Χριστουγεννιάτικο 5, “Ο Επιβάτης” (της Αγγελίνας Κλαυδιανού)

0
359

της Αγγελίνας Κλαυδιανού.

Δεν του αρέσει να μπαίνει σε τρένα. Τον ταλαιπωρεί ιδιαίτερα. Στριμώχνεται από πολύ νωρίς, τον πιάνει κάτι σα ναυτία, απ’ τους ανθρώπους που ανασαίνουν γύρω σα να σηκώνεται αέρας.   Του φαίνονται όλα πολύ κοντινά, πολύ απαιτητικές οι εισπνοές τους, πολύ απλωτές οι κινήσεις τους. Τον βασανίζουν τα πρόσωπα τους. Κιτρινισμένα από τα φώτα. Πότε σκοτεινά πότε διαυγή αναλόγως που κινείται το τρένο.     Δεν βρίσκει χώρο. Πνίγεται. Αν τον αγγίξουν κατά λάθος είναι ήδη αργά.  Έχει ανοίξει ολόκληρος σαν ψάρι στη μέση, έτοιμος να του βγάλουν τα εντόσθια.   Αισθάνεται τα μάτια τους να σαλεύουν στα σπλάχνα του στα έντερα του. Σαν να τον αγγίζουν μακριά κρύα δάχτυλα. Όχι πως δε θα μπορούσαν να του τα βγάλουν κι απ’ τη μύτη…     Δεν ξέρει τι του φταίει ακριβώς. Ίσως να φταίει η γέννηση του. Γεννήθηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Μέρα Χριστουγέννων. Σαν σήμερα.    Είναι αρκετά κουρασμένος. Περπατούσε όλη νύχτα.  Δεν θυμάται ακριβώς γιατί. Μάλλον ξεχάστηκε. Ναι, αυτό είναι το πιθανότερο. Ξεχάστηκε.

Στο σπίτι του πολύ σκοτάδι. Του φάνηκε πως κάτι τον άρπαξε από το λαιμό. Βγήκε έξω μπας και γλιτώσει. Θέλει κουράγιο να περπατάς μόνος στην πόλη και να σε βρίσκει το ξημέρωμα. Δεν ξέρεις που θα σε βρει. Άλλον στα μάτια, άλλον στην καρδιά. Μετά το κουβαλάς. Πρέπει να το κουβαλήσει κανείς ως το τέλος. Δεν είναι για τους άνανδρους τέτοιες πορείες. Πολλά λαμπιόνια στα κάγκελα πλάι στους κάδους των σκουπιδιών, οι άστεγοι ζεσταίνουν τα χέρια τους κάτω από τους εορταστικούς προβολείς, παιδιά που δεν πάνε σχολείο παίζουν με ψεύτικα ελάφια, όλο αέρα και πλαστικό, που δεν μπορούνε να πάνε πουθενά καλπάζοντας, αντίθετα εκείνα τα καβαλούν με βία και τα παρακαλάνε να πετάξουν. Αργά ή γρήγορα τα φουσκωτά ελάφια σκάνε. Τελικά ξημερώνει ή κοντεύει τουλάχιστον.                                                                                                                         Τα λαμπιόνια τώρα είναι όλα μπηγμένα στα μάτια του και δεν ξέρει που αλλού να πάει. Μπαίνει σε ένα τρένο. Τα μάτια του σαν ματωμένα από τα φώτα και την αϋπνία. Το σπίτι τώρα θα δείχνει πολύ σκοτεινό. Παρακαλάει να φωτίσει ο ουρανός καθώς το τρένο τρέχει, τρέμουν κάπως τα χέρια του. «Δεν επιστρέφω αν δεν ξημερώσει.» Παρακαλάει. Ποιόν δεν ξέρει. Είναι από αυτούς που τάχα δε θυμούνται. Μπαίνει στο τρένο και αισθάνεται “αόριστος χρόνος”. Έκανα, είπα, γεννήθηκα. Δεν θυμάται τι. Αόριστα μόνο έτσι. Κανείς δεν τον κοιτά κι ο Θεός τώρα είναι πολύ πιο αισθητός από ότι εκεί έξω. Αυτός ο Θεός είναι οι Άλλοι που κάνουν ότι δεν τον βλέπουν ή ο ίδιος που κάνει πως βλέπει χωρίς να τον δουν; «Μπας και δεν υπάρχω πια; Μπας κι είμαι αόρατος» Σκέψη γεννημένη από το πολύ περπάτημα. «θα πρέπει να είσαι άρρωστος για να περπατάς τόσο», του είχε πει Αυτή, ειρωνικά, κάποτε.   Όλοι γιορτάζουν τα Χριστούγεννα. Είναι τρομαχτικά χωρίς Θεό. Ποιόν θα χουμε να γεννάμε; Ποιόν θα σταυρώσουμε το Πάσχα. Σουβλιές στο στομάχι του. Χωρίς Θεό, έτσι  όπως όταν ήταν μικρός κι άφησε το χέρι του Πατέρα κατά λάθος στην Μεγάλη Πλατεία και τον παρέσερνε το πλήθος κι η πλάτη του Πατέρα από μακριά, ένα γκρίζο σημάδι που μίκραινε. (Μετά για να τον εκδικηθεί θα τον σούβλιζε το Πάσχα αλλά δεν πρόφτασε, Εκείνος μίκρυνε πολύ φεύγοντας για πάντα.)   Κι όλος ο κόσμος να δείχνει αλλιώτικος.  Τα κτήρια να κρέμονται προς το μέρος του. Τα πρόσωπα των ανθρώπων σα πρόσωπα θηρίων. Μπήγει τα νύχια του στο δέρμα, «θα αντέξω» λέει. «Είναι ώσπου να ξημερώσει. Υπομονή. Ώσπου να φτάσουμε θα αντέξω να κρατάω εγώ το πόστο του Θεού.»

