Χριστουγεννιάτικη ιστορία 2 (του Λευτέρη Ξανθόπουλου)

0
486

 

Λευτέρης Ξανθόπουλος. 

 

 

     Στην Νιόβη

 

Αρχές φθινοπώρου, ήρεμη καταγάλανη θάλασσα, μικρό ψαροχώρι σε απάνεμο κόλπο, οι περισσότεροι παραθεριστές φευγάτοι, ο τόπος ανασυντάσσεται να βγει στον χειμώνα.

Το παιδί κάθεται στην παραλία. Κάθε μέρα στο ίδιο σημείο κοιτάζει πέρα ως εκεί που θάλασσα και ουρανός χάνονται το ένα μέσα στο άλλο.

Μπροστά του στα βαθιά, ένα δελφίνι πηδάει ψηλά και ξαναπηδάει πάνω από το νερό. Για το παιδί δεν είναι τίποτα το ασυνήθιστο. Λίγο πριν την ανατολή, με το πρώτο φως της ημέρας έβλεπε συχνά παρέες δελφίνια να περνούν πέρα στο βάθος και να χορεύουν το δικό τους δελφινίσιο χορό. Τα ακολουθούσε με το βλέμμα μέχρι που δεν φαίνονταν άλλο∙ τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα.

Το μεγάλο ψάρι πλησιάζει τώρα πιο κοντά, πλησιάζει και τερετίζει. Το παιδί σαν να το έχει ξανακούσει αυτό, μοιάζει με τον δρυοκολάπτη στο δάσος, στην πίσω μεριά του χωριού κάτω από την εθνική∙ σηκώνεται. Παιδί με δελφίνι στην ίδια ευθεία. Το παιδί αντιλαμβάνεται πως κάτι θέλει να του πει το ζωντανό, κάποια ανάγκη το κρατάει, κάτι χρειάζεται. Τον κυκλώνει η περιέργεια. Το δελφίνι επιμένει. Χωρίς να το σκεφτεί και πολύ, ρίχνει τη μικρή ξύλινη βάρκα στο νερό, πηδάει μέσα, πιάνει τα κουπιά και ανοίγεται. Το δελφίνι βγάζοντας μικρές φωνές συνεχίζει τα μακροβούτια.

Το παιδί με την βάρκα πλησιάζει το ψάρι. Το δελφίνι κόβει κύκλους γύρω του, κάθε τόσο πηδάει έξω από το νερό. Τώρα, προσέχει κάτι αλλιώτικο, κάτι ξένο πάνω στο ψάρι. Εκεί ακριβώς που τελειώνει το ψαχνό, εκεί δηλαδή που ξεκινάει η ουρά του ψαριού, ένα ατσάλινο καμάκι τρυπάει το σώμα του πέρα για πέρα και βγαίνει από την άλλη μεριά. Το παιδί δεν διστάζει ούτε για μια στιγμή, αφήνει τα κουπιά, πετάει φανέλα και παντελονάκι στον πάτο της βάρκας και βουτάει. Τη θάλασσα την ξέρει καλά, είναι δική του υπόθεση. Το δελφίνι τερετίζει.

Με γρήγορες απλωτές, το παιδί πλησιάζει το ψάρι, που τώρα κάθεται ήσυχο στον αφρό σαν το γατί και περιμένει. Με το αριστερό του χέρι αγκαλιάζει το σώμα του ψαριού σε σφιχτή λαβή κάτω από τη μέση και με το δεξί σπρώχνει με όλη του την δύναμη τη σκουριασμένη βέργα. Το κακόβουλο σιδερικό γλιστράει, με κάποιο ζόρι στην αρχή, μετά κυλάει, βγαίνει από την άλλη μεριά, βυθίζεται. Το δελφίνι σπαρταράει για λίγο, πηδάει άτσαλα δυο τρεις φορές έξω από το νερό, κάνει κύκλους και στροφές γύρω από το παιδί, βουτάει με δυνατό μακροβούτι και χάνεται στα σκοτεινά βαθιά.

Ανήμερα τα Χριστούγεννα στο ίδιο παραθαλάσσιο ψαροχώρι., Οι νοικοκυραίοι στα σπίτια ετοιμάζουν το γιορτινό τραπέζι για την πιο μικρή, την πιο ανοιχτή μέρα του χρόνου. Το παιδί με τα χέρια στις τσέπες γυρνάει στους άδειους δρόμους, κατεβαίνει στην παραλία, κάθεται στην ίδια θέση, εκεί που σκάει το κύμα και με τις άκρες των δαχτύλων του ξεχωρίζει βότσαλα για τα πεντόβολα. Δίπλα του η θάλασσα ήσυχη, καλή φίλη. Ένας αδύνατος ήλιος με καθαρό σιταρένιο φως από πάνω τους.

Ακούγεται πάλι το τερέτισμα. Το παιδί σηκώνει το κεφάλι. Πολύ κοντά του αυτή τη φορά, το δελφίνι ανεβοκατεβαίνει στο νερό, πλαταγίζει ουρά και πτερύγια και τραγουδάει. Ναι, τραγουδάει. Το παιδί μπαίνει στη θάλασσα ως τα γόνατα. Το δελφίνι βουτάει, χάνεται για λίγο και ανεβαίνει ξανά κουβαλώντας μαζί το μικρό του…

Το μωρό χοροπηδάει και κολυμπάει στα βήματα και στις κινήσεις της μάνας του. Μιμείται τα δικά της τερετίσματα. Μάνα και μικρό πλησιάζουν ακόμα πιο κοντά, χοροπηδούν, τραγουδάνε με δελφινίσιες φωνές και δελφινίσια καμώματα. Η θηλυκιά σπρώχνει με το ρύγχος της μπροστά το νεογέννητο για να το δείξει σε αυτόν που πιο πολύ τη νοιάστηκε, σε αυτόν που τη φρόντισε, να δείξει το μωρό που μεγάλωνε μέσα στην κοιλιά της, τότε που το παιδί γλίτωνε το ψάρι από τη σιδερένια βέργα. Το παιδί εκεί έξω, ως τη μέση μέσα στο νερό.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΧριστουγεννιάτικο 1, Μπαμ! (του Μάρκου Κρητικού)
Επόμενο άρθροΗ εξαφάνιση της Κ.Παπαδάκου ή Η περιπέτεια της γραφής και της ζωής (της Ελένης Σβορώνου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