Άννα Αφεντουλίδου (*)
Έβαζε τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια γύρω από το κρεβάτι. Κάποτε έκρυβε από κάτω τους πολύχρωμα κουτιά, μηχανικά τρενάκια και κούκλες με μεγάλα βλέφαρα. Τώρα στόλιζε ακούγοντας άλλη μουσική. Ήταν και η μελωδική φωνή της Ο. Την άκουσε πρώτη φορά στο τηλέφωνο πριν λίγες μέρες. Της ψιθύρισε πως της άρεσε να το κάνει με πόρνες. Στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου της. Αναστέναξε πως θέλει να την συναντήσει, γιατί ο Κ. της είπε πόσο ταλαντούχα είναι. Και προ πάντων πόσο ξεγελά η όψη της. Η διφυία είναι κάτι που πάντα συγκινεί τους χαρισματικούς ανθρώπους. Της αρέσει που έχει κάτι παιδικό και κάτι άγριο. Και ποιος δεν είναι διφυής, σκέφτηκε. Και ποιος δεν κρύβει κάποιον άλλον μέσα του; Η Α. προτιμά στο δικό της σπίτι, γιατί θέλει να κοιμηθούν στο στολισμένο κρεβάτι. Η Ο. την προσκάλεσε στην Τοσκάνη. Της αρέσει εκτός από τον Αμερικανό και ο Ρώσος φωτογράφος. Εκείνος που έχει πολλές φωτογραφίες με μαχαίρια. Η Α. θυμήθηκε τον νεαρό που τής είπε για το μαχαίρι. Να προσέχεις, του απάντησε. Κάποιου του έκοψαν έτσι τον λαιμό. Κυρία, της είχε πει. Θέλω μια γυναίκα να μού βάζει τις δοκιμασίες των παραμυθιών. Η αυταπάτη της νεότητας, σκέφτηκε με πικρία∙ ότι μπορείς να βρεις κάποιον που θα γνωρίσεις τόσο βαθιά, ώστε να σου τα επιτρέπει όλα.
Γιατί ξύπνησε όμως κάτι τέτοιο μέσα της, σε εκείνη την πλευρά της μνήμης που μόνο τα όνειρα ξεθάβουν;
Η Α. έβαλε επιτέλους τα λαμπιόνια στην πρίζα.
Εσύ φταις, μουρμούρισε με ένταση. Και η χριστουγεννιάτική σου προδοσία.
Σηκώθηκε να ανοίξει την πόρτα που από ώρα χτυπούσε ρυθμικά.
Τώρα δεν μπορώ κανέναν πια να συγχωρήσω.
(*) Η Άννα Αφεντουλίδου είναι φιλόλογος, ποιήτρια . Τελευταίο βιβλίο της “Η οδυνηρή μνήμη της σάρκας”, εκδ. του Φοίνικα