Ξημερώνει κι οι φύλακες επιστρέφουν στα σπίτια τους. Πρησμένα πρόσωπα. Μισόκλειστα μάτια. Καλοί άνθρωποι μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Συζητούν ζωηρά για τα δώρα που θα πάρουν στα παιδιά τους. Όλοι έχουν στολίσει δέντρο από πολύ νωρίς. Αυτός δεν καταλάβαινε τι έχουν φταίξει τα δέντρα για να τα στολίσουν έτσι όλοι αυτοί. Ίσως σε ότι είχε φταίξει κι εκείνος ο άλλος ο τύπος, που ήταν χαλαρός και δεν του αρέσανε οι πολλές οι φασαρίες και τον στολίσανε με ακάνθινο στεφάνι. Γελάει λίγο μόνος του που δεν μπορεί να κάνει αστεία της προκοπής. Τίποτα απολύτως. Ακούει τις συζητήσεις σαν ένα βουητό. Τίποτα απολύτως. Τα παιδιά αυτών των ανθρώπων θα ξυπνήσουν σε λίγες ώρες θα απλώσουν τα χέρια θα χαϊδέψουν τα πρόσωπα των γονιών τους. Αυτοί οι άνθρωποι κρύβουν από ένα όπλο κάτω από το σακάκι του ο καθένας. Τώρα συνομιλούν ειρηνικά μα τι θα γίνει αν. Είμαστε θηρία τελικά; Αναρωτιέται αυτός τίποτα απολύτως δεν συμβαίνει. Οι άνθρωποι αυτοί μιλούν για το πώς θα διασκεδάσουν τη νύχτα που θα αλλάξει ο χρόνος. «ποιος χρόνος; Τι θα αλλάξει;» αναρωτιέται ποιος από όλους τους είναι τρελός. Μάλλον κανείς. Μάλλον όλοι. Γιατί να γιορτάσουν; Αυτός κοιτάζει τώρα έξω από το τζάμι. Αρχίζει μόλις να φωτίζει κάτι εκεί πάνω και μπορεί να δει λίγο από τα σπίτια, λίγο από το χιόνι που ξεκίνησε να πέφτει ελαφρύ. Η ψυχή του φτερουγίζει εκεί μέσα ή κάτι άλλο που του δίνει σήμα πως δεν πάει καλά η καρδιά του; Περπάτησε πολύ στο κρύο κι αυτό είναι όλο.

Ξαφνικά του έρχεται η επιθυμία να τη δει. Αυτήν. Την Μαρία. Είναι καιρός που δεν έχουν μιλήσει. Ξέρει όμως πως θα την βρει εκεί. Στο ίδιο καφέ. Αχτένιστη, μόλις που θα χει προφτάσει να κουμπώσει το πουκάμισο της, άβαφτη με το φλιτζάνι του καφέ στο αριστερό χέρι. Δηλαδή όμορφη. Χλωμή και πικρή στη γεύση. Αν κατάφερνε να τη φιλήσει πάλι. Τι νόημα θα είχαν τότε όλα αυτά. Τίποτα αν δεν κατάφερνε να τη φιλήσει. Κι αν πάλι το ‘κανε. Τι νόημα ξανά;

