλη μόνο εθιμολατρικό δεν ήταν. Το είχε αποστηθίσει από παλαιότερα σαν εξορκισμό, λέγοντας μέσα του, παράλληλα με τους στίχους, “όχι, εμένα αυτό δεν θα μου συμβεί”:
Γυρεύουμε ν’ αντέξουμε
Την παγωνιά στο θέατρο
Το θέατρο της παγωνιάς
Ίσως ο χρόνος μας να είναι πλαστός
Ίσως να είναι κλειστός ο κήπος
Όσοι μας βλέπουνε
γυρίζουν σπίτι τους
Το φόβο σβήνουνε
αργά προφέροντας
το όνομά τους
- Γιώργος
- Μαρία
- Ελευσίς
Κι όμως
Κι όμως
Κανείς
Κανείς δεν τους θυμάται.
Σταυρούλα Τσούπρου