του Αριστοτέλη Σαΐνη.
«Καρδιά του χειμώνος, Χριστούγεννα, Άι Βασίλης, Φώτα»
(1976-) 2016
«Σαν παλιό αγκωνάρι στο ξάγναντο»
Γιάννης Πάνου
“ὥς τε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαὶ
ἤματι χειμερίῳ”
Όμηρος
«Είσαι σκληρή
σαν του θανάτου τη γροθιά»
Νίκος Γκάτσος
κάποιος σέρνεται από πάνω και τα σανίδια τρίζουν από δίπλα ένα ροχαλητό σαν σφύριγμα μετρά τις ώρες το κεφάλι βουίζει εύπλαστος σβώλος ανακούρκουδα στο εφηβικό κρεβάτι και απέναντι στολισμένη πάνω σε ολόλευκη δαντέλα μια ντάμα του πενήντα με γαλάζια μάτια ένας πόνος έρχεται στο στήθος για να μείνει πνίγος Είδες ρε μάνα πώς μεγάλωσα αφόρητη ζέστη οι παππούδες κρυώνουν και η θολούρα της άνοιας ρουφάει τον αέρα Πώς μεγάλωσες παιδάκι μου μόνιμα αγκυροβολημένο σε απάγκιο το μυαλό παίζει επικίνδυνα παιχνίδια Είδες ρε μάνα καταπίνεις κόμπο κόμπο Άντρας ολόκληρος και το χάραμα ένα ποτήρι γάλα σε περιμένει στην κουζίνα κι ας έχεις να πιεις σταγόνα τριάντα χρόνια τώρα αυτά καιρό πριν και για μήνες μετά από εκείνο το μεσημέρι που έχασε στο σύθαμπο του ορίζοντα το δρόμο τώρα η ψυχή της τυλιγμένη στο σκοτάδι γλάρωνε σιγά σιγά ένας σκοτεινός λάκκος στο κρεβάτι δυστυχώς απλώς περιμένουμε αποφάνθηκε μια άσπρη μπλούζα πριν χαθεί στον άσπρο διάδρομο φρικώδης ζέστη φούρνος για ν’ ανέβει η μαγιά αέρας ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι στην πλάτη πάντα κολλημένα δύο γαλάζια μάτια σε δύο μαύρες τρύπες τι βλέπουν τι καταλαβαίνουν πάνω ο ουρανός γεμάτος κλείνεις τα μάτια παγωμένες καρφίτσες στο πρόσωπο Χιόνι Χιόνι ω τι χαρά και πηδούμε να τις πιάσωμε η καύτρα έσβησε αμέσως όχι και τα φωτάκια που αναβοσβήνουν απέναντι μυρωδιά από μαχλέπι και κακουλέ Χριστούγεννα λαμπρό αστέρι γαργαλά τα ρουθούνια στη φάτνη του απάνου θα σταθεί και μπουκώνει τη μύτη μαζί του ευτυχία θα μας φέρει Σήκω να ιδής το χιόνι και μέσα στις ψυχές θ’ αναστηθεί πετάχτηκα αμέσως και άνοιξα το παράθυρο όλα ήταν ντυμένα με κατάλευκο φόρεμα και η γη και τα δέντρα και οι στέγες των σπιτιών και ο φράχτης του κήπου και η βάρκα και τα δίχτυα και οι γλάστρες και τα λουλούδια και με το Καλημέρα σας παιδιά ο ψηλός πειρατής με το ξύλινο πόδι τραλαλά τραλαλά σε παίρνει αμέσως στο κατόπι στα στενά του βάλτου πριν βρεις αγκαλιά με το σεντούκι σου καταφύγιο κάτω απ’ το τραπέζι της κουζίνας όταν είμεθα παιδία μη έχοντες τι να κάμωμεν παρέα με ψάλτες έρωντες και αλιβάνιστους βλαχοπούλες καπετάνιους βασιλοπούλες αρχοντόπουλα και άλλα παραμύθια χωρίς ονόματα και επί οναρίου ωχούμενος διότι το χωρίον μας δεν είχεν άφθονα τα μέσα της ψυχαγωγίας Χριστούγεννα χαρείτε λυπημένοι Ξύπνησες θησαυρέ μου; λευκοί και μαύροι ζήστ’ αδελφωμένοι μια χιονισμένη οθόνη τρεμοπαίζει στο βάθος του διαδρόμου και κάποιος πειράζει τη θεία Λένα μουρμουρίζοντας κάτι για καφενείο πριν κλείσει ορμητικά την πόρτα πίσω του στο ύψος του ματιού σου πάντα απόψε εγεννήθη ένας θεός δύο γνώριμα αφράτα πόδια πιο ψηλά πάντα τα ίδια γαλάζια μάτια λάμπει στο άπειρο θείος Ναός και στους κοχλίες των αυτιών να βιδώνεται εξακολουθητικά η απόμακρη γλυκιά φωνή Της να τραγουδά για κάποια ομορφονιά Αθανασία Ξύπνησες θησαυρέ μου ανοίγεις τα μάτια σαν από λήθαργο και η χιών έγινε σινδών Χριστούγεννα γιορτάζει όλη η πλάση μέσα από το τζάμι δύο γαλάζια μάτια σε κοιτούν ακόμη αλλά η μαύρη αίσθηση από το λευκό ζεστό μάρμαρο και το εκτυφλωτικό φως είναι κοντά καθένας την ψυχή του ας αναπλάσει εικόνα οπτασία ξυπνητόν όνειρο Χριστούγεννα γαλήνη ας βασιλεύει το χιόνι έπεφτε απαλά σε όλη την πλάση γεννήθηκε ο Χριστούλης μας ξανά ωσάν να ισοπεδώνει όλα τα περασμένα χαράς πηγή που δεν στερεύει ωσάν τον ερχομό του έσχατου τέλους πάνω σε ζώντες και νεκρούς λατρείας άκουσμα Ωσαννά.