Αλεξάνδρα Κωνσταντιδέλλη.
-Τριάντα επτά και είκοσι τρία. Η κυρία Ζανέτ άνοιξε το δερμάτινο πορτοφόλι της και σούφρωσε τα χείλη της. Το τέλειο κόκκινο μανικιούρ της ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το τσαλακωμένο χαρτονόμισμα που έδωσε στην ταμία. Τακτοποίησε τα ψώνια στις σακούλες. Το βούτυρο μαζί με το δυο λογιών αλεύρι, την καστανή ζάχαρη μαζί με το κονιάκ και τα μπαχάρια, τα αυγά μόνα τους για να μη σπάσουν και στην τελευταία σακούλα τη ζάχαρη άχνη μαζί με τα πλαστικά ελαφάκια που θα στόλιζαν την πουτίγκα της.
Η κυρία Ζανέτ στόλιζε τα γλυκά της πάντα. Ακόμα και το κέικ που σερβίριζε στο καθημερινό πρωινό. Πλαστικά φλαμίνγκο πάνω σε λίμνες από ζελέ, πλαστικά πλέιμομπιλ των παιδιών της πάνω σε χιόνι ζάχαρης άχνης.
Επέστρεψε από το σούπερ μάρκετ στο τέλεια τακτοποιημένο διαμέρισμά της. Τα παιδιά είχαν φύγει από χρόνια. Ο σύζυγος σπανίως βρισκόταν εκεί. Η κυρία Ζανέτ τριγυρνούσε κάθε μέρα στο άδειο σπίτι ξεσκονίζοντας τη συλλογή με τις καράφες, γυαλίζοντας το σκαλιστό σαλόνι, διακοσμώντας τα μπιμπλό.
Άδειασε τις σακούλες στην κουζίνα. Μόνο τότε θυμήθηκε ότι ξέχασε το βασικότερο υλικό- τα αποξηραμένα φρούτα. Δεν πτοήθηκε. Βούτηξε ένα μεγάλο μπολ και κατευθύνθηκε στο σαλόνι. Στάθηκε δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Έβγαλε κάμποσα στολίδια και τα πέταξε στο μπολ. Πίσω στην κουζίνα τα έριξε στο μεγάλο γουδί. Άρχισε να τα χτυπάει με μανία. Γύψινα αγγελούδια, ξύλινα στρατιωτάκια, γυάλινες μπάλες έσπασαν σε μικρά κομμάτια, τα οποία στη συνέχεια μούλιασαν καλά στο κονιάκ.
Λίγες ώρες αργότερα η κυρία Ζανέτ έβγαλε την πουτίγκα από το φούρνο. Στην επιφάνεια ξεχώριζαν σπασμένες φτερούγες αγγέλων, κομμένα πόδια στρατιωτών και κατεστραμένα τύμπανα. Η κυρία Ζανέτ πασπάλισε το μικροσκοπικό πεδίο μάχης με ζάχαρη άχνη και τοποθέτησε πάνω του όλο καμάρι τα πλαστικά ελαφάκια.