Οι φάτσες γύρω του είναι πράσινες. Φταίει το φως ή τα μάτια του. Ή τίποτα από τα δύο. Κυριαρχεί ενός είδους απόγνωση. Μια κυρία ψάχνει τη τσάντα της πεπεισμένη πως σίγουρα της έκλεψαν κάτι. Του ρίχνει μια καχύποπτη ματιά. Εκείνος της ανταπαντά με το εξουθενωμένο του βλέμμα. Ένας άντρας ρουφάει τον καφέ του λες κι εξαρτώνται από ‘κείνο το μαύρο ζουμί όλες του οι ελπίδες. Ένα κορίτσι τραβάει τη φούστα του, τα μαλλιά του, τα μανίκια της μπλούζας της. Θα ‘θελε ίσως να χαθεί μέσα στα ρούχα της, να μη της τρυπάνε τα μάτια αυτά τα φώτα. Δεν έχει ξημερώσει καλά ακόμη. Υπομονή. Λένε όλοι με τον τρόπο τους «δείτε μας είμαστε εδώ. Ζωντανοί. Μη μας ξεχάσετε.» και μοιάζουν περισσότερο με πεθαμένους που χάσανε το δρόμο. «Που πάω;» μονολογεί ένας άντρας που κάθετε δίπλα του. Το πρόσωπο του είναι γυμνό, σαν σκαλισμένη πέτρα. «Που πάω; Γιατί είμαι εδώ;» σηκώνεται κάνει δυο βήματα. Δεν είναι πολύ ηλικιωμένος. Το σώμα του είναι κι αυτό γερό σα βράχος. Κάνει δυο βήματα κι ύστερα σωριάζεται με έναν γδούπο. Είναι φοβερό, ένα βουνό να σωριάζεται. Δε μιλάει κανείς τώρα. Κόβονται οι κουβέντες στη μέση, τα χασμουρητά, τα πάντα. Σκέφτονται όλοι «δεν θα ‘θελα», αυτός σηκώνεται δε ρωτάει τίποτα, πιάνει τον άντρα γερά από τις μασχάλες. Έχει την ηλικία του πατέρα του. «Στηρίξου πάνω μου». «Που να στηριχτεί παιδί μου, που είσαι σα κλαράκι;» λέει μια γυναίκα λεπτή που τρέμει σα να τη φοβίζουν όλα αυτά. «Που να σε πάω;» λέει του άντρα. «Δεν ξέρω. Ρίξε με στις γραμμές». Αυτός δε λέει τίποτα. Κατεβαίνουν σε μια αποβάθρα υπόγεια, τον στηρίζει και περπατούν σαν ένα ζώο που κουτσαίνει. Ανεβαίνουν στις κυλιόμενες. Όλοι γύρω τους κοιτούν, «ας τον αυτόν» του λέει ένας γέρος «είναι ζητιάνος δεν το βλέπεις;». Το πρωινό κρύο σα γροθιά στα μούτρα. «Που να σε πάω;» τον ρωτάει ξανά. «Στις γραμμές.» Στις γραμμές μονολογεί ο άντρας. Κι εκείνος τραβάει ολόισια για το καφέ της Μαρίας. «Θα σε φροντίσει αυτή», του λέει «θα σου δώσει να φας. Ύστερα όμως, δεν ξέρω…»  Δεν ξέρει αν θα την βρει εκεί. Θέλει να της πει ότι την αγαπά είναι όμως πολύ νωρίς, κάνει κρύο και είναι Χριστούγεννα. Ίσως Αυτή να έχει παντρευτεί, να έχει κάνει παιδιά, να τους αγοράζει τώρα στολίδια για το δέντρο και να κοιτάζει από τα τζάμια του καινούριου της σπιτιού με μια ραγισμένη κούπα καφέ στο χέρι, αχτένιστη και όμορφη. Αξίζει όμως να προσπαθήσει. Αν τη βρει εκεί, το ορκίζεται δε θα δειλιάσει πια. Είναι Χριστούγεννα, θα δικαιολογηθεί κάπως γι αυτό. Χρειάζεται ακόμη  λίγο καιρό. Να μπορεί να ελπίζει, μια ακόμη ευκαιρία να αλλάξει τη μοίρα του.

Στηρίζει τον άντρα στους ώμους του ή στηρίζεται από αυτόν, η καρδιά του κάνει κόλπα κι είναι πολύ νωρίς, πολύ νωρίς. Μικρά παιδιά χορεύουν στο δρόμο μπλέκονται στα πόδια των γονιών τους, χαμογελάει και νιώθει ξαφνικά πως δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν να σηκώσει αυτό το βάρος ως το τέλος. Δεν ξέρει ποιο θα είναι το τέλος. Δεν υπάρχει τέλος.                  «Απελθέτω απ’ εμού…» εγκαταλείπει τον άστεγο σε ένα παγκάκι, κάνει να φύγει, κοντοστέκεται λίγο, βγάζει το παλτό του και τον σκεπάζει χωρίς αγάπη. Έχει πια ξημερώσει. Κάτι ματώνει στον ουρανό. Μέσα του είναι στεγνός. Επιστρέφει σπίτι τρέμοντας από το κρύο. Δεν θα μάθει ποτέ για τη Μαρία. «Δεν πειράζει, ίσως να έρθει Εκείνη να με δει όταν θα με σταυρώνουν», σκέφτεται.«Δεν θα μπορώ βέβαια τότε πια να τη δω, ίσως όμως Αυτή να μπορεί. Και θα ‘ναι τότε κάπως σα να υπάρχει Θεός, να μη γιορτάζουμε έτσι μάταια τα Χριστούγεννα κάθε φορά» και γελάει μέχρι δακρύων.

 

Προηγούμενο άρθροΜικρή Χριστουγεννιάτικη ιστορία 4 (του Γρηγόρη Αζαριάδη)
Επόμενο άρθροH μεγάλη γιορτή των βραβευμένων του Gutenberg

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